Θα ’ταν γύρω στα ’45 με ’46, τα χρόνια εκείνα που η ζωή πήγαινε να γίνει ειρηνική, χωρίς τελικά να το καταφέρει. Ο πόλεμος είχε τελειώσει κι όμως τον νιώθαμε να βαραίνει πάνω μας· ο εμφύλιος δεν είχε ακόμα αρχίσει, ωστόσο κάθε λίγο είχαμε την πρόγευσή του. Θα ’ταν τότε, λοιπόν, μπορεί φθινόπωρο του ’45, μπορεί άνοιξη του ’46, που ένα απόγευμα στο Γαλλικό Ινστιτούτο, στη Γαλλική Ακαδημία όπως λέγαμε, γινόταν μια διάλεξη, μια εκδήλωση, κάτι τέτοιο, για το σουρρεαλισμό, μάλλον μ’ αφορμή κάποια επέτειο, κάποια δέκα χρόνια που συμπληρώνονταν… όμως από τι; – δεν θυμάμαι καλά. Ωστόσο, θυμάμαι πολύ καλά στη συζήτηση που επακολούθησε, ένα παιδί λίγο μεγαλύτερο από μένα, λιγνό όπως όλοι μας τότε αλλά με ιδιαίτερα ρουφηγμένα μάγουλα, με έντονο βλέμμα, με ρυθμική, κάπως υγρή φωνή, να υπερασπίζεται με πάθος το σουρρεαλισμό.
Από το σουρρεαλισμό είχα κι εγώ σαγηνευτεί όταν πρωτοδιάβασα, το 1943, μερικά αποσπάσματα του Εμπειρίκου, του Περέ, του Σκαρίμπα, στα «Πρόσωπα και τα κείμενα» του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Βέβαια, ο Παναγιωτόπουλος τα παρέθετε για να ειρωνευτεί το σουρρεαλισμό και να τον απορρίψει, αλλά η αντίδραση όλων μας ήταν ακριβώς η αντίθετη.
Πιο έπειτα όμως η στάση μου άρχισε να αλλάζει: καθώς εμπεδωνότανε η αριστερή μου ορθοδοξία γινόμουν όλο και πιο επικριτικός για το σουρρεαλισμό, κυρίως προς τα έξω. Όσο για τις εσωτερικές μου αμφιβολίες τις κάλυπτα με ατράνταχτες βεβαιότητες. Έτσι, εκείνο το απόγευμα, ενώ ξεκίνησα από μια ενδόμυχη ομογνωμία κατέληξα να εμφανιστώ πεπεισμένα αντίγνωμος απέναντι στον υπερασπιστή του σουρρεαλισμού. Έμεινα έκπληκτος όταν λίγο αργότερα μου είπαν πως το παιδί εκείνο ήταν Επονίτης. Μα πώς μπορούσε ένας Επονίτης να εγκωμιάζει δημόσια το σουρρεαλισμό, και μάλιστα να τον αποκαλεί επανάσταση; Έστω κι αν ο σουρρεαλισμός μας γοήτευε, δεν έπρεπε τελικά να μας εξοργίζει μια και περιφρονούσε το λαό, μιλώντας σε μια γλώσσα που μόνο κάποιοι λίγοι, κάποιοι μυημένοι ήταν σε θέση να καταλάβουν; Άλλωστε, γι’ αυτό τον είχαν εγκαταλείψει ο Αραγκόν κι ο Ελυάρ. Κι έπειτα πως μπορούσε ένας Επονίτης να λέει το σουρρεαλισμό επανάσταση; Αφού η μόνη αληθινή επανάσταση ήταν η κοινωνική, η προλεταριακή το ’17, η λαϊκή στις μέρες μας. Ακόμα δεν είχα ακούσει τη λέξη «φορμαλισμός», την έμαθα ένα χρόνο αργότερα με τον Ζντάνωφ, αλλά από μόνος μου έβρισκα πως εδώ η μορφή έπνιγε το περιεχόμενο. Τέλος πάντων, αυτό το παιδί μου είχε δημιουργήσει αρκετά προβλήματα. Έφτασα στο συμπέρασμα πως ήταν ποιητής. Λεγόταν Μάνος Χατζιδάκις.Διασταυρώθηκα κι άλλες φορές μαζί του, περισσότερες με την αδελφή του, μια γελαστή κοπέλα, λίγο παχουλή, με το ίδιο ρουφηγμένο πρόσωπο, τη Μιράντα. Την έβλεπα συχνά στον Ελληνοσοβιετικό Σύνδεσμο Νέων, τα γραφεία του ήταν πάνω από τον κινηματογράφο Έλλη, στην οδό Ακαδημίας, το κτίριο δεν είχε τελειώσει ακόμα, έμενε σχεδόν γιαπί. Κάθε απόγευμα ήταν εκεί ο Βαγγέλης ο Γκούφας, είχε κάνει και την έμμετρη μετάφραση του σοβιετικού ύμνου, μας εντυπωσίαζε το πώς είχε ταιριάξει τα ελληνικά λόγια με τη μουσική. Ύστερα τα γραφεία πήγαν σ’ ένα ωραίο σπίτι στην οδό Σόλωνος. Έρχονταν εκεί ο Μιχάλης ο Κατσαρός, ο Διονύσης Μήλας, ο Ρούσσος Κούνδουρος, ο Άρης Νικοδελόπουλος, ο Κώστας Κύρκος, ο Νίκος Χρυσόπουλος είχε γράψει τον ύμνο, δηλαδή τα λόγια, η μουσική ήταν από ένα αμερικάνικο εμβατήριο, του Επονελασίτικου λόχου των σπουδαστών, του Λόρδου Μπάυρον – η αδελφή του η Αία που μας είχε θαμπώσει με τα χρυσά της μαλλιά, έρχονταν ένα σωρό κοπέλες, παιδιά του Πολυτεχνείου, και της Νομικής. Πρόεδρος ήταν ο Κώστας Δεσποτόπουλος. Εκεί, ανάμεσά τους έμαθα πως ο Μάνος Χατζιδάκις δεν ήταν ποιητής όπως νόμιζα, αλλά μουσικός. Έπειτα ο εμφύλιος πόλεμος φούντωσε για τα καλά. Διαρκώς περιμέναμε, πότε θα πιάσουν τον πατέρα μου, πότε εμένα. Ωστόσο όλον εκείνο τον καιρό είχαμε πάντα στο σπίτι κάποιον κυνηγημένο, κάποιον παράνομο. Πολλοί δεν ζούνε πια, ένα-δυο είναι σήμερα σημαντικά πρόσωπα, δεν τους έχω ξαναδεί από τότε. Για ένα διάστημα κρύφθηκε σπίτι μας ο Γεράσιμος ο Σταυρολαίμης, ή αλλιώς ο Γ. Σταύρου όπως αργότερα έγινε γνωστός ως θεατρικός συγγραφέας, ή ο Γ. Γρηγόρης όπως πάλι αργότερα υπέγραφε τα χρονογραφήματά του στην «Αυγή», δηλαδή ο Μεμάς και μόνο ο Μεμάς για όσους τον αγαπούσανε.
Ο Μεμάς ήταν φίλος του πατέρα μου αλλά βρισκόταν σ’ εκείνη την ενδιάμεση ηλικία που του επέτρεπε να γίνει και δικός μου φίλος. Ατελείωτες ώρες μου διηγόταν ιστορίες που έπιαναν από τα προπολεμικά χρόνια, περνούσαν από την Κατοχή, έφταναν ως εκείνες τις μέρες. Μου μιλούσε πολύ για τους φίλους του από τα παιδικά του χρόνια, από το σχολείο. Τους θαύμαζε, θεωρούσε πως ο καθένας θα γινόταν ο πιο σπουδαίος στον τομέα του: ο Χρίστος Θεοδωρόπουλος ή Μάξιμος, ο μεγαλύτερος θεωρητικός της λογοτεχνίας και της τέχνης, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο μεγαλύτερος ποιητής, ο Αντρέας Φραγγιάς, ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος, ο Γιάννης Γαΐτης και ο Ιάσωνας Μολφέσης, οι μεγαλύτεροι ζωγράφοι. Οι ιστορίες του Μεμά με μεγάλωναν, με έκαναν να ζω σ’ ένα κόσμο ταυτόχρονα πραγματικό και μυθικό. Και οι παλιότερες, που αναφέρονταν σε πρόσωπα άγνωστα τότε για μένα, και οι ιστορίες εκείνων ακριβώς των ημερών, που είχαν επίκεντρο κάποιο γνωστό μου, το Μάνο Χατζιδάκι. Ο Μεμάς κρυβότανε τότε σε δύο σπίτια. Στο δικό μας και στου Μάνου. Έμενε μια βδομάδα περίπου στο ένα και μια στο άλλο. Όποτε ερχόταν στο δικό μας σπίτι, μιλούσε, συνεπαρμένος για το σπίτι του Μάνου. Για τη γειτονιά που βρισκότανε, το Παγκράτι, για το πώς ήταν μέσα, μ’ ένα μεγάλο πιάνο στη μέση ενός μικρού σαλονιού, για τη μητέρα του Μάνου που ακτινοβολούσε καλοσύνη, για την αδερφή του, πάντα γελαστή, και κυρίως για τον ίδιο το Μάνο, να παίζει με τις ώρες στο πιάνο. Ένα πιάνο με ουρά, που τη νύχτα έστρωναν πάνω του για να κοιμηθεί ο Μεμάς (γι’ αυτό πια, δεν ξέρω αν μου το είχε πει ο ίδιος ή αν το έφτιαξα εγώ με τη φαντασία μου). Έτσι, χωρίς να βλέπω το Μάνο Χατζιδάκι, άρχισα να παρακολουθώ από μακριά την κίνηση του σπιτιού του, να γνωρίζω αθέατος τη ζωή του, να προσπαθώ να αναπλάσω τη μουσική του από τα λόγια του Μεμά. Μια μουσική που την αυτοσχεδίαζε συνεχώς στο πιάνο χωρίς όμως να τη γράφει, που γέμιζε το σπίτι, χυνότανε στο δρόμο, μάγευε τους κοντινούς, μαγνήτιζε τους περαστικούς, ώσπου χανότανε μέσα στο χώρο. Κι ο Μεμάς ήταν απαρηγόρητος. Μια μουσική που τη λάτρευε χυνόταν κατα κύματα, τον τύλιγε φεύγοντας μέσα από τα χέρια του, κι εκείνος ήταν ανήμπορος να την κρατήσει.
Χρόνια αργότερα, στο Παρίσι, διάβασα σ’ ένα περιοδικό ένα μικρό διήγημα που μου θύμιζε τις ιστορίες του Μεμά για το Μάνο. Έλεγε πάνω-κάτω τα εξής: ένας Αμερικάνος, όχι πλούσιος, αυτό έχει σημασία, λάτρευε τον Πικάσσο, τη ζωγραφική, το έργο του. Καθώς δεν μπορούσε ν’ αγοράσει τίποτε δικό του ήθελε τουλάχιστον να τον δει από κοντά. Μάζευε τα χρήματα για το ταξίδι, έφυγε για την Ευρώπη, για την Κυανή Ακτή, ώσπου έφτασε στο χωριό που έμενε ο Πικάσσο, το Βαλωρί. Εκεί παραμόνευε πότε ο ζωγράφος θα βγει στο δρόμο για να τον πάρει στο κατόπι. Μια μέρα, ήταν χειμώνας καιρός, ο Πικάσσο πήγε για περίπατο στην έρημη παραλία. Κάποια στιγμή έπιασε ένα ξύλο, κάτι χάραξε στην άμμο, έπειτα έφυγε. Ο Αμερικάνος έτρεξε κι είδε πάνω στην άμμο ένα υπέροχο σχέδιο, με την υπογραφή του Πικάσσο, αφημένο εκεί, στη διάθεσή του, δικό του. Κι όμως δεν μπορούσε να το πάρει, να το κρατήσει, να το σώσει. Σε λίγο το κύμα προχώρησε, σβήνοντας σιγά – σιγά το σχέδιο μπροστά στον ανίσχυρο Αμερικάνο. Φαίνεται ωστόσο πως αυτές οι φευγαλέες δημιουργίες που χάνονται πριν υπάρξουν, είναι αναγκαίες για το δημιουργό, όσο κι αν θλίβουν εκείνους που θα ’θελαν να τις διασώσουν. Γιατί μέσα από το παιχνίδι της δωρεάν έκφρασης που δεν υλοποιείται, ούτε διαιωνίζεται, μέσα από τον ίλιγγο μιας σπατάλης που κάποια στιγμή θα ξεχαστεί, ο δημιουργός συνειδητοποιεί τον κίνδυνο της κατάργησής του από το χρόνο και πλάθει πια μορφές με βούληση διάρκειας. Έτσι, η μουσική του Μάνου, παρά τις απώλειες εκείνες, είτε χάρη σ’ αυτές, σύντομα πήρε μια πρώτη, για μας τους ακροατές, κρυστάλλωση. Ήταν με το «Ματωμένο Γάμο». Η ποίηση ενσωματωμένη στη θεατρική δράση, ο λυρισμός ταυτισμένος με το δράμα, όλα αυτά υπήρξαν για μας μια αποκάλυψη. Η μουσική του Μάνου δενόταν με το λόγο – ένα λόγο που χάρη στο Γκάτσο είχε γίνει ελληνικός χωρίς να παύει να είναι του Λόρκα – αλλά τελικά τον εγκατέλειψε για να αναδείξει κάποιες αισθήσεις πέρα από τις λέξεις, πέρα από τις γλώσσες. Γι’ αυτό και μας ακολούθησε χρόνια μετά την παράσταση, όταν πια είχαμε ξεχάσει τα λόγια, ίσιος και το έργο.
Είδα πάλι το Μάνο Χατζιδάκι, γνωστό πια συνθέτη, το 1948, τη βραδιά της ομιλίας του στο θέατρο της Αλίκης, τότε που τόσο πειστικά κατέδειξε τη μουσική αξία του ρεμπέτικου. Η μικρή αίθουσα ήταν γεμάτη, πατείς με πατώ σε, από επώνυμους κι ανώνυμους. Όσο ο Μάνος προχωρούσε, τόσο ο κόσμος κερδιζόταν από τη μουσική, για να ξεσπάσει στο τέλος σ’ ένα παραλήρημα ενθουσιασμού. Μέσα στο κοινό κι εγώ, ένιωθα κάπως σαν τότε που εκείνο το άγνωστο παιδί μιλούσε για το σουρρεαλισμό: να συμφωνώ και μαζί να εναντιώνομαι μαζί του. Εκείνα τα τραγούδια τ’ άκουγα από την Κατοχή, στα οινομαγειρεία της γειτονιάς μου της Βάθης όπου κοντοστεκόμουν μπρος στους γραμμοφωνατζήδες, στις ταβέρνες του Ψυρρή τις νύχτες που μοιράζαμε παράνομα έντυπα και κάναμε εράνους, το ουζερί του Μάριου φίλου του πατέρα μου, στην οδό Ίωνος, όπου όλο ανέβαλλα την είσοδό μου σαν πελάτης. Ήσαν η μαγεία ενός κόσμου άλλου, σχεδόν απαγορευμένου, που διαπότιζε τα κράσπεδα του δικού μου κόσμου, ήσαν το παράδοξο μιας έκφρασης που δεν μου ανήκε αλλά που προσπαθούσα αδέξια να οικειοποιηθώ όταν ήθελα να φανώ εγώ παράδοξος, και κάποτε γίνονταν όργανα μιας ευτράπελης αμφισβήτησης πολλών πραγμάτων που μας είχαν επιβληθεί σαν ορθά και ωραία. Μα τώρα ο Μάνος μας έδειχνε ότι τα ρεμπέτικα αποτελούσαν μιαν ολόκληρη μουσική περιοχή με εκρήξεις δημιουργίας, μορφές, τρόπους, οράματα, που ανήκαν σ’ αυτήν και ταυτόχρονα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν, να ζωογονήσουν τις άλλες περιοχές της μουσικής. Ο Μάνος μας είχε πείσει. Κι όμως από την άλλη μεριά αναλογιζόμουν: αυτά τα τραγούδια δεν ακούγονταν στους τεκέδες του Βοτανικού και του Γκαζοχωριού που το χειμώνα του ’43-’44 σχεδιάζαμε να σπάσουμε; Αυτά δεν τραγουδούσαν οι χασικλήδες πρόσφυγες απ’ τους βομβαρδισμούς του Πειραιά που ενώ μας συμπαθούσαν δεν δέχονταν να οργανωθούν; Αυτά δεν εκφράζανε τα λούμπεν λαϊκά στοιχεία και δεν υπονομεύανε τελικά το επαναστατικό φρόνημα, όπως νομίζω πως από το ’46 κιόλας είχε καταγγελθεί από τις στήλες του «Ριζοσπάστη»; Αυτός ο εσωτερικός διχασμός δεν ήταν δικός μου μόνο. Ούτε έμεινε μόνο εσωτερικός διχασμός. Έγινε μια ολόκληρη ιδεολογική διαμάχη που αργότερα κράτησε για χρόνια στην αριστερά, στην «Αυγή» και την «Επιθεώρηση Τέχνης», με τον Β. Αρκαδινό, τον Αλέκο Σένο και άλλους να καταδικάζουν το ρεμπέτικο, με το Φοίβο Ανωγειανάκη, πιο έπειτα το Μίκη Θεοδωράκη και άλλους πάλι, να το υπερασπίζονται. Μια διαμάχη που δεν περιορίστηκε στην αναμέτρηση των ιδεών: για μια μεγάλη περίοδο η καταδικαστική για το ρεμπέτικο αντίληψη προσδιόριζε ένα ολόκληρο σύστημα πολιτικής ηθικής μέσα στην αριστερά. Έτσι, λόγου χάρη, στην εξορία, στον Άη Στράτη, όποιος σιγομουρμούριζε κάποιο ρεμπέτικο ανεκαλείτο αμέσως στην επαναστατική τάξη, κι αν το ξανάκανε, κινδύνευε να μείνει με τη ρετσινιά της ιδεολογικής διάβρωσης τόσο από τον εξαθλιωμένο κόσμο, όσο κι από την αστική τάξη.
Αλήθεια, ποιος φανταζότανε τότε, πως ύστερα από τριαντατόσα, σχεδόν σαράντα χρόνια, στην κηδεία του Τσιτσάνη θα πήγαινε ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός της χώρας κι ο γραμματέας του ΚΚΕ; Τέτοιοι επίσημοι, και μάλιστα εκπρόσωποι της αριστεράς, σίγουρα δεν θα εμφανίζονταν εκεί αν δεν είχαν εξαφανιστεί οι προκαταλήψεις που καθήλωναν το ρεμπέτικο στο περιθώριο, προκαταλήψεις που δέχτηκαν το πρώτο ισχυρό πλήγμα από την ομιλία εκείνη του Μάνου Χατζιδάκι. Από τότε βρέθηκα απότομα στο τώρα. Ανάμεσά τους, πολλά τα στοιβαγμένα χρόνια. Μήπως λοιπόν όλα τα παραπάνω τα γράφω περισσότερο για να διατρέξω προς τα πίσω την απόσταση που διανύθηκε, να ξαναθυμηθώ πράγματα που άλλωστε δεν είχα ποτέ ξεχάσει, να ξαναδώ ανθρώπους που με σημάδεψαν και που σήμερα, ή λείπουν, ή είναι εδώ χωρίς όμως να διασταυρωνόμαστε; Μπορεί και γι’ αυτό, αλλά όχι μόνο γι’ αυτό. Μήπως για να κλείσω το Μάνο στα μέτρα εκείνου του καιρού, για να τον αντικρύσω από μια προοπτική που αγνοεί τις καμπές του δικού μας δρόμου; Όχι, ούτε καν αθέλητα. Μήπως γιατί επλησίασε, έφθασε, κοντεύει ίσως να περάσει η ώρα των απολογισμών; Κατά κάποιο τρόπο ναι, αφού έχουν πια συμπληρωθεί αρκετοί κύκλοι χρόνου και συνάμα όχι, αν η ώρα των απολογισμών θέλει να ταυτιστεί με την εκπνοή του χρόνου. Μέσα σ’ αυτούς τους κύκλους οι κρίκοι μουσικής, όλο πυκνότεροι, συστρέφονται εκεί ακριβώς που πάνε να κλείσουν κι απλώνονται ως το κάθε διαδοχικό παρόν όπως ελίγματα, όπως σπειρωτές ταινίες.
Απόσπασμα από το περιοδικό Το Τέταρτο, Νοέμβριος 1988