Από το παράθυρο βλέπω μονάχα τους τοίχους του κήπου που βρίσκεται απέναντι. Κι εκείνα τα λιγοστά φυλλώματα όπου κυλάει το φως. Πιο ψηλά, πάλι φυλλώματα. Πιο ψηλά ακόμα, ο ήλιος. Κι απ’ όλη τούτη την αγαλλίαση του αέρα που αισθανόμαστε έξω, απ’ όλη τούτη τη διάσπαρτη στον κόσμο χαρά, διακρίνω μόνο σκιές από φυλλώματα που παιχνιδίζουν πάνω στις άσπρες κουρτίνες. Και μαζί πέντε ηλιαχτίδες που σκορπίζουν υπομονετικά στο δωμάτιο ένα ξανθό άρωμα ξεραμένων χόρτων. Μια αύρα, και οι σκιές ζωντανεύουν πάνω στην κουρτίνα. Αρκεί ένα σύννεφο να καλύψει κι ύστερα ν’ αποκαλύψει τον ήλιο, και τότε, από τη σκιά, εμφανίζεται ξάφνου το αστραφτερό κίτρινο του βάζου με τις μιμόζες. Αρκεί αυτό και μόνο το φως που γεννιέται δειλά, για να ξεχειλίσω από μια συγκεχυμένη και μεθυστική χαρά.
Δεσμώτης μες στη σπηλιά, να με, μόνος απέναντι στη σκιά του κόσμου. Γεναριάτικο απόγευμα. Το κρύο όμως παραμένει στην ατμόσφαιρα. Παντού μια λεπτή κρούστα ήλιου που θα έσπαγε κάτω από το νύχι, μα που μοιάζει καθ’ όλα μ’ ένα αιώνιο χαμόγελο. Ποιος είμαι και τι μπορώ να κάνω αν όχι νά πάρω μέρος στο παιχνίδι των φυλλωμάτων και του φωτός. Να είμαι αυτή η ηλιαχτίδα όπου καίγεται τό τσιγάρο μου, αυτή η γλυκύτητα και το διακριτικό πάθος που αποπνέει ο αέρας. Αν προσπαθήσω να προσεγγίσω το είναι μου, στα κατάβαθα αυτού του φωτός το καταφέρνω. Και αν επιχειρήσω να καταλάβω και να απολαύσω τούτη τη λεπτή γεύση που αποκαλύπτει το μυστικό του κόσμου, στο βάθος του σύμπαντος βρίσκω τον εαυτό μου. Τον εαυτό μου, δηλαδή αυτήν την έσχατη συγκίνηση που με λυτρώνει από το σκηνικό. Σε λίγο, θα με απασχολήσουν άλλα πράγματα και οι άνθρωποι. Αλλά αφήστε με να κόψω τούτη τη στιγμή μέσα από τη στόφα του χρόνου, όπως αφήνουν άλλοι ένα λουλούδι ανάμεσα στις σελίδες. Κλείνουν εκεί έναν περίπατο όπου ο έρωτας τους έχει αγγίξει απαλά. Κάνω κι εγώ επίσης τον περίπατό μου, μα εμένα με χαϊδεύει ένας θεός. Η ζωή είναι σύντομη και είναι αμαρτία να χάνεις τον καιρό σου. Χάνω όλη μέρα τον χρόνο μου, κι οι άλλοι λένε πως είμαι δραστήριος. Σήμερα κάνω μια στάση και η καρδιά φεύγει για να σμίξει με τον εαυτό της.
Αν με πνίγει ακόμα το άγχος, είναι γιατί νιώθω να γλιστράει αυτή η αδιόρατη στιγμή ανάμεσα από τα δάχτυλά μου όπως οι μικρές μπαλίτσες του υδράργυρου. Αφήστε λοιπόν εκείνους που θέλουν να χωριστούν από τον κόσμο. Δεν παραπονιέμαι πλέον, γιατί κοιτάζω τον εαυτό μου να γεννιέται. Είμαι ευτυχισμένος σε τούτο τον κόσμο, γιατί το βασίλειό μου είναι τούτου του κόσμου. Σύννεφο που περνά και στιγμή που σβήνει. Θάνατος του εαυτού μου στον εαυτό μου. Το βιβλίο ανοίγει σε μιαν αγαπημένη σελίδα. Πόσο ανούσια είναι σήμερα μπροστά στο βιβλίο του κόσμου. Είναι αλήθεια ότι υπέφερα, δεν είναι αλήθεια ότι υποφέρω· κι ότι τούτος ο πόνος με μεθάει γιατί είναι αυτός ο ήλιος κι αυτές οι σκιές, αυτή η ζέστη κι αυτό το κρύο που τα νιώθουμε πολύ μακριά, κάπου βαθιά στην ατμόσφαιρα; Θα αναρωτηθώ αν κάτι πεθαίνει και αν οι άνθρωποι υποφέρουν, εφόσον όλα είναι γραμμένα στο άνοιγμα αυτού του παραθύρου όπου ο ουρανός σκορπίζει απλόχερα την πληρότητά του; Μπορώ να πω και θα πω σε λίγο ότι αυτό που μετράει είναι να είσαι ανθρώπινος, απλός. Οχι, αυτό που μετράει είναι να είσαι αληθινός, και τότε όλα εγγράφονται εκεί, η ανθρωπιά και η απλότητα. Και πότε είμαι πιο αληθινός και πιο διάφανος αν όχι όταν είμαι ο κόσμος;
Στιγμή αξιολάτρευτης σιωπής. Οι άνθρωποι σώπασαν. Όμως υψώνεται το τραγούδι του κόσμου, κι εγώ, αλυσοδεμένος στο βάθος της σπηλιάς, είμαι πλήρης προτού να έχω επιθυμήσει. Η αιωνιότητα είναι εδώ, κι εγώ την προσδοκούσα. Τώρα μπορώ να μιλήσω. Δεν ξέρω τι περισσότερο θα μπορούσα να ευχηθώ από τούτη τη συνεχή παρουσία του εαυτού μου στον εαυτό μου. Τώρα, δεν εύχομαι να είμαι ευτυχισμένος, αλλά μόνο να έχω συνείδηση. Πιστεύουμε ότι είμαστε αποκομμένοι από τον κόσμο, αρκεί όμως να υψωθεί μέσα στη χρυσαφένια σκόνη ένα λιόδεντρο, αρκούν μερικές αστραφτερές παραλίες κάτω από τον πρωινό ήλιο, για να αισθανθούμε μέσα μας να λιώνει τούτη η αντίσταση. Έτσι και μ’ εμένα. Συνειδητοποιώ τις δυνατότητες τις οποίες διαθέτω. Κάθε λεπτό ζωής φέρνει μέσα του την αξία του θαύματος και το πρόσωπο της αιώνιας νιότης.
* Απόσπασμα από το βιβλίο Σημειωματάρια
Πίνακας: Quentin Hubert