Κάποτε, στο Γκαβιράτε, ζούσε μια γυναικούλα που περνούσε τις ημέρες της μετρώντας τα φτερνίσματα των άλλων και στη συνέχεια ανακοίνωνε τ’ αποτελέσματα των υπολογισμών της στις φίλες της και όλες μαζί έκαναν γι’ αυτά πολλά κουτσομπολιά.
«Ο φαρμακοποιός έκανε επτά», έλεγε η γυναικούλα.
«Αδύνατον!»
«Ορκίζομαι να μου πέσει η μύτη μου αν λέω ψέματα· τα έκανε πέντε λεπτά πριν από το μεσημέρι».
Κουτσομπόλευαν, κουτσομπόλευαν και στο τέλος κατέληγαν ότι ο φαρμακοποιός νόθευε με νερό το καστορέλαιο.
«Ο παπάς έκανε δεκατέσσερα», έλεγε η γυναικούλα, αναψοκοκκινισμένη από την ταραχή της.
«Μήπως κάνεις λάθος;»
«Να μού πέσει η μύτη αν έκανε ένα λιγότερο».
«Μα, πώς έχει καταντήσει ο κόσμος!»
Έλεγαν και ξανάλεγαν, και στο τέλος κατέληγαν ότι ο εφημέριος έβαζε πάρα πολύ λάδι στη σαλάτα.
Κάποια φορά η γυναικούλα και οι φίλες της, κι ήταν παραπάνω από εφτά, στήθηκαν κάτω από τα παράθυρα του κυρίου Ντέλιο για να κατασκοπεύσουν. Αλλά ο κύριος Ντέλιο δεν φταρνίστηκε καθόλου, γιατί δεν είχε ρουφήξει καπνό κι ούτε είχε συναχωθεί.
«Ούτε ένα φτέρνισμα», είπε η γυναικούλα. «Εδώ κάτι ύποπτο συμβαίνει».
«Αναμφιβόλως», είπαν οι φίλες της.
Ο κύριος Ντέλιο τις άκουσε, έβαλε μια καλή χούφτα πιπέρι στον ψεκαστήρα τού εντομοκτόνου και χωρίς να γίνει αντιληπτός το ψέκασε πάνω σ’ εκείνες τις κουτσομπόλες που είχαν στηθεί κάτω από το περβάζι του παραθύρου του.
«Αψού!» έκανε η γυναικούλα.
«Αψού! Αψού!» έκαναν οι φίλες της. Και δώστου όλες μαζί να κάνουν το ’να φτέρνισμα μετά το άλλο.
«Εγώ έκανα τα περισσότερα», είπε η γυναικούλα.
«Εμείς τα κάναμε», διαμαρτυρήθηκαν οι φίλες της. Και πιάστηκαν από τα μαλλιά, έριξαν γερό ξύλο η μια στην άλλη, έσκισαν τα ρούχα τους κι έχασε η καθεμιά τους από ένα δόντι.
Μετά από αυτά η γυναικούλα έπαψε να μιλάει πια με τις φίλες της, αγόρασε ένα σημειωματάριο κι ένα μολύβι, κυκλοφορούσε εντελώς μόνη και , για κάθε φτέρνισμα που άκουγε, σημείωνε ένα σταυρό.
Όταν πέθανε, βρήκαν αυτό το σημειωματάριο γεμάτο σταυρούς και είπαν «κοίτα, πρέπει να έχει σημειώσει όλες τις καλές της πράξεις. Μα πάρα πολλές έκανε! Αν δεν πάει αυτή στον Παράδεισο, τότε δεν πρόκειται να πάει ποτέ κανένας άλλος».
Από το βιβλίο Παραμύθια από το τηλέφωνο
strovoliotis
June 28, 2022 at 4:32 pm
Πάρα πολύ καλό!
Chris Pinturicchio
June 28, 2022 at 4:40 pm
Χαίρομαι που σας άρεσε.