Η Blanche Monnier ήταν Γαλλίδα αριστοκράτισσα που γεννήθηκε την 1η Μαρτίου του 1849.
Ήταν γνωστή για την ομορφιά της, την καλοσύνη της αλλά και για το γεγονός ότι ξοπίσω της έτρεχαν πολλοί μνηστήρες για παντρειά.
Στην ηλικία των 25 επέλεξε να παντρευτεί ένα δικηγόρο, μεγαλύτερο της σε ηλικία, κάτι που δεν δέχθηκε η Louise, η μητέρα της. Όπως υποστήριζε, δεν δεχόταν η κόρη της να παντρευτεί ένα φτωχό ηλικιωμένο δικηγόρο.
Εξοργισμένη από το πείσμα της κόρη της, να παντρευτεί τον φτωχό δικηγόρο, την κλείδωσε σε ένα μικροσκοπικό, σκοτεινό δωμάτιο, στη σοφίτα του σπιτιού τους.
Η Louise και ο αδελφός της Marcel, συνέχισαν την ζωή τους προσποιούμενοι ότι θρηνούν την εξαφάνιση της.
Ακόμη και όταν πέθανε ο δικηγόρος, η Blanche παρέμεινε εκεί.
Αρκετά χρόνια μετά, το 1901, η αστυνομία παρέλαβε ένα ανώνυμο γράμμα για ένα άνθρωπο που ήταν κλειδωμένος στην σοφίτα του σπιτιού των Monnier.
Όταν η αστυνομία πήγε στο σπίτι τους, κατευθύνθηκε άμεσα στην σοφίτα. Αφού μπήκαν μέσα, άνοιξαν το σκοτεινό παράθυρο για να μπει φως. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά μετά από 25 χρόνια όπου η Blanche έβλεπε το φως του ήλιου.
Οι αστυνομικοί αντίκρυσαν ένα μεσήλικα, σχεδόν σκελετωμένο, σε τρομαχτικά βρώμικη κατάσταση. Ήταν γυμνή, ξαπλωμένη σε ένα σάπιο στρώμα από άχυρο. Γύρω της είχε σχηματιστεί μια κρούστα από περιττώματα και υπολείμματα φαγητού.
Τα νέα κυκλοφόρησαν πολύ γρήγορα και πλήθος κόσμου περικύκλωσε το σπίτι ζητώντας δικαιοσύνη.
Η μητέρα της συνελήφθη άμεσα αλλά πέθανε από καρδιακό επεισόδιο 15 μέρες αργότερα. Ο αδερφός της, αν και συνυπεύθυνος, αφέθηκε ελεύθερος αφού σύμφωνα με τον τότε ποινικό κώδικα δεν είχε κάποιο παράπτωμα.
H Blanche, αφού απελευθερώθηκε μπήκε άμεσα στην ψυχιατρική κλινική του Blois. Διαγνώστηκε με διάφορες διαταραχές, όπως νευρικής ανορεξίας, σχιζοφρένειας και κοπροφιλίας. Άφησε την τελευταία της πνοή στις 13 Οκτωβρίου του 1913.
Κανείς δεν έμαθε ποιος έστειλε το γράμμα. Εικάζετε, πως ήταν ένας υπηρέτης τους.