Από όλο του το έργο που προσποιείται πως το κοιτάζει ακατάδεχτα, ο Μπόρχες αγαπά κυρίως την ποίησή του. Γιατί μπορεί να την απαγγέλλει στον εαυτό του· είναι κάτι που δεν γίνεται με τα πεζά του, τυφλός όπως είναι. Και η ποίησή του έχει κάτι από έναν Γκονγκορά κι έναν Βαλερύ του καιρού μας.
Εδώ και δεκατέσσερα περίπου χρόνια, ρώτησα μια μέρα τον Μπόρχες γιατί, αφού λίγο πολύ είχε εγκαταλείψει —ή παραμελήσει— την ποίηση, ξαναγυρνούσε σ’ αυτήν με κάποια επαυξημένη όρεξη. Μου απάντησε: «Χάνω το φως μου και μου τυχαίνει να θέλω να ξαναδιαβάσω κάτι δικό του, να το ξαναδιορθώσω, ν’ αντιμετωπίσω ξανά ένα δικό μου κείμενο που να μπορώ είτε να το ταλαιπωρήσω είτε, αντίθετα, να το θαυμάσω. Αυτή η άσκηση ναρκισσισμού δύσκολα εφαρμόζεται σε πεζό κείμενο. Την ποίηση την συγκρατεί κανείς πιο εύκολα. Γράφω λοιπόν ποίηση και την απαγγέλλω στον εαυτό μου: την αποστηθίζω και την χαίρομαι πιο πολύ από το πεζό». Πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε πως αν στα νιάτα του η ποίηση ήταν μια από τις μορφές της τέχνης του, με άνισα αποτελέσματα, μετά τα εξήντα του γίνεται μια από τις πιο συγκινησιακές και αναμφισβήτητες εκφράσεις του τρόπου του. Δεν μας αφηγείται ιστορίες αέναης σχετικότητας μέσα απ’ αυτήν· πρόκειται για εξομολογήσεις γύρω από τη φθορά και το μεγαλείο αυτής της σχετικότητας που τη δοκιμάζει στον εαυτό του πια, με μια παραδοσιακή μορφή που όλο την ξαναρχίζει και την τελειοποιεί.
Δεν βρίσκουμε κλειδιά —μήτε κλειδωνιές— στα ποιήματα του Μπόρχες, αλλά αρμαθιές αναρίθμητες από κλειδιά που μερικές θυμίζουν παγίδες, κι άλλα παιχνίδια, που ανοίγουν πόρτες αέρινες όσο και απατηλές. Σε καθεμιά από τις τρεις πιο γνωστές συλλογές του ποιητικού του έργου, μπορούμε ν’ αντλήσουμε κομμάτια που εξηγούν τί είναι ο ίδιος και τί γράφει, πεζό ή στίχους έτσι που τα ποιήματά του δείχνουν να μοιάζουν με συνταγές πεζών του (θα του άρεσε σίγουρα αυτή η παραδοξολογία). Στους στίχους του, τους λιγότερο περίπλοκους, τους πιο φυσικούς, τους πιο αυθόρμητους, μας λεει πως τίποτα δεν δίνεται μια για πάντα, ούτε με σιγουριά, όσο κι αν το νομίζουμε· σαν να θέλει να τονίσει καλύτερα πόσο δεν υποφέρει τη σαφήνεια, την επιλογή και την ευκολία:
«Λίγο πριν το ψυχοράγημα
η κόλαση και η δόξα μας δίνονται
είναι αυτή τη στιγμή εδώ, στο Μπουένος Άιρες
αυτή την πόλη που για το ξένο του όνειρού μου
—τον ξένο που ήμουν κάτω από άλλα άστρα—
είναι μια συνέχεια από αβέβαιες εικόνες
πλασμένες για τη λήθη».
Αυτό το απόσπασμα, με την αθωότητα και τη γαλήνη του, χαρακτηρίζει ό,τι μπορεί να σκέφτεται ο Μπόρχες, όχι μόνο για τον άνθρωπο μέσα στην ταλαίπωρη ψυχολογία του, αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό, απεικονίζοντας το πιθανό κι όχι το πραγματικό, το ονειρευτό κι όχι το βίωμα. Διάδοχος τόσο του Κάφκα όσο και του Πιραντέλλο, είναι με τον τρόπο του ένας υπαρξιστής της άρνησης, που δεν ικανοποιείται ούτε από την κλασσική —κάπως— απελπισία του υπαρξισμού, ούτε από την κατάσταση της απόγνωσης που ακολουθεί. Ακόμα περισσότερο, δουλειά του δεν είναι ούτε η αυταπάτη, ούτε ο μύθος ή η φτηνή διαφυγή. Επωμίζεται τις αντιφάσεις του, τις περιπαίζει και παραμένει —σαν Φερνάντο Πεσόα, έναν άλλο από τους πνευματικούς του προγόνους— για πάντα τραυματισμένος.
Ο Μπόρχες ωστόσο έχει τα θεραπευτικά του μέσα: πρώτα πρώτα ένα πολύ επιμελημένο και σχολαστικό παραλήρημα της ψεύτικης ταυτότητας που με κάθε τρόπο υποκαθιστά την πραγματική. Η μεταμφίεση, η απουσία και το λάθος, για ό,τι αφορά τους άλλους και τον ίδιο, γίνονται μόνιμες καταστάσεις: αυτό είναι πολύ πιο εντυπωσιακό στα ποιήματά του απ’ ότι στα πεζά του. Θα μπορούσαμε μάλιστα να προτείνουμε την παρακάτω άποψη: Ας υποθέσουμε πως ο Ζεράρ ντε Νερβάλ, θύμα μιας παθολογικής κατάστασης, έγραψε, χωρίς να το έχει καταλάβει καλά καλά, το σονέτο «El Desdichado»· ο Μπόρχες, αντίθετα, ξαναζώντας ψυχρά την ίδια παραίσθηση, την μετατρέπει σε αρχή της φιλοσοφίας του· γι’ αυτόν σημασία έχει, πριν απ’ όλα να είναι ο στερημένος, ο απαρηγόρητος, ο θλιμμένος, έστω κι αν αυτό πληρώνεται με μια διανοητική αλλοτρίωση που τον ξεγελά αδιάκοπα με τους πιο απρόβλεπτους τρόπους· ένα μόνο απαιτεί: να ξαναγίνεται, κάθε φορά, ο απόλυτος κύριος αυτής της κατάστασης:
«Νομίζω πως ακούω απόμακρους ήχους να παραδέρνουν,
Άτακτες αναχωρήσεις μέσα σ’ ομιχλιασμένη ανατολή·
Ένα πλήθος με ξεχνά αφού μ’ αγάπησε
Ιδού ο χρόνος, το διάστημα και ο Μπόρχες που με παρατούν».
Ένας Γκόνγκορα, ένας Βαλερύ του καιρού μας, όσο αναζητά μια τελειότητα μορφής, το αντίθετο από τους παράφορους και ορμητικούς μεγάλους ισπανούς ποιητές, σαν τον Νερούντα. Ο Μπόρχες υποχρεώνει τον εαυτό του να βλέπει τις ίδιες του τις ψυχώσεις σαν ένα καλλιτεχνικό και εξαίσιο παιχνίδι. Όσο περισσότερο αμφιβάλλει για το αξιόπιστο των αποδείξεων, όποιες κι αν είναι αυτές, τόσο φροντίζει να μας χαρίζει τις άπειρες αναλαμπές τους. Η ασυγχώρητη διάλυση, όπου οι μάσκες όχι μόνο κρύβουν την αλήθεια, αλλά σιγά σιγά την αντικαθιστούν· δεν πρέπει ουσιαστικά να υπάρχει ούτε τελειωτικό πρόσωπο, ούτε συναίσθημα που ν’ αποκτάται χωρίς συζήτηση, αφού το γιατί και το πώς, αναλλοίωτα για πάντα, παρουσιάζονται σαν οι πιο υγιείς εγγυήσεις για μια αδιάκοπη ενδοσκόπηση:
«Εγώ που είμαι το Είμαι, το Ήμουνα και το Θα είμαι
καταδέχομαι ακόμα τη γλώσσα
που είναι χρόνος διαδοχικός και έμβλημα».
Θα ήταν αστείο ν’ αρχίσουμε να αμφιβάλλουμε:
Ο Μπόρχες, ο πιο βαθύς και ο πιο εξαίσια απελπισμένος —αυτός είναι ο ισπανικός αταβισμός του— βρίσκεται μέσα στα ποιήματά του πιο πολύ ακόμα από ό,τι στα πεζά του. Αυτό το μυαλό, όποτε θέλει, αποχωρίζεται ή ξαναβρίσκει τον εαυτό του μ’ ένα σωρό τεχνάσματα· και αφού απαλλαγεί από τους νόμους του αφηγηματικού λόγου, ξεχωρίζει μέσα στη λάμψη εκείνου που δεν θέλει να είναι καθόλου, αλλά που είναι ουσιαστικά: μια ρώσικη ρουλέτα από ομοιώματα που από την πιο τρυφερή του νεότητα πήραν τη θέση της πραγματικότητας.
Φτάνει να διαβάσουμε την «Ποιητική τέχνη» του:
«Να σκύβεις πάνω στο ποτάμι, που είναι από χρόνο και νερό.
Και να λες πως ο χρόνος είναι κι αυτός με τη σειρά του ένα ποτάμι,
Αφού χανόμαστε σαν το ποτάμι που χάνεται
Και περνά ένα πρόσωπο σαν περαστικό νερό.»
«Να δοκιμάζεις την αγρύπνια σαν έναν άλλο ύπνο
Που ονειρεύεται χωρίς όνειρα και πως ο θάνατος
Που φοβάται το σώμα είναι αυτός ο ίδιος ο θάνατος
Της μιας και της άλλης νύχτας που ονομάζουμε ύπνο.»
«Να βρίσκεις μέσα στη μέρα ή τη χρονιά ένα σύμβολο
Κάθε μέρας, κάθε μήνα του ανθρώπου ή κι όλων του των χρόνων
Και ωστόσο να πλάθεις από την προσβολή των χρόνων
Μια μουσική, μια βουή, ένα σύμβολο»
«Μέσα στο θάνατο να βλέπεις τον ύπνο· μέσα στο ηλιοβασίλεμα
Να βλέπεις ένα πένθιμο χρυσάφι: τέτοια και η ποίηση,
Που είναι αθάνατη και φτωχή. Η ποίηση
Που ξανάρχεται σαν την αυγή και σαν τη δύση…»
Κείμενο του Alain Bosquet στην Magazine Littéraire.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαβάζω με τίτλο Ένας Βαλερύ της αμφιβολίας σε μετάφραση του Πέτρου Παπαδόπουλου
Φωτογραφία: Grete Stern