19 Ioυλίου 1910
Όταν το συλλογίζομαι, πρέπει να πω πως η ανατροφή μου από ορισμένες απόψεις με έβλαψε πολύ. Αυτό το παράπονο αφορά ένα πλήθος ανθρώπων, δηλαδή τους γονείς μου, μερικούς συγγενείς, ορισμένους επισκέπτες του σπιτιού μας, διάφορους συγγραφείς, μία συγκεκριμένη μαγείρισσα, που για ένα χρόνο με πήγαινε στο σχολείο, ένα σωρό δασκάλους (που στη θύμησή μου είμαι αναγκασμένος να τους συμπιέσω κοντά – κοντά, αλλιώς μου ξεφεύγει ένας από δω κι άλλος από κει, επειδή όμως τους έχω συμπιέσει όλους τόσο πολύ, και πάλι το σύνολο σπάει εδώ κι εκεί), έναν σχολικό επιθεωρητή, περαστικούς που βάδιζαν αργά, με δυο λόγια αυτή η κατηγορία περιστρέφεται σαν μαχαίρι μέσα στην κοινωνία και κανείς, επαναλαμβάνω, κανείς δυστυχώς δεν είναι σίγουρος ότι η μύτη του μαχαιριού δε θα παρουσιαστεί ξαφνικά μπροστά, πίσω ή στα πλάγια. Πάνω σ’ αυτή την κατηγορία δε θέλω να ακούσω αντίρρηση, μια κι έχω ακούσει ήδη πάρα πολλές, και, επειδή οι περισσότερες αντιρρήσεις έχουν αναιρέσει τα λεγόμενά μου, συμπεριλαμβάνω αυτές τις αντιρρήσεις στην κατηγορία μου και δηλώνω ότι η ανατροφή μου κι αυτή η αναίρεση με έβλαψαν πολύ από ορισμένες απόψεις.
Μήπως νομίζει κάνεις ότι ανατράφηκα κάπου παράμερα; Όχι, καταμεσής στην πόλη ανατράφηκα, καταμεσής στην πόλη. Όχι π.χ. σε ένα ερείπιο στα βουνά ή κοντά στη λίμνη. Οι γονείς μου και η ακολουθία τους ήταν ως τώρα τυλιγμένοι από το παράπονό μου και γκρίζοι, τώρα όμως παραμερίζουν εύκολα αυτό το παράπονο και χαμογελούν, γιατί πήρα τα χέρια μου από πάνω τους, τα έφερα στο μέτωπό μου και σκέφτομαι: έπρεπε να ήμουν ο μικρός κάτοικος των ερειπίων, να αφουγκράζομαι τις κραυγές των κορακιών, να μου ρίχνουν τον ίσκιο τους πετώντας από πάνω μου, να δροσίζομαι κάτω από το φεγγάρι, ακόμα κι αν στην αρχή ήμουν λίγο αδύνατος κάτω από την πίεση των καλών μου ιδιοτήτων, που θα φύτρωναν μέσα μου με τη δύναμη των ζιζανίων, καμένος από τον ήλιο, που θα με έλουζε απ’ όλες τις πλευρές μέσα από τα ερείπια, πάνω στο κρεβάτι μου από κισσό.
16 Δεκεμβρίου 1910
Βράδυ, ώρα εντεκάμισι. Το ότι, όσο δεν απελευθερώνομαι από το γραφείο, είμαι χαμένος μού είναι σαφές περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, το ζήτημα όμως είναι, όσο είναι δυνατόν, να κρατήσω το κεφάλι μου τόσο ψηλά ώστε να μην πνιγώ. Πόσο δύσκολο θα είναι αυτό, ποιες δυνάμεις θα μου απορροφήσει φαίνεται ήδη από το ότι σήμερα δεν τήρησα το νέο μου πρόγραμμα, να καθήσω από τις οχτώ ως τις έντεκα το βράδυ στο τραπέζι μου, ότι μάλιστα αυτή τη στιγμή δεν το θεωρώ αυτό καμιά μεγάλη συμφορά, ότι έγραψα βιαστικά τούτες τις λίγες γραμμές για να πέσω στο κρεβάτι μου.
Απόσπασμα από το βιβλίο Τα ημερολόγια.
Μετάφραση: Αγγέλα Βερυκοκάκη
Πίνακας: Ilian Savkov