Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο

Η ποιητική του Γιώργου Σεφέρη

Δεν έχει χρεία η μνήμη του Γιώργου Σεφέρη τις αναφορές που υπακούουν στα γυρίσματα του ημερολογίου. Και προπαντός δεν έχει ανάγκη από θυμιάματα∙ έστω από άλλα θυμιάματα. Ετούτες οι γραμμές, λοιπόν, έπονται εσκεμμένα της επετείου των είκοσι χρόνων από την ημέρα που του όρισε η μοίρα –επέτειος που πέρασε με ασυνήθιστα φτωχή σπονδή λέξεων, ίσως επειδή τα πολλά ως τώρα στρώματα της σεφερολογίας επιβάλλουν ένα μεσοδιάστημα σιωπής και οικονομίας ως τις επόμενες, όντως πρωτότυπες αναγνώσεις και αναγνωρίσεις.

Εσκεμμένα, επίσης, οι αράδες που ακολουθούν απέχουν του υπομνηματισμού σεφερολογικών κειμένων αλλά και δοκιμιακών διαπιστώσεων ή στίχων του ίδιου του ποιητή, πέρα από εκείνους τους γνωστότατους τέσσερις που κωδικοποιούν την ποιητική του:

Δεν θέλω τίποτε άλλο, παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.

Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά – σιγά βουλιάζει

Και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της

Κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά

Είναι τόσο πολλές οι αναδιφήσεις της παραγωγής του Σεφέρη αλλά και τόσο ευρύ το έργο του, έτσι όπως συνεχίζει να ογκούται μεταθανατίως, με τις εκδόσεις των Αλληλογραφιών του, των Εντεψίζικων, ώστε και ο φόβος του κόρου παρών είναι και η απόσταση από τις κατατεθειμένες διπλές και τριπλές αποστάξεις και ανατομές των στίχων του αναγκαία. Τουλάχιστον για την ψευδαίσθηση ότι δεν θα πέσει η σκέψη σου, αν και όση υπάρχει, πάνω σε ήδη χτισμένες και στερεωμένες φράσεις.

Και δεν είναι λίγοι μαστόροι της ανάγνωσης και της φιλολογίας που αναμετρήθηκαν με τον όγκο του, ξεψαχνίζοντας τον Σεφέρη ποιητή, τον Σεφέρη πεζογράφο, τον Σεφέρη κριτικό, αλληλογράφο, δοκιμιογράφο, ερωτογράφο, μεταφραστή, διπλωμάτη, πολιτικό (και νομίζω ότι ακριβώς η πολιτική ιδιότητα του Σεφέρη είναι η ισχυρότερη και καθοδηγητική), τον ποιητή στην Ελλάδα, στην Κύπρο, στην ξενιτιά –και παραβλέποντας ενδεχομένως ή προσπερνώντας γρήγορα άλλα λογοτεχνικά μεγέθη, μικρότερα έστω, που κινδυνεύουν να περάσουν όχι βεβαίως αμνημόνευτα, πάντως λιγότερο φωτισμένα.

Ο Σεφέρης είναι η γλώσσα του: κοινός ο τόπος, ίσως όμως αφήνει απέξω τον τεχνίτη που μπορεί να πλαστουργήσει μια εικόνα γλώσσας αλλιώτικη από το πρόσωπο που καθρεφτίζεται εντός της∙ θέλω να πω ότι η ανεπιτήδευτη γλωσσική όψη των σεφερικών κειμένων είναι απότοκος της πολλής επιτηδειότητας, είναι δηλαδή σολωμικής ιδιοσυστασίας και όχι «φυσικής» μακρυγιαννικής.

Προχωρούμε, λοιπόν, στο ερώτημα: Είναι άραγε ο Γιώργος Σεφέρης «ιδρυτής» της γλώσσας μας, της αστικής νεοελληνικής, έστω στις λογοτεχνικές πραγματώσεις της; Οριστικές απαντήσεις δεν χωρούν, πάντως ο ποιητής ακόμη και μ’ εκείνα τα βουκολικόηχα ακούσματα ή διαβάσματά του που εκκρεμούν αμετάδοτα και αναφομοίωτα από το υπόλοιπο σώμα της γλώσσας του, συγκαταλέγεται στους ισχυρότερους προγόνους αυτής της γλώσσας, μιας άφοβης, δυναμικής δημοτικής, γιατί και σε μεγάλη διάρκεια την υπηρέτησε, και τις δυνατότητές της άνοιξε, και δραστική απέδειξε τη σύστασή της, και πολλές μορφές του λόγου λειτούργησε δίχως να υψώσει τείχη οχυρά ανάμεσά τους. έδειξε, ακόμη και με τα υφολογικά στερεότυπά του και το λεξιλογικό του κατώφλι ότι τη γλώσσα δεν τη στενεύουν παρά μόνο τα όρια της σκέψης μας.

Η γλώσσα του Γιώργου Σεφέρη είναι, στην καταγωγή της της διάθεσής της, η μετρημένη και κανονιστική γλώσσα του παππού, η οποία μιλιέται μόνον όταν υπάρχει σκοπός. Του λόγιου παππού βέβαια, που, συνταξιούχος πια (και έφηβο ακόμη, σαν συνταξιούχο τον φαντάζομαι τον Σεφέρη, μόνον έτσι, σαν «γέροντα στην ακροποταμιά» της διδαχής, ως και στα «Γυμνάσματά» του ή τα ερωτικά του λογο – παίγνια), μαζεύει γύρω από την εστία (ας το σημειώσουμε: τη χαμένη εστία, τη σβησμένη) τα εγγόνια του, που προτιμούν να ανταρτέψουν, να ξεχυθούν σε πιο ανοιχτούς τόπους της ψυχής ή της γλώσσας, για να τους τραβήξει τ’ αυτί, με λελογισμένη πάντοτε τρυφερότητα. Και να τους ιστορήσει το παραμύθι της φυλής.

Με άκρα οικονομία

Ο Σεφέρης, αριστοκράτης κατ’ ουσίαν και εξ ουσίας, είναι δημοτικός ως προς το εξής: Συνέθεσε τη δική του μυθολογία – γενεαλογία και δοκίμασε με σπάνια επιμονή να της δώσει τη μορφή που θα είχε λάβει αν την είχαν ποιήσει οι (χαμένες και αυτές) κοινότητες. Γι’ αυτό και εγείρεται ο πελεκημένος λόγος του, με άκρα, εφευρημένη οικονομία. Παραμένει όμως λόγος ποιητή, λόγος ενός. Γιατί δεσπόζει και επιβάλλεται, διεισδύει ακόμη και σε μνήμες που κουβαλούν διαφορετική ιδεολογική καταγωγή και δεν υποχωρεί ούτε καν μπροστά στις ισχυρότερες φόρμες των δημοτικών τραγουδιών, στην πηγή των οποίων στάθηκε συχνά ο Σεφέρης, με τη ζηλόφθονη δίψα που όλοι τους οφείλουμε.

«Επιβάλλεται ο λόγος», ο ποιητικός λόγος, πα να πει ότι σου επιτρέπει (αν δεν σε ωθεί προς τα εκεί) να πεις, διαβάζοντάς τον: «Μα, κι εγώ θα μπορούσα να το είχα πει αυτό»- και δυο αράδες παρακάτω, μια λάμψη του ρυθμού σε αναγκάζει να ομολογήσεις ταπεινά πως όχι, τέτοια λιτότητα που σώζει ακέραιους τους χυμούς των λέξεων, τέτοια λιτότητα βυθισμένη στην ιστορία δεν θα την άντεχες, κι όχι μονάχα επειδή το κόστος της είναι ασήκωτο, να σβήνεις, να πετάς, να σχίζεις –να σχίζεσαι. Παρεκτός και ήσουν έτσι ποιητής ώστε να είχες αυτήν τουλάχιστον τη γενναιότητα: να κρύβεις το αυγό του ιδιώματός σου μέσα στη γλωσσική φωλιά του άστεως.

Έτσι ο Σεφέρης… Το αυγό της γλώσσας του φαίνεται σαν να το κλώσσησε μια κοινότητα, ένας ανθρώπινος τόπος∙ κι ας είναι πολλές οι νύκτιες ώρες της δικής του, της αυστηρά δικής του θέρμης που έφεραν στον κόσμο της γραφής μια γλώσσα που η υψηλή ιδιωτικότητά της τής επιτρέπει να αυτοσυστήνεται ακινδύνως σαν κοινή, σαν συλλογική.

Ίσως γι’ αυτό στη γλώσσα του Σεφέρη σκοντάφτουμε πιο συχνά σε λέξεις που η ενδυμασία τους τις δείχνει λαϊκότερες των λαϊκών παρά σε κορφολογημένες λόγιες. Ίσως γι’ αυτό η μίμηση της γραφής του, η μαθητική αναπαραγωγή της, η μερική έστω οικειοποίησή της, φαίνεται εύκολη, ενώ είναι πολύ πιο δύσκολη, γιατί απαιτεί τον κόπο του βάθους, απ’ ό,τι η μίμηση των γλωσσικών τρόπων άλλων ποιητών που διαθέτουν προφανώς δικό τους λεξιλόγιο, προφανώς δικό τους, και μάλλον κλειστό, χρωματολόγιο εννοιών.

Και ίσως γι’ αυτό ο Γιώργος Σεφέρης είναι μεγάλος (και, προπαντός, μακροπρόθεσμα μεγάλος) ποιητής: Η γλώσσα του, πυκνή και καίρια, διεκδικεί τη δημοτική ανωνυμία και την κοινή αναδοχή, πράγμα που βέβαια δεν ισχύει για όσα κομίζει και μεταδίδει, και τα οποία κατορθώνει, χάρη σ’ αυτές της τις ιδιότητες, να τα εγχαράσσει ακόμη και σε ψυχισμούς που ενδεχομένως στέκονται ενάντιοι στον ιδεολογικό κόσμο τον οποίο ιδρύουν ή υπερασπίζουν τα γραπτά του Σεφέρη.

 

Κείμενο του Παντελή Μπουκάλα που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 09 Οκτωβρίου 1991 για την συμπλήρωση 20 χρόνων από τον θάνατο του Σεφέρη. Υπάρχει και στο βιβλίο του, Ενδεχομένως.

Πίνακας: Γιάννης Ψυχοπαίδης

 

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.