Εμείς, όμως, διαβάζουμε για την απόλαυση της ανάγνωσης, διαβάζουμε για τις αναλογίες που ανακαλύπτουμε μέσα μας, για τη μαγεία της φράσης και το βάθος του στοχασμού. Διαβάζουμε γυρεύοντας έναν τόπο να ζήσουμε. Διαβάζουμε γιατί κάθε επόμενη φράση, κάθε επόμενη παράγραφος είναι ένα άλμα στο κενό ή ένα βύθισμα στην ουτοπία που διακαώς νοσταλγούμε. Το Βιβλίο της Ανησυχίας του Πεσσόα, το Ζωή: οδηγίες χρήσεως του Περέκ, η Δίκη του Κάφκα, Το Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν, το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας του Σελίν θα μπορούσαν να μην τελειώνουν ποτέ. Γιατί έτσι διαβάζουμε τα βιβλία που αγαπάμε: σαν να μην τελειώνουν ποτέ.
********************************
Μιλάω για βιβλία που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα μέσα μας, που λέει ο Κάφκα, (ο οποίος έχει γράψει δυο τρία από αυτά). Για βιβλία που έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τη ζωή του αναγνώστη τους. Το έχουμε ζήσει οι περισσότεροι στα χρόνια της εφηβείας μας· έτσι γίναμε αυτό που είμαστε. Το ξαναζήσαμε, ίσως, κι αργότερα μια δυο φορές. Κι αν δεν αλλάξαμε τη ζωή μας εξαιτίας ενός βιβλίου, άλλαξε όμως ο τρόπος που βλέπουμε τη ζωή ή ο τρόπος που βλέπουμε τις γυναίκες, ο τρόπος που ξυπνάμε το πρωί, ο τρόπος που διαβάζουμε τα υπόλοιπα βιβλία μας, ο τρόπος που ντυνόμαστε.
********************************
Είναι στ’ αλήθεια εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο το δανεισμένο βιβλίο, που στην αρχή μένει μοναχικό επάνω στο κομοδίνο ή παράμερα στο γραφείο, μακριά από τους υπόλοιπους τόμους της άγνωστης βιβλιοθήκης, τρυπώνει, σιγά σιγά, ανάμεσα σε αυτούς και σε λίγο δεν ξεχωρίζει πια ως ξένο σώμα ούτε καν σε αυτά τα μάτια του ευεργετηθέντος νέου κατόχου του. Και είναι, παρομοίως, εκπληκτική η λανθάνουσα δύναμη που αποδεσμεύεται από τις σελίδες και το εξώφυλλο οποιουδήποτε βιβλίου τη στιγμή που, υφιστάμενο δανεισμό, αλλάζει χέρια· δύναμη η οποία μεταμορφώνει ακόμη και έμπιστους φίλους και αναγνώστες υπεράνω κάθε υποψίας σε καταχραστές ξένης περιουσίας.
Στην αρχή κρατάμε το δανεισμένο βιβλίο σε κοινή θέα (ακουμπισμένο δίπλα στην αγαπημένη μας πολυθρόνα, όπου συνήθως διαβάζουμε, ή, ίσως, στο τραπέζι της κουζίνας μαζί με τα ένθετα των κυριακάτικων εφημερίδων που προορίζονται για άμεση ανάγνωση), πολύ γρήγορα άλλα ένθετα και άλλα βιβλία θα προστεθούν στην ίδια στοίβα η οποία αναπόφευκτα θα μεταφερθεί, κάποια στιγμή, αυτούσια στο γραφείο ή σε κάποιο χαμηλό ντουλάπι ή θα τοποθετηθεί στα ράφια της βιβλιοθήκης – το δανεισμένο βιβλίο θα έχει ήδη συγχωνευτεί, τόσο στη συνείδησή μας όσο και στην πράξη, με τα υπόλοιπα και όταν, ύστερα από καιρό, θα το πιάσουμε πάλι στα χέρια μας, κανένα σημάδι πάνω του δεν θα μαρτυρά την προέλευσή του. Απορημένοι και ενοχλημένοι για τη λανθασμένη τοποθέτησή του (ένα μυθιστόρημα του Καλβίνο ανάμεσα στη βιογραφία της Αχμάτοβα και στα ποιήματα του Μαγιακόφσκι!), θα το τακτοποιήσουμε πια στην οριστική του θέση, κάνοντας, ίσως, τη σκέψη ότι μπορεί το βιβλίο αυτό να ενδιέφερε εκείνον τον φίλο μας που, τώρα το συνειδητοποιούμε, έχει μήνες να μας τηλεφωνήσει – τι να τον έχει πειράξει άραγε;
Ο έμπειρος βιβλιόφιλος έχοντας ιδίαν πικρή πείρα του γεγονότος, και από τη δεινή θέση του δανειστή αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, και από αυτήν του δανεισθέντος, αποφεύγει συστηματικά να βρεθεί αντιμέτωπος με οποιοδήποτε αίτημα για δανεισμό βιβλίου από την προσωπική του βιβλιοθήκη, αποθαρρύνοντας επιδέξια, με τυχαίες πυκνές νύξεις κατά τη συζήτηση, κάθε επίδοξο σφετεριστή. Φέρνοντας, ας πούμε, την κουβέντα σε κοινό φίλο, που έχει καιρό να δώσει σημεία ζωής, μπορεί τάχα να υποθέσει ότι έχει εξαφανιστεί από φόβο ή ντροπή, επειδή άργησε να του επιστρέψει ένα δανεισμένο βιβλίο ή μπορεί, με την ίδια αφορμή, να διατυπώσει, χαμογελώντας διφορούμενα, απειλές για τη σωματική του ακεραιότητα, σε περίπτωση που καθυστερήσει λίγο ακόμη να επιστρέψει με το εν λόγω βιβλίο ανά χείρας (τακτική αρκούντως αποτελεσματική, στις περισσότερες περιπτώσεις).
Άλλοι βιβλιόφιλοι, τρομοκρατημένοι και μόνο από την προοπτική ενός ανάλογου αιτήματος και γι’ αυτό υπέρμετρα προνοητικοί, κρύβουν επιμελώς τη βιβλιοθήκη τους από τα μάτια των επισκεπτών τους ή ακόμη αποσιωπούν παντελώς την ενασχόλησή τους με την τέχνη της συλλογής και της ανάγνωσης βιβλίων, υποδυόμενοι διάφορους άλλους ρόλους, τους μανιώδεις συλλέκτες γραμματοσήμων, για παράδειγμα, τους ποδοσφαιρόφιλους ή τους πιστούς της σαϊεντολογίας.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου, Το εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη
Πίνακας: Jonathan Wolstenholme