Πέθανε ο Λέων Τολστόι.
Πήρα ένα τηλεγράφημα, όπου με τις πιο κοινότοπες λέξεις αναφέρεται ότι πέθανε.
Αυτό με χτύπησε κατάκαρδα, ούρλιαξα από τον πόνο και τη θλίψη, και τώρα, σε κατάσταση ημιπαραφροσύνης, τον φαντάζομαι όπως τον ήξερα, όπως τον έβλεπα, αισθάνομαι τη βασανιστική επιθυμία να μιλήσω γι’ αυτόν. Τον φαντάζομαι μέσα στο φέρετρο, να κείτεται σαν μια λεία πέτρα στο βυθό του ρυακιού, και, ίσως, μέσα στη γκρίζα γενειάδα του να κρύβεται σιωπηλά το απατηλό του χαμόγελο, ξένο προς όλους. Και τα χέρια να είναι επιτέλους ήσυχα σταυρωμένα, η δουλειά τους στα κάτεργα τελείωσε πια.
Θυμάμαι τα διαπεραστικά μάτια του που έβλεπαν τα πάντα σε βάθος, τις κινήσεις των δακτύλων του, που σαν κάτι να έπλαθαν πάντα με τον αέρα, τις συζητήσεις του, τα αστεία του, τις αγαπημένες χωριάτικες κουβέντες κι εκείνη την ακαθόριστη φωνή του. Και βλέπω πόση ζωή αγκάλιαζε αυτός ο άνθρωπος, πόσο υπεράνθρωπα ευφυής και τρομερός υπήρξε.
Τον είχα δει κάποτε έτσι όπως ίσως κανείς δεν τον είδε: πήγαινα να τον επισκεφθώ στη Σκάσπρα, από το δρόμο της παραλίας. Κοντά στο κτήμα των Γιουσούπωφ, στην ακροθαλασσιά, ανάμεσα στις πέτρες, διέκρινα τη μικροσκοπική,, άχαρη φιγούρα του ντυμένη με γκρίζα κουρελιασμένα ρούχα και ένα τσαλακωμένο καπέλο στο κεφάλι. Καθόταν με τα χέρια ακουμπισμένα στα ζυγωματικά του, ανάμεσα στα δάχτυλά του έλαμπαν οι ασημένιες τρίχες της γενειάδας του, και κοίταζε πέρα μακριά στη θάλασσα, ενώ στα πόδια του κυλούσαν υπάκουα, χαϊδεύονταν τα πρασινωπά κυματάκια, σαν να αφηγούνταν κάτι για τον εαυτό τους στο γέρο μάγο. Ο καιρός εκείνη την ημέρα είχε εναλλαγές, πάνω στους βράχους γλιστρούσαν οι σκιές από τα σύννεφα, και μαζί με τους βράχους, ο γέροντας πότε έλαμπε και πότε σκοτείνιαζε κι αυτός. Οι βράχοι ήταν τεράστιοι, γεμάτοι σχισμάδες, και σκεπασμένοι από μυρωδάτα φύκια∙ την προηγούμενη μέρα είχε μεγάλη θαλασσοταραχή.
Μου φάνηκε κι αυτός ένας αρχαίος βράχος που ζωντάνεψε, που γνωρίζει όλες τις αρχές και όλους τους σκοπούς, που σκέφτεται πότε θα έρθει και ποιο θα είναι το τέλος των βράχων και των χορταριών της γης, του θαλασσινού νερού και του ανθρώπου και του κόσμου ολάκερου, από την πέτρα ίσαμε τον ήλιο. Η θάλασσα είναι ένα κομμάτι της ψυχής του και πάντα τριγύρω προέρχονται απ’ αυτόν, από μέσα του. Στη στοχαστική ακινησία του γέροντα, φαινόταν κάτι προφητικό, μαγικό, κρυμμένο πίσω του μέσα στη σκοτεινιά, και κοιτώντας ερευνητικά από την κορφή της γαλάζιας ερημιάς πάνω από τη γη, σαν να ήταν ο ίδιος, η συγκεντρωμένη του θέληση, τη μια καλεί κοντά της και την άλλη αποδιώχνει τα κύματα, διευθύνει τις κινήσεις των νεφών και των ίσκιων, που θα έλεγες πως κάνουν τις πέτρες να κινούνται, τις αφυπνίζει. Και ξάφνου, μέσα στην τρέλα της στιγμής, ένιωσα ότι εκείνος θα μπορούσε να σηκωθεί, να κουνήσει το χέρι του, και η θάλασσα να σταθεί, να γίνει κρύσταλλο, και οι βράχοι ν’ αρχίσουν να σαλεύουν, να φωνάζουν, και τα πάντα ολόγυρα να ζωντανέψουν, ν’ αρχίσουν να βουίζουν, να μιλάνε μ’ όλων των λογιών τις φωνές για τον εαυτό τους, γι΄ αυτόν, να καταφέρονται εναντίον του. Δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια τι αισθάνθηκα εκείνη τη στιγμή. Μες στην ψυχή μου συνυπήρχαν η έκσταση κι ο φόβος, κι έπειτα όλα έσμιξαν σε μια ευτυχισμένη σκέψη:
«Δεν είμαι ορφανός στη γη, όσο υπάρχει πάνω της αυτός ο άνθρωπος!»
Και τότε προσεκτικά, για να μην τρίξουν κάτω από τα πόδια τα χαλίκια, γύρισα πίσω, μη θέλοντας να ταράξω τους λογισμούς του. Και να τώρα που νιώθω ορφανός, γράφω και κλαίω, ποτέ στη ζωή μου δεν μου έλαχε να κλάψω τόσο απαρηγόρητα, τόσο απελπισμένα και πικρά. Δεν ξέρω αν τον αγάπησα, αλλά τι σημασία έχει αν ήταν αγάπη γι’ αυτόν ή μίσος; Πάντα ξυπνούσε μέσα στην ψυχή μου αισθήματα και ανησυχίες, υπέρμετρες, φανταστικές. Ακόμα κι όσα δυσάρεστα και εχθρικά συναισθήματα μου προκαλούσε, έπαιρναν μορφές που δεν συνέθλιβαν την ψυχή μου, αλλά την έκαναν, θαρρείς, να εκρήγνυται, να πλαταίνει, να γίνεται πιο ευαίσθητη και πιο δεκτική. Όμορφος που ήταν, όταν, σέρνοντας τις σόλες των παπουτσιών του, σαν να ίσιωνε έτσι κάθε ανωμαλία του εδάφους, πρόβαλλε ξαφνικά πίσω από την πόρτα, από τη γωνία, σε πλησίαζε με το μικρό, ανάλαφρο και ταχύ βήμα του ανθρώπου που συνήθισε να περπατά πολύ πάνω στη γη, και, με τους αντίχειρες περασμένους στη ζώνη του, κοντοστεκόταν για ένα δευτερόλεπτο, κοιτούσε ολόγυρα με μια επίμονη ματιά, που αμέσως επισήμαινε οτιδήποτε καινούργιο υπήρχε και απορροφούσε παρευθύς το νόημα των πάντων.
–Γεια σας!
Πάντα απέδιδα ως εξής αυτή τη λέξη:
«Γεια σας, ευχαρίστησή μου, αν και για σας αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία, παρ’ όλα αυτά, γεια σας!»
Ξεπροβάλλει∙ είναι μικρόσωμος. Και μονομιάς όλοι γίνονται μικρότεροι απ’ αυτόν.
Απόσπασμα από το βιβλίο Αναμνήσεις από τον Λεβ Νικολάγιεβιτς Τολστόι
Φωτογραφία: Yasnaya Polyana, 1900