Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο

Ἡ εἰρωνία στὸν Καβάφη

Ἡ ἀγαπητή μου Ἀλεξανδρινὴ Τέχνη θὰ μοῦ ἐπιτρέψει, πιστεύω, λίγα λόγια, — ἃς ποῦμε λίγα σχόλια — πάνω στὴν ὁμιλία τοῦ κ. Φώτου Γιοφύλλη μὲ θέμα τὸ χιοῦμορ τοῦ Καβάφη, ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ προπερασμένο της τεῦχος. Δὲν πρόκειται ἄλλως τε γιὰ κριτική, οὔτε γιὰ ἀντικριτική· ἁπλῶς, τὰ σημεῖα ποὺ ἀγγίζει στὸ ἄρθρο του ὁ κ. Γιοφύλλης εἶναι τόσο ἐνδιαφέροντα, καθὼς καὶ ὁ τρόπος ποὺ τὰ ἐρμηνεύει, ὥστε στὸν ἀναγνώστη κινοῦν τὴν ἐπιθυμία νὰ μιλήσει κι’ αὑτός, καὶ θὰ ἦταν μάλιστα κρῖμα ἄν συνέβαινε τὸ ἀντίθετο.

Σὲ τὶ τάχα διαφωνοῦμε μὲ τὸν κ. Γιοφύλλη;

Ὅτι ὁ Καβάφης ἔχει δυὸ ὄψεις — τὴ σοβαρή, τὴν ἐπίσημη, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀντίθετή της εἶναι πρᾶγμα ὁλοφάνερο κι’ ἀναμφισβήτητο. Δὲ διαφωνοῦμε λοιπὸν σ’ αὐτό, κάθε ἄλλο! Διαφωνοῦμε μόνο σὲ τοῦτο: ἄν αὐτὴ ἡ ἀντίθετη πλευρὰ μπορεῖ νὰ ὀνομάζεται «χιοῦμορ», ἢ ἄν θὰ ἦταν προτιμότερο νὰ ὀνομάζεται μὲ ἄλλη λέξη, εἴτε μὲ ἄλλες λέξεις. Ἕνα αὐτό. Διαφωνοῦμε ἐπίσης καὶ σὲ κάτι ἄλλο: πολλὰ ἀπὸ τὰ δοκουμέντα ποὺ ἀναφέρονται στὸ ἄρθρο τοῦ κ. Γιοφύλλη, δὲν εἶναι δοκουμέντα χιουμοριστικὰ θαρρῶ· ἀλλὰ μερικὰ θἄπρεπε νὰ ὀνομασθοῦν μὲ τὸ ἄλλο ἐκεῖνο, ὄνομα, — θὰ τὸ βροῦμε, — καὶ μερικὰ πάλι θἄπρεπε νὰ βγοῦν ἔξω ἀπὸ κάθε ἔννοια κωμικοῦ ἢ γελοίου, γιατὶ μοῦ φαίνονται γραμμένα μὲ πολλὴ σοβαρότητα καὶ δύναμη.

Ἂς τὰ ποῦμε μὲ τὴ σειρά.

Ἂν διαβάσει κανείς, ὅλο τὸ ἄρθρο τοῦ κ. Γιοφύλλη, θὰ ἰδεῖ ὅτι, γιὰ νὰ χαρακτηρίσει μιὰ ὡρισμένη, — κι ἐκτεταμένη, — κατηγορία ποιημάτων τοῦ Καβάφης μεταχειρίζεται ἐν πρώτοις τὴ λέξι «χιοῦμορ», κατόπιν ὅμως καὶ αὐτὴν καὶ πολλὲς ἄλλες, — εἰρωνεία, σάτιρα, σατιρισμός, χλεύη, — ὡσὰν νὰ ἦταν συνώνυμες, ὡσὰν νὰ ἔλεγαν ὅλες περίπου τὸ ἴδιο πρᾶγμα.

Δὲν εἶναι. νομίζω, σωστό. Τὴν ποίηση τοῦ Καβάφη χαρακτηρίζει ἄκρα λεπτολογία· φαντάζεται λοιπὸν κανεὶς πόσο διπλασίως λεπτόλογοι καὶ ὀξυδερκεῖς πρέπει νὰ εἶναι οἱ κριτικοί της. Καὶ ἀφοῦ ἀπὸ τὴ γλῶσσα μας λείπει ἀκόμη ἕνα λεξικὸ συνωνύμων, ὅλος αὐτὸς ὁ κόπος πέφτει στὸν κριτικό.

Ὁμολογουμένως, ἐδῶ τὸ ξεχώρισμα τῶν ἐννοιῶν δὲν εἶναι καὶ πολὺ δύσκολο πρᾶγμα, ἀρκεῖ νἄχει κανεὶς τὴ διάθεση νὰ τὸ κάμει καὶ νὰ τὸ θεωρεῖ ἀναγκαῖο.

Κάθε τι, ποὺ δὲν εἶναι γραμμένο στὰ σοβαρά, ἐπεκράτησε νὰ τ’ ὀνομάζωμε σάτιρα. Στὴν εὐρεῖα της ἔννοια, αὐτὴ περιλαμβάνει καὶ ὅλες τις ἄλλες, τὴν εἰρωνεία, τὸ χιοῦμορ, τὸ «πνεῦμα»… Θὰ ἦταν λοιπὸν πιὸ σωστὸ ἄν τὴ γενικώτερη αὐτὴ λέξη ἐδιάλεγε γιὰ τίτλο τοῦ ἄρθρου του ὁ κριτικός, καὶ ἂν αὐτὴ ἐχρησιμοποιοῦσε γιὰ ν’ ἀντικαθιστᾶ τις ἄλλες.

Ἡ σάτιρα πάλι, στὴ στενή της ἔννοια, εἶναι τὸ σατιρικὸ ἐκεῖνο εἶδος ποὺ ἐδέθηκε μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰουβενάλη (γιατὶ ὄχι καὶ τοῦ Ἀριστοφάνη;) καὶ σημαίνει τὴν εἰρωνεία ποὺ γίνεται μὲ βιαιότητα καὶ γυμνή, σκληρὴ καὶ ὑπερβολική, μὲ τὸν ἀπώτερο σκοπὸ νὰ διορθώσει, ἢ τοὐλάχιστον νὰ μαστιγώσει ἕνα φαινόμενο καὶ πρὸ πάντων φαινόμενο κοινωνικό.

Ἀλλ’ ἔπειτα ἔχομε τὴν εἰρωνεία. Αὐτὴ πάλι εἶναι μερικότερο πρᾶγμα, διαφορετικό. Αὐτὴ ἐδέθηκε μὲ τ’ ὄνομα τοῦ Σωκράτη (σωκρατικὴ) καὶ ἐξ ἄλλου μὲ τῶν τραγικῶν (τραγική). Ἡ Σωκρατικὴ εἰρωνεία ἔχει κι’ αὐτὴ βέβαια σκοπὸ διδακτικό· ἀλλὰ εἶναι μετριοφρονέστερη καὶ μετριοπαθέστερη ἀπὸ τὴ σάτιρα: ἐπὶ τέλους, βρίσκει καὶ κάποιαν ἀξία στὸ θέμα ποὺ προσέχει, τὴν ἀξία τοῦ κωμικοῦ, τὴν πηγὴ τοῦ γέλοιου. Εἶναι πιὸ εὐπρεπής, κ’ ἐξ ἄλλου πιὸ φιλοσοφημένη, παρὰ ἡ σάτιρα· κ’ ἐξ αἰτίας μάλιστα τὴς φιλοσοφίας της ὑπάρχει κ’ ἡ μετριοπάθειά της. — Ὅσο γιὰ τὴν τραγικὴν εἰρωνεία, αὐτὴ εἶναι ἄλλο πρᾶγμα. Ὑπάρχει κι’ αὐτὴ στὸ ἔργο τοῦ Καβάφη· ἀλλ’ ὁ σκοπὸς αὑτοῦ τοῦ σημειώματος δὲν εἶναι παρὰ νὰ περιορισθεῖ ἀποκλειστικὰ στὸ ἄρθρο καὶ στὰ δοκουμέντα τοῦ κ. Γιοφύλλη, καὶ θὰ πηγαίναμε πολὺ μακρυὰ ἂν ἡθέλαμε ἀσχοληθεῖ καὶ μ’ αὐτὸ τὸ θέμα, ποὺ προτιμοῦμε ν’ ἀναπτύξωμε μὲ ἄλλην εὐκαιρία.

Ἔπειτα, ἔχομε τὸ «χιοῦμορ». Ξένη λέξη, ξένη ψυχικὴ διάθεση. «Τὸ χιοῦμορ — αὐτὸ τὸ παιδὶ τὴς μελαγχολίας», ἔλεγε κάποτε ὁ κ. Ζ. Παπαντωνίου, μιλώντας στὸν «Παρνασσὸ» γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη. Λοιπόν, ἂς ποῦμε πὼς καὶ τὸ χιοῦμορ αἰσθητοποιήθηκε γιὰ μᾶς στὸν Παπαδιαμάντη, — ἀφοῦ δὲν ὑπῆρξε καὶ δὲν ὠνομάσθηκε στὴν ἀρχαιότητα. Μὰ τὸ χιοῦμορ δὲν εἶναι εἰρωνεία, οὔτε σάτιρα! Αὐτὸ δά, τὸ χιοῦμορ, δύσκολα καταλαβαίνεις ἄν ἔχει καὶ τὸν ἐλάχιστο διδακτικὸ σκοπό. Νὰ μαστιγώση, νὰ ἐκδικηθῆ, νὰ διδάξη τὸ χιοῦμορ; ὄχι, φαίνεται ἀπίστευτο! Αὐτὸ εἶναι ἕνα παιγνίδι, μιὰ «φιλολογία» τὴς σάτιρας, ἕνα ἄκακο παιδί, ξέρω κ’ ἐγώ, μιὰ μελαγχολικὴ ποίηση τὴς καθημερινὴς ζωῆς, κι’ ἄν ἔχει κάποιο ἴχνος εἰρωνείας, ἡ εἰρωνεία του στρέφεται καθολικὰ στὰ ὑψηλότερα σημεῖα, στὴ μοῖρα, στὴν ἀνάγκη, στὴν ἐφήμερη διάρκεια τῶν πραγμάτων, στὸ θάνατο…

Τέλος, ἔχομε τὸ «πνεῦμα». Αὐτὸ πιὰ εἶναι μιὰ γυμναστικὴ τοῦ λογικοῦ, ἕνα ὅλως διόλου ἄσκοπο πρᾶγμα, ἂν μὴ κάπως κοσμικό, μιὰ ματαιοδοξία· κ’ ἐπειδὴ στὰ ποιήματα τοῦ Καβάφη δὲν ὑπάρχει καθόλου «πνεῦμα», εἶναι περιττὸ νὰ ποῦμε καὶ πιὸ πολλὰ γι’ αὐτὰ Αὐτά, ὅσο γιὰ τὴ διαφωνία μας μὲ τὸ πρῶτο σημεῖο τὴς κριτικῆς τοῦ κ. Γιοφύλλη.

Τώρα, ἂς ἔρθωμε στὸ δεύτερο

Αὐτὰ ὅλα — σάτιρα, εἰρωνεία, χιοῦμορ — ὑπάρχουν στὸ ἔργο τοῦ Καβάφη; καὶ πῶς θὰ διακρίνωμε τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο , καὶ σὲ ποιὰ ἀπὸ τὰ ποιήματα ποὺ παραθέτει ὁ κ. Γιοφύλλης βρίσκεται κάθ’ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κωμικοῦ;

Λοιπόν, κι’ αὐτὸ δὲν εἶναι δύσκολο νὰ τὸ βροῦμε. Νὰ ἐξετάσωμε πρῶτα γενικὰ τὸ πρᾶγμα, κ’ ὕστερα νὰ πάρωμε τὰ ποιήματα ἕνα πρὸς ἕνα.

Ἂς δοῦμε πρῶτα-πρῶτα τὸν χαρακτῆρα τοῦ ἔργου τοῦ ποιητοῦ. Λοιπόν, εἶν’ ἕνας χαρακτὴρ καταφατικός. Νομίζω πῶς ὁ κριτικὸς ποὺ θὰ ἐφανταζόταν τὸν ποιητὴ σὰν ἕνα εἴρωνα, πλανώμενον ἄσκοπα καὶ ἀμέθοδα μέσα στὴ ζωή, μέσα στὸ παρελθόν, μέσα στὴν ἱστορία, κ’ ἕτοιμον νὰ σατιρίση κάθε φορὰ ἕνα μεμονωμένο φαινόμενο ἢ ἄτομο, καὶ νὰ τὸ σατιρίση μόνο γιατὶ ἔτυχε αὐτὸς ὁ ποιητὴς νἄχη τὸ χάρισμα νὰ διακρίνη τὴν κωμικὴ πλευρὰ τῶν πραγμάτων, καὶ μόνο γι’ αὐτό, — νομίζω πὼς ὁ κριτικὸς ποὺ θὰ ἐσκεπτόταν ἔτσι, θἆχε ἀπατηθῆ. Περισσότερο κοντὰ στὴν ἀλήθεια θὰ ἦταν ἄλλος κριτικός, ποὺ θὰ ἐφανταζόταν τὸν ποιητὴ συντονισμένον μὲ τὴ μάζα τῶν ἀνθρώπων, ταὐτισμένον μὲ τὴν κοινὴ συνείδηση, ἐπιεικῆ, ἐνθαρρυντικόν, πολὺ σκεπτικιστὴν ὥστε νὰ θέλει νὰ διδάξει ἢ νὰ διορθώσει, πολὺ ἀνθρωπιστὴν ὥστε νὰ θέλει νὰ εἰρωνευθεῖ! Ὅλ’ αὐτὰ θέλω νὰ συγκεντρώσω, λέγοντας «καταφατικός». Δὲν ἔρχεται ἀντίξοος ὁ Καβάφης, οὔτε ἀντίθετος μὲ κανένα· ὅμως κάθε διακωμώδηση προϋποθέτει πάντα μιὰν ἀντίθεση, καὶ μάλιστα μιὰν ὑπεροχή! Τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀδύνατο νὰ εὐρωνευθῆ ὁ Καβάφης. Δὲ βρίσκει καμμιὰ βάση. Καμμιὰ δικαιολογία. Καμμιὰ δικαίωση. Ἀπὸ καμμιὰν ἄποψη δὲν θὰ τοῦ τὸ συγχωροῦσεν ἡ συνείδησίς του νὰ εἰρωνευθεῖ ἐκείνους ποὺ δὲν προκαλοῦν, ἀλλὰ πάσχουν, ἐκείνους ποὺ δὲν διαλαλοῦν, ἀλλὰ παλεύουν, — παλεύουν μὲ τοὺς ἄλλους, μὲ τὰ πάθη τους, μὲ τὶς φαντασίες τους, μὲ τὶς ἀπιστίες, τοὺς δισταγμούς.

Ἡ «Ἰουβενάλειος» λοιπὸν σάτιρα — ποὺ, ἐκτὸς ἀπ’ ὅλα τὰ παραπάνω, προϋποθέτει καὶ μιὰν ἀδιατάρακτη αἰσιοδοξία, — ἀπὸ τὰ ποιήματα τοῦ Καβάφη ἀποκλείεται ἐντελῶς.

Ἀλλὰ καὶ ἡ εἰρωνεία φαίνεται ἀσυμβίβαστη πρὸς μέγα μέρος τοῦ ἔργου του, καὶ συγκεκριμένα πρὸς πολλὰ ἀπὸ τὰ ποιήματα, ποὺ ὁ κ. Γιοφύλλης βάζει στὴν ὁμιλία του. Εἶναι ἀπαράδεκτο, εἶναι ἀδύνατο νὰ βρίσκεται εἰρωνεία, εἰρωνεία συνειδητή, δόλος στὸ «Ἕνας Γέρος» (σ. 174), στὴν «Ἀρρώστεια τοῦ Κλείτου» (σ. 177), στὸ «Περιμένοντας τοὺς Βαρβάρους» (σ. 178), στὸ «Ἀπὸ τὴν σχολὴν τοῦ περιωνύμου φιλοσόφου» (σ. 181).

Ἐπιμένω σ’ αὐτό, ὄχι μόνον ἀπὸ λόγους ἐσωτερικῆς ἐμβαθύνσεως, ὅπως οἱ προηγούμενοι, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ λόγους ποιητικῆς μορφῆς. Ἐννοῶ τοῦτο, ὅτι ἡ εἰρωνεία εἶναι ἀσυμβίβαστη μὲ τὴν ἀνάλυση, ποὺ καὶ στὰ τέσσερα αὐτὰ ποιήματα κάνει ὁ ποιητής. (Αὐτὸ εἶναι φαινόμενο καθαρὰ μορφικό). Ἡ εἰρωνεία εἶναι σύνθεση. Ἀντικειμενισμός, ἐξωτερικὸ φαινόμενο, πρᾶξις. Δὲν εἰσδύει ὁ σατιρικὸς ποιητὴς μέσα στὴν ψυχὴ τῶν προσώπων του — καὶ τοῦτο, ἄ! τοῦτο γιατὶ πάντα θὰ εὕρισκε μιὰ δικαίωση γι’ αὐτοὺς καὶ μιὰ συγγνώμην.. Ὅ σατιρικὸς ποιητὴς προτιμᾶ νὰ παρουσιάσει τύπους συγκροτημένους, πράξεις ἕτοιμες, γιατὶ ἀλλοιῶς χάνεται ὁ σκοπός του… Λοιπὸν τὸ ξαναλέω, καὶ μοῦ φαίνεται ἀναμφισβήτητο, ὅτι, ὅπου ἀντικρύζομε ἀνάλυση, ἐκεῖ πρέπει ν’ ἀποκλείσωμε καὶ τὴ σάτιρα, καὶ τὴν ειρωνεία. Λίγο πιὸ κάτω, θὰ προσπαθήσω νὰ τὸ ἐπαληθεύσω καὶ ἀντιστρόφως.

— Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν καθόλου, πουθενά, εἰρωνεία στοὺς στίχους τοῦ Καβάφη:

Ὀλιγώτερη πάντα ἀπ’ ὅσο νομίζει κανείς. Σύμφωνα μ’ ὅσα εἴπαμε πρίν, ὁ Καβάφης εἰρωνεύεται ἐκείνους, μόνο ἐκείνους ποὺ ἔρχονται μόνοι τους ἀντίθετοι πρὸς τὴν κοινὴ συνείδηση, ποὺ κομπάζουν μόνοι τους γιὰ τὴν ὑπεροχή τους, ἐπὶ τέλους ἐκείνους ποὺ ἀκριβῶς εἶναι ἕτοιμοι νὰ εἰρωνευθοῦν τοὺς ἄλλους Αὐτούς, ἀποκλειστικά. Ἀπὸ τὰ ποιήματα ποὺ παραθέτει ὁ κ. Γιοφύλλης, μόνον δυὸ ἐκπληρώνουν αὐτὸν τὸν ὅρο: ὁ «Βυζαντινὸς ἄρχων ἐξόριστος στιχουργῶν» (σ. 175) καὶ ὁ περίφημος «Φιλέλλην». (σ. 182). Κ’ ἐδῶ, πάλι, ἡ εἰρωνεία φαίνεται καὶ στὴ μορφή: δὲν ὑπάρχει ἀνάλυση ἐδῶ, ἀλλὰ σύνθεση. Δὲν μιλεῖ ὁ ποιητής: μιλεῖ ὁ βυζαντινὸς ἐξόριστος, μιλεῖ ὁ Φιλέλλην. Ἂς προσθέσωμε καὶ τὸ «Ἐν δήμῳ τὴς Μικρᾶς Ἀσίας», (σ. 177) ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο, ἀπὸ ἄποψη μορφῆς.

Ἐδῶ ὅμως χρωστῶ νὰ σημειώσω μιὰν ἐξαίρεση, καὶ μάλιστα δυὸ ἐξαιρέσεις. Ἀλλ’ εἶναι αὐτὲς ἀκριβῶς οἱ δυὸ ἢ τρεῖς ὅλες ἐξαιρέσεις, ποὺ ὑπάρχουν στὸ ἔργο τοῦ Καβάφη, ποὺ καὶ ἄλλοτε τὶς ἐσημείωσα μὲ ἄλλην εὐκαιρία, καὶ ὅπου ἡ μορφή, — ἀναλυτική, — δὲν συμβιβάζεται μὲ τὸ νόημα, ἐκ προθέσεως εἰρωνικό Αὐτὲς οἱ ἐξαιρέσεις εἶναι ὁ «Ἡγεμών ἐκ Δυτικῆς Λιβύης» (σ. 183) καὶ ὁ ἀποτυχημένος ἁρματοδρόμος τῆς σ. 180. — Εἶναι, πάντα, ἐξαιρέσεις.

Ἐκτὸς τῶν γενικῶν γραμμῶν καὶ τὴς μορφῆς, θὰ ἐπρόσθετα καὶ ὅτι γνώρισμα εἰρωνικῆς προθέσεως εἶναι σ’ ἕνα ποίημα καὶ ἡ γλῶσσα. Εἶναι μιὰ γλωσσικῶς πολὺ ψυχολογημένη παρατήρηση, ποὺ κάνει ὁ κ. Α. Πάλλης στὴ συνομιλία του μὲ τὸν Μωρεὰς (ὑπάρχει στὰ «Κούφια Καρύδια») ὅτι γιὰ τὴν εἰρωνεία προσφέρεται ἀμέσως ἡ καθαρεύουσα, καὶ μὲ τρόπο ἴσως ἀναντικατάστατο. Καὶ πολὺ φυσικά: γιὰ τὴ Σάτιρα, ποὺ ἔχει καὶ βία καὶ πάθος καὶ σκοπὸ, προχειρότερη ἔρχεται ἡ δημοτική· γιὰ τὴν Εἰρωνεία ὅμως, ποὺ εἶναι ἀριστοκρατικώτερη καὶ ποὺ δὲ θέλει ἀναφανδὸν νὰ «προσβάλει», ἡ καθαρεύουσα, — ἡ ἐπίσημη, ἡ πομπικὴ γλῶσσα — εἶναι σὰ μιὰν ἀσπίδα, σὰ μιὰ προσωπίδα: θέλει ν’ ἀπατήσει, φαινομενικά, ὅτι τάχα τὰ πράγματα εἶναι, βέβαια, τόσο σπουδαῖα, ὅσο τὰ φαντάζεται ὁ σατιριζόμενος: αὐτὴ εἶναι ἡ σημασία τῆς καθαρεύουσας, γιατὶ τὸ νόημα τὸ πραγματικὸ τὸ ἐννοεῖ μόνον ἕνας τρίτος: Εἰρωνεία δὲν ὑπάρχει χωρὶς τρίτους, χωρὶς ἀκροατές. Ὁ σατιριζόμενος ἀπομένει στὴν πλάνη του, κι’ ἡ καθαρεύουσα αὐτὸ σκοπεύει.

Ἀλλὰ στὸ ἔργο τοῦ Καβάφη δὲν ὑπάρχει ρητὴ καὶ ἀνεξαίρετη ἐφορμογὴ αὑτοῦ τοῦ κανόνος. Λείπει ἔξαφνα καὶ ἀπὸ τοὺς «Πρέσβεις ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια» (σ. 179) καὶ ἀπὸ τὸν «Φιλέλληνα», ὅπου θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει. Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἡ γλῶσσα δὲν εἶναι ἄσφαλτο γνώρισμα γιὰ τὴ σάτιρα τοῦ Καβάφη. Θὰ ἔπρεπε μᾶλλον νὰ μιλήσωμε γιὰ τὸ «ὕφος», — ἕνα ὕφος ὅμως ποὺ γίνεται, συχνά, μὲ τὴν ἀνάμιξη τῶν δυὸ γλωσσῶν, τῆς καθαρεύουσας καὶ τῆς δημοτικῆς. Ἀλλὰ κι’ αὐτὸ ποικίλλει κ’ εἶναι γνώρισμα κάθε φορὰ διαφορετικό, κ’ ἐξ ἄλλου τόσο ἀμφίβολο, τόσο ὑποκειμενικό!

— Μιλήσαμε γιὰ τὴν σάτιρα καὶ γιὰ τὴν εἰρωνεία. Χιοῦμορ ἔχει ὁ Καβάφης; Δὲν ἠμπορῶ κ’ ἐδῶ νὰ συμφωνήσω στὴν ἐκλογὴ τὴς λέξεως, παρὰ κατὰ προσέγγιση. Καθώς εἶπα καὶ στὴν ἀρχή, πιστεύω πὼς ἡ ποίηση τοῦ Καβάφη ἔχει κυριώτατα χαρακτῆρα καταφατικό· κ’ ἔτσι, θὰ προτιμοῦσα, καὶ πάλι κατὰ προσέγγιση,— γιατὶ ὁ ὅρος πρέπει νὰ ἐλαφρωθεῖ ἀπ’ ὅλη τὴν τραγικὴ ἐπισημότητά του, — νὰ ἔβλεπα τὴ λέξη οἶκτος.

Ζωηρότατος ἐκδηλώνεται αὐτὸς ὁ οἶκτος καὶ ἐντελῶς ἄδολος στὸ «Ἕνας Γέρος» ποὺ ἡ θέση του εἶναι ὁλότελα ξένη πρὸς σατιρικὰ ποιήματα· ἐλαφρότερος στὴ «Σχολὴ τοῦ περιωνύμου φιλοσόφου»· κ’ ἐλαφρότατος μόλις αἰσθητὸς στὴν «Ἀρρώστια τοῦ Κλείτου». Οἱ δυὸ βέβαια τελευταῖες της γραμμὲς — ποιὸς τὶς ἐκφράζει; ὁ ποιητής; ἡ ὑποσυνείδητη ἀμφιβολία τὴς αἰγύπτιας θεραπαινίδας; δὲν φαίνεται καθαρὰ —εἶναι γραμμένες μὲ χιοῦμορ. Ὅμως ὀλίγα τέτοια σημεῖα καθαρά, διαυγῆ ὑπάρχουν μέσα στὸ ἔργο τοῦ ποιητοῦ.

— Στὸ τέλος, συμπτωματικά, ἂς ἐξετάσωμε τὰ ἀποσπάσματα ποὺ ἀπομένουν. Σ’ αὐτά, ὁ κ. Γιοφύλλης ἂς μοῦ ἐπιτρέψει νὰ νομίζω ὅτι παρεξηγεῖ. Αὐτά, πιστεύω νὰ εἶναι ξένα πρὸς κάθε ἔννοια κωμικοῦ, ἀλλὰ καὶ οἴκτου.

Τὸ «Περιμένοντας τοὺς Βαρβάρους» πρῶτα-πρῶτα — Ἐγράφηκαν καὶ εἰπώθηκαν πολλὰ ἀπὸ πολλοὺς γιὰ τὸν διάφανο τὸν μεγαλόπρεπο, τὸν κλασσικὸ συμβολισμὸ τῶν «Βαρβάρων», ὥστε εἶναι ἀδύνατο ὁ κ. Γιοφύλλης νὰ μὴ τἄχει διαβάσει, ἢ νὰ μὴ τἄχει προσέξει. Φαίνεται ὅμως ὅτι διαφωνεῖ. Προτιμᾶ νὰ βλέπει τὸ ποίημα μ’ ἕναν σμικρυντικὸ φακό. «Ἄπραγοι, δειλοὶ καὶ γελοῖοι, λέγει, προσμένουν ὅλοι, ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα ὡς τὸν τελευταῖο ὑπήκοό του νἄρθουν οἱ βάρβαροι νὰ τοὺς καταχτήσουν». — Ὁ κ Γιοφύλλης πρῶτα-πρῶτα, πηδᾶ ἀμέσως τρεῖς ἔννοιες, ποὺ ἔχουν μεγάλην ἀπόσταση ἀνάμεσό τους: ὁ ἄπραγος ἀπέχει ἀπὸ τὸν δειλό, κι’ ὁ ἄπραγος ἀπέχει ἀπὸ τὸν γελοῖο! Ἔπειτα, ἂς παραδεχθοῦμε καὶ τοῦτο. Ἀλλὰ ἔως ἐδῶ δὲν ἐξαντλεῖται, παρὰ ἕνα μέρος τοῦ νοήματος· μὰ ἐκτείνεται ὕστερα πολὺ μακρύτερα! .. . Ὁ κ. Γιοφύλλης, χωρὶς περιφράσεις, θαρρῶ πὼς ἔχει ἄδικο.

Μὲ τὸν ἴδιο σμικρυντικό, μικρόψυχο φακὸ παρατηρεῖ ὁ κ. Γιοφύλλης καὶ τὸ ποίημα «Στὸ διπλανὸ τραπέζι». Ἐδῶ ἡ παρεξήγηση μοῦ φαίνεται ἐντονώτερη. Καταντᾶ νὰ μοιάζει γιὰ μομφὴ ἐναντίον τοῦ Καβάφη, νὰ τὸν ὑποπτευθεῖ κανεὶς ἄξιο γιὰ τέτοιες πρόστυχες κοινοτοπίες. — Ἕνας νέος ποὺ κρύβει τάχα τὰ χρόνια του, κ’ ἕνας ἄλλος, σύγχρονός του, ποὺ τ’ ἀποκαλύπτει; Καὶ τόσο μόνο; καὶ τίποτ’ ἄλλο; τίποτα πιὸ πολύ; Ὄχι, θαρρῶ πὼς κ’ ἐδῶ ὁ κ. Γιοφύλλης παρασύρεται ἀπὸ τὴ κεκτημένη ταχύτητα Ἂν ἔχει τὸ ποίημα μιὰν ἰδέα, κι’ ἂν δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ σύγχιση μνημονικοῦ, μιὰ μνήμη αἰσθητοποιημένη πάνω σ’ ἕνα παρόμοιο φαινόμενο, — σπάνια τάχα συμβαίνει τοῦτο στὴ ζωή; — ἕνας ρεμβασμός, μιὰ ἀχαλίνωτη ψευδαίσθηση, — τότε θέλει, χωρὶς ἄλλο, νὰ συμβολίσει τὴν αἰωνιότητα τοῦ ὑλικοῦ κάλλους, τὴν ἀνοζωογόνησή του, τὴ διατήρησή του, τὴν ἀναγέννησή του καὶ τὴν ἀπαραμείωτη διάρκεια, τὴν ὥρα ποὺ τριγύρω του οἱ φθαρτοὶ ἄνθρωποι, οἱ φθαρτοὶ φορεῖς του ἢ οἱ φθαρτοὶ θεατές του, τὸ παράδωσαν πιὰ στοὺς νερτέρους κι’ αὐτοὶ δὲν ἔχουν καμμιὰ σχέση μ’ αὐτό…

Ὀλίγα λόγια ἀκόμη καὶ γιὰ τὸ ὑπόλοιπο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ «Ὡραῖα λουλούδια κι’ ἄσπρα»… Μόνος του ἐδῶ ὁ κ. Γιοφύλλης λέει τὸ ποίημα τραγικό, ὅπως εἶναι. Καὶ ὅμως προσθέτει: ὁ Καβάφης «ἀνακατεύει μ’ ἕναν εἰρωνικὸ τρόπο τὸ αἴσθημα μὲ τὰ πιὸ πρόστυχα παζάρια.»

Τίποτε! Ὁ κ. Γιοφύλλης καλὰ ἐχαρακτήρισε τὸ ποίημα τραγικό. Εἶναι τόσο ἔντονος ὁ τραγικός του πόνος, ποὺ καμμιὰ ἄλλη λεπτομέρεια δὲν ἔπρεπε νὰ προσεχτεῖ, ν’ ἀπομονωθεῖ· ὅλες εἶναι παρεκβατικές, ὑποτελεῖς, καθόλου ἀνεξάρτητες. σπανίως ὁ Καβάφης ἔγραψε σὲ τόσο θρηνώδη τόνο, ποὺ τὸν ἐπιτείνει μάλιστα ἡ δυνατὴ τομὴ τοῦ κάθε στίχου κι’ ὁ ὀξύτονος συχνὸς τονισμός. — Μιὰ συνείδηση χαμένη μέσα σ’ ἕναν κοσμοπολιτισμό· ἕνα ἀνθρώπινο πλάσμα ἐξευτελισμένο ἀπ’ τὴν πρόωρη φτώχεια· μόλις θαμποβλέπει στὸν κόσμο κάτι· θέλει προπάντων νὰ ζήσει, νὰ τραφεῖ, νὰ συντηρηθεῖ… τὰ ἐμπορεύεται ὅλα… ἔχει ἕνα ἀπεγνωσμένο ἀκαταλόγιστο…

«Ὁ «ἄλλος» ἦταν ψεύτης, παλιόπαιδο σωστό·
μιὰ φορεσιὰ μονάχα τοῦ εἶχε κάμει, καὶ
μὲ τὸ στανιὸ καὶ τούτην, μὲ χίλια παρακάλια».

Ν’ ἀρκεσθῆ σὲ μιὰν εἰρωνεία ἁπλῶς, ἀπέναντι στὸ φριχτότερο κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου; ἀπέναντι στὴν ἐξευτέλιση τῶν πραγμάτων ἐκείνων, ποὺ γιὰ τὴν ποίηση τοῦ Καβάφη εἶναι τὰ πιὸ ἱερά, τὰ πιὸ περίλαμπρα; Ὤ, μὰ θὰ ἦταν πολὺ λίγο! πολὺ λίγο! Καὶ δὲν θὰ προσπαθήσω νὰ συνεχίσω τὴν ἀπόδειξη μὲ ἀναλύσεις καὶ συλλογισμούς. Θὰ παραθέσω μόνο τὴ συνέχεια τοῦ ποιήματος, γιατί, γιὰ τὶς δυνάμεις μου, θεωρῶ ἀδύνατη κάθε ἐξήγηση, κάθε ἀνάπτυξη τοῦ πρωτοτύπου. Θὰ πῶ μόνο ὅτι βρίσκεται ἐδῶ ἀπαράμιλλα ἀποκρυσταλλωμένη ἡ πιὸ τρυφερή, ἡ πιὸ λυρική, ἡ πιὸ σύνθετη, ἡ πιὸ ἀνθρώπινη αἴσθηση τοῦ πόνου· ἐκεῖνος ὁ ἐλάσσων τόνος τοῦ μοιρολογιοῦ· τὰ σιγαλὰ δάκρυα, ἡ πιὸ βαθειά, ἡ πιὸ ὁλοκληρωτικὴ εἰσχώρηση τοῦ πένθους μέσα στὴν καρδιά, ἡ πιὸ ἀκέραια αἴσθηση τοῦ θανάτου συνδεδεμένου μὲ τὴν ὑλική, κι’ ὄχι τὴ μεταφυσικὴ ζωή, — ἀντίκρυ στὴν ἀπερίγραπτη συγγνώμη τοῦ νεκροῦ, ποὺ κοίτεται μέσα στὸ χριστιανικὸ φέρετρο :

«Μὰ τώρα πιὰ δὲν θέλει μήτε τὲς φορεσιές,
καὶ μήτε διόλου τὰ μεταξωτὰ μαντήλια,
καὶ μήτε εἴκοσι λίρες, καὶ μήτε εἴκοσι γρόσια

Τὴν Κυριακὴ τὸν θάψαν, στὲς δέκα τὸ πρωΐ
Τὴν Κυριακὴ τὸν θάψαν: πάει ἑβδομὰς σχεδόν.

Στὴν πτωχικὴ του κάσα τοῦ ἔβαλε λουλούδια,
ὡραῖα λουλούδια κι ἄσπρα ὡς ταίριαζαν πολὺ
στὴν ἐμορφιά του καὶ στὰ εἴκοσι δυό του χρόνια.

Ὅταν τὸ βράδυ ἐπῆγεν — ἔτυχε μιὰ δουλειά,
μιὰ ἀνάγκη τοῦ ψωμιοῦ του — στὸ καφενεῖον ὅπου
ἐπήγαιναν μαζί: μαχαῖρι στὴν καρδιά του
τὸ μαῦρο καφενεῖο ὅπου ἐπήγαιναν μαζί.»

 

 

Συγγραφέας: Τέλλος Άγρας
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη Τεύχος 9-10, Χρονιά Δ΄ (Οκτώβριος 1930)
Πίνακας: Νίκος Εγγονόπουλος

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.