Θεέ των χαμένων ψυχών, εσύ που είσαι χαμένος ανάμεσα στους άλλους θεούς, άκουσέ με!
Εσύ, μοίρα γλυκιά που μας παραστέκεις, κι εσείς τρελά περιπλανώμενα πνεύματα, ακούστε με:
Εγώ, ο πιο ατελής, κατοικώ ανάμεσα σε μια τέλεια φυλή.
Εγώ, ένα ανθρώπινο χάος, ένα νεφέλωμα από συγκεχυμένα στοιχεία, περιφέρομαι ανάμεσα σε ολοκληρωμένους κόσμους, ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν τέλειους νόμους, απαρασάλευτη τάξη και συγκροτημένες σκέψεις. Ανάμεσα σε ανθρώπους που είχαν διευθετημένα όνειρα και τα οράματά τους είναι καταγραμμένα και αρχειοθετημένα. Θεέ μου, οι αρετές των ανθρώπων αυτών είναι μετρημένες, κι οι αμαρτίες τους ζυγιασμένες. Και τα απροσμέτρητα πράγματα που διαβαίνουν στο θαμπό ηλιοβασίλεμα, εκεί που δεν υπάρχει ούτε αμαρτία ούτε αρετή, είναι κι αυτά γραμμένα σε κατάστιχα.
Εδώ οι μέρες και οι νύχτες μοιράζονται σε εποχές συμπεριφοράς και κυβερνιούνται από άψογους, ακριβείς κανόνες. Να τρως, να πίνεις, να κοιμάσαι, να σκεπάζεις τη γύμνια σου και τέλος να κουράζεσαι την πρεπούμενη ώρα. Να δουλεύεις, να παίζεις, να τραγουδάς, να χορεύεις, κι ύστερα να πλαγιάζεις ώσπου το ρολόι να σημάνει την ώρα. Να σκέφτεσαι έτσι, να αισθάνεσαι τόσο, κι ύστερα -μόλις ένα καθορισμένο άστρο ανατείλει στον ορίζοντα- να σταματάς να σκέφτεσαι και να αισθάνεσαι.
Να ληστεύεις τον γείτονά σου χαμογελώντας, να προσφέρεις δώρα χειρονομώντας κομψά, να επαινείς, να κατηγορείς κεκαλυμμένα, να καταστρέφεις ψυχές με ένα σου λόγο, να καις τους ανθρώπους με μιαν ανάσα σου, κι ύστερα μόλις τελειώνει η δουλειά της μέρας να νίπτεις τας χείρας σου.
Ν’ αγαπάς σύμφωνα με τους κανόνες της τάξης, να ψυχαγωγείς τον καλύτερο εαυτό σου με προσχεδιασμένο τρόπο, να λατρεύεις τους θεούς όπως τους αξίζει, να μηχανορραφείς έντεχνα με τους δαίμονες, κι ύστερα να τα λησμονείς όλα, σαν να έχει πεθάνει η μνήμη σου.
Να σκέφτεσαι υστερόβουλα, να στοχάζεσαι με υπολογισμό, να είσαι ελαφρά ευτυχισμένος και να υποφέρεις αριστοκρατικά κι ύστερα ν’ αδειάζεις το ποτήρι ως την τελευταία σταγόνα, για να μπορείς να το γεμίσεις πάλι αύριο.
Όλα αυτά τα πράγματα έχουν τέλεια προβλεφτεί, έχουν αποφασιστικά γεννηθεί, έχουν γαλουχηθεί με φροντίδα, κυβερνιούνται από κανόνες, καθοδηγούνται από τη λογική κι ύστερα -σύμφωνα με προκαθορισμένη μέθοδο- σφαγιάζονται και θάβονται. Κι ακόμα, οι σιωπηλοί τάφοι, που βρίσκονται μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, είναι σημειωμένοι κι αριθμημένοι.
Όλα αυτά είναι ένας τέλειος κόσμος, ένας κόσμος ολοκληρωμένης τελειότητας, ένας κόσμος τρανών θαυμάτων, το ωριμότερο φρούτο στου Θεού τον κήπο, η μεγαλοφυέστερη σκέψη στο σύμπαν.
Αλλά γιατί Θεέ μου, πρέπει εγώ να βρίσκομαι εδώ; Εγώ, ένας άγουρος σπόρος ανεκπλήρωτου πάθους, μια καταιγίδα τρελή, εγώ, που δεν γυρεύω ούτε την ανατολή ούτε τη δύση, εγώ, ένα αλλοπαρμένο θραύσμα κάποιου πλανήτη που εξερράγη; Θεέ των χαμένων ψυχών, εσύ που είσαι χαμένος ανάμεσα στους άλλους θεούς, γιατί βρίσκομαι εδώ;
******************************************
Με ρώτησες πώς έγινα τρελός.
Να πώς: Μιαν αυγή, καιρό πολύ πριν γεννηθούνε άμετροι θεοί, ξύπνησα από ένα λήθαργο κι είδα πως μου είχαν κλέψει όλες τις μάσκες μου -τις εφτά μάσκες που είχα δημιουργήσει κι είχα φορέσει σ’ εφτά ζωές. Έτρεξα τότε ακάλυπτος στους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους φωνάζοντας: “Κλέφτες, κλέφτες, καταραμένοι κλέφτες!” Πολλοί άντρες και γυναίκες με περιγέλασαν, κι άλλοι έτρεξαν φοβισμένοι στα σπίτια τους. Σαν έφτασα στην αγορά, ένας νέος πάνω από μια στέγη φώναξε: “Είναι τρελός!”. Σήκωσα το κεφάλι για να τον δω. Τότε, για πρώτη φορά, ο ήλιος φίλησε το γυμνό πρόσωπό μου και η ψυχή μου γέμισε αγάπη για τον ήλιο, κι από τη στιγμή εκείνη δεν ήθελα πια τις μάσκες μου. Και εκστασιασμένος φώναξα: ” Ευλογημένοι, ευλογημένοι εκείνοι που έκλεψαν τις μάσκες μου!” Έτσι έγινα τρελός. Και μέσα στην τρέλα μου βρήκα και τα δυο: λευτεριά και σιγουριά. Τη λευτεριά της μοναξιάς και τη σιγουριά πως δεν με καταλαβαίνουν. Γιατί αυτοί που μας καταλαβαίνουν κάτι υποδουλώνουν μέσα μας. Αλλά, ας μην είμαι και τόσο περήφανος για τη σιγουριά μου. Κι ένας κλέφτης ακόμα, όταν είναι φυλακισμένος, είναι προφυλαγμένος από έναν άλλον κλέφτη.
* Απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο
Πίνακας: Kahlil Gibran