Μια ενδιαφέρουσα μεταβολή έχει επέλθει στη σύγχρονη τζαζ τα τελευταία χρόνια, περίπου από το 1944 και μετά. Κι αυτό το τεράστιο εξελικτικό βήμα στις ιδέες του ρυθμού και της αρμονίας έχει πάρει την τζαζ, η οποία κάποτε έμοιαζε απέραντη αν και καθορισμένη, οριοθετημένη και ολοκληρωμένη, και της έχει δώσει μια εκπληκτική καινούργια δύναμη και ομορφιά, που κάνει τις περασμένες φάσεις της τζαζ να μοιάζουν ξεπερασμένες. Αυτό συμβαίνει όταν μια μορφή τέχνης βρίσκεται στο στάδιο της ανάπτυξης: αν μια ιδέα δεν είναι ανθεκτική και δεν περιέχει προοπτικές εξέλιξης, δεν επιβιώνει για πολύ. Γι’ αυτό η ιδέα του Έλινγκτον και η ιδέα του Λέστερ Γιανγκ έχουν επιβιώσει για τρεις περιόδους της τζαζ.
Η καινούργια τζαζ – απλώς ένα βήμα στην εξέλιξη αυτού που μπορεί κάλλιστα να γίνει ένα μεγάλο επίσημο μουσικό σύστημα συγκρίσιμο με την Ευρωπαϊκή κλασική μουσική – έχει ονομαστεί μπίμποπ για να γίνεται μαζικά αναγνωρίσιμη. Ωστόσο, η επιπόλαιη αυτή ονομασία δεν αρκεί για να περιγράψει την απίστευτη πολυπλοκότητα που είναι εγγενής στην καινούργια αίσθηση του ρυθμού και της αρμονίας, καθώς και της μελωδικής και αντιστικτικής έκφρασης που γνωρίζει τώρα η τζαζ. Είναι μια μουσική έκρηξη, η αναγέννηση μιας ισχυρής μουσικής που έχει αιχμαλωτίσει τη φαντασία όλων των νέων, ανερχόμενων μουσικών και έχει προβληματίσει όλους τους παλαίμαχους μουσικούς που καταποντίζονται στη δίνη των αλλαγών. Κυριολεκτικά το νιώθεις στην ατμόσφαιρα – τέτοιος γνήσιος ενθουσιασμός για τη μουσική έχει να παρατηρηθεί από το τελευταίο μεγάλο βήμα που είχε γίνει στην τζαζ τη δεκαετία του τριάντα, την εποχή της άνθισης της τζαζ ορχήστρας, την εποχή του Μπέιζι, του Λάνσφορντ, του Γκούντμαν, του Σω, του Μπένι Κάρτερ, του Ντον Ρέντμαν. Οι προβληματισμένοι παλαίμαχοι και οι κριτικοί της τζαζ ρωτούν σήμερα: «Πού πάει η τζαζ;» Κάποιοι λένε ότι το «σουίνγκ» πέθανε, άλλοι λένε ότι η τζαζ έχει σταματήσει να εξελίσσεται και, τέλος, μερικοί λένε ότι το «μπίμποπ» αντιπροσωπεύει ένα τελευταίο ακατανόητο σύμφυρμα μιας μουσικής που κάποτε είχε φόρμα και ήταν ακαταμάχητη. Η μεταβολή από την τζαζ πριν το 1944 στη σύγχρονη προοδευτική τζαζ είναι τόσο ραγδαία, που η σύγχυση των σκληροπυρηνικών και η απίστευτη αγαλλίαση των νέων μουσικών του «μπίμποπ» στέκονται στήθος με στήθος, δημιουργώντας ένα απόλυτο χάος, που πιθανώς μπορεί να συγκριθεί με άλλες μεγάλες ανακατατάξεις σε άλλες μορφές τέχνης του παρελθόντος. Παρατηρούνται οι ίδιες αντίρροπες δυνάμεις που θυμίζουν τη μεγάλη μεταβολή που έγινε στην Ευρώπη από το κλασικό ιδίωμα στον ρομαντισμό.
«Πού πάει η τζαζ;» ρωτούν εκείνοι των οποίων η αντίληψη για την τζαζ είναι παγιωμένη εντός των παλιών ορίων του ρυθμού, της αρμονίας, της αντίστιξης και της μελωδίας. Και ο Ντίζι Γκιλέσπι, ο βασικός ιδρυτής του «μπίμποπ», της σύγχρονης προοδευτικής τζαζ, απαντάει: «Πάει εκεί όπου πάει, δεν μπορεί να πάει πουθενά αλλού». Επισημαίνει ότι όλοι οι νεαροί τζαζ μουσικοί που παλεύουν να ξεφύγουν από τον αγώνα και την αφάνεια της μελέτης και της προετοιμασίας πέφτουν στον «ρυθμό του μπίμποπ» χωρίς πρότερη σκέψη και χωρίς βοήθεια, αλλά με μια φυσικότητα και μια ευκολία που δίνει μια ψευδή εντύπωση για το καινούργιο πνεύμα της μουσικής της εποχής, ένα πνεύμα που «ενυπάρχει στην ατμόσφαιρα», κατά το πρότυπο της μεγάλης αναγέννησης των συναισθημάτων. Τα κύρια χαρακτηριστικά της σύγχρονης προοδευτικής τζαζ είναι τα εξής: Ο ρυθμός έχει υποσκελιστεί από την αρμονία και στην πορεία άλλαξε η λειτουργία του από μια απλή ρυθμική συνοδεία και πήρε τη μορφή τονισμών και χρωματισμών. Ένας από τους κυριότερους νέους ντράμερ, ο εικοσάχρονος Σέλι Μαν της προοδευτικής ορχήστρας του Σταν Κέντον, είναι ο πρώτος γνωστός τζαζ ντράμερ που παίζει μελωδίες στα τύμπανα χρησιμοποιώντας τονισμούς και δίνοντας έμφαση με τύμπανα με διάφορα κουρδίσματα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μία από τις βασικές κατηγορίες που εκτοξεύονται εναντίον της νέας αίσθησης της τζαζ είναι ότι ο ρυθμός δεν κυριαρχεί πλέον, «ο ρυθμός έχει χαθεί». Στην πραγματικότητα, ο ρυθμός δεν έχει χαθεί , απλώς έχει πάρει μια νέα λειτουργία και έχει αποκτήσει δική του υπόσταση. Ο Μαν είναι επίσης ένας από τους πρωτοπόρους των νέων ρυθμών, που αναγνωρίζονται ως πρωτόγονοι αφρικανικοί ως προς τις παραλλαγές και την ελευθερία τους.
Η αρμονία είναι το σημείο-κλειδί της καινούργιας τζαζ. Οι αλλαγές στη δομή είναι εκπληκτικές και σε μερικές περιπτώσεις ακατανόητες για την φαντασία της παλιάς τζαζ. Ένα παράδειγμα είναι οι ενορχηστρώσεις του Πιτ Ρουγκόλο για την μπάντα του Κέντον, οι ενορχηστρώσεις του Μπόιντ Ρέιμπερν (με τη βοήθεια των λαμπρών Ντίζι Γκιλέσπι και Ρέι Μπράουν), οι καινούργιες ενορχηστρώσεις του Μέρσερ Έλινγκτον, τα θέματα της μπάντας του Χέρμαν του 1946 και ούτω καθεξής. Εδώ, η αρμονία, σε στενή συνεργασία με ατέλειωτους νέους τρόπους ρυθμικού παιξίματος, μελωδίας και αντίστιξης, παρουσιάζεται με μια ενθουσιώδη νέα διάθεση και μια μεθοδικότητα που μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εκμεταλλεύσιμη», δηλαδή μπορεί να την εκμεταλλευτεί κανείς και να πειραματιστεί ως το σημείο της παραφωνίας, αλλά χωρίς να φτάνει ποτέ απόλυτα εκεί. Γιατί κάτι που από μόνο του θα φαινόταν παράφωνο, τώρα εντάσσεται στην αρμονία με παράξενες, καινούργιες μελωδικές ερμηνείες που βοηθούν την ιδέα της τζαζ να υπερβεί τα παλιά όρια. Η μουσική είναι κάτι άρρητο – δεν είναι εύκολο να περιγράψεις επαρκώς τι συμβαίνει σε αυτά τα καινούργια αρμονικά πεδία.
Στην καινούργια αίσθηση περί μελωδίας, οι ένατες είναι συνεχώς το ζητούμενο. Σχηματίζονται ασυνήθιστα ελαττωμένα διαστήματα, που διαμορφώνουν τη βασική δομή της ιδέας της νέας κλίμακας, η οποία παρεμπιπτόντως υπαινίσσεται τον ήχο «μπίμποπ». Στη μουσική αυτή ο ρυθμός δεν είναι πια το κύριο όχημα της μουσικής ιδέας, ούτε το πρωταρχικό μέσο έκφρασης. Η αρμονία αποκτά καινούρια περιθώρια εκμετάλλευσης. Και η μελωδία αναγκάζεται να υπακούσει σε μια καινούργια έννοια περί ρυθμού και αρμονίας, σε μια καινούργια διάθεση.
Το αποτέλεσμα είναι συναρπαστικό. Το αποτέλεσμα είναι επίσης μια μουσική, η οποία, όταν γίνεται κατανοητή, παρουσιάζει μια «χαλάρωση» από την ένταση της πρότερης τζαζ, την απομακρύνει από το μονότονο, επαναλαμβανόμενο σφυροκόπημα με παραλλαγές της βασικής μελωδίας και κανονισμένες εναλλαγές συγχορδιών και αλλαγές στην αρμονία, και την οδηγεί σε ένα πεδίο ελευθερίας, «χαλαρής» ελευθερίας, με απείρως αυξημένες προοπτικές.
Ένα από τα βασικά στοιχεία αυτής της χαλαρότητας είναι ο συγχρονισμός. Οι σολίστες δεν εξαρτώνται από τον ρυθμό, που έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα, αλλά τον αντιλαμβάνονται πλήρως και κάνουν ό,τι θέλουν μαζί του, παίζουν μπροστά ή πίσω από τον ρυθμό, κάνουν διαφορετικούς τονισμούς, καθυστερούν. Οι λεπτομέρειες είναι εντυπωσιακές και η πολυπλοκότητα εκπληκτική.
Tο απόσπασμα είναι από το βιβλίο ΤheUnknownKerouac
Μετάφραση: Πάνος Τομαράς
Δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο merlins.gr
https://www.youtube.com/watch?v=3XEBkwtbRV8