Γιὰ τὸ ἐρωτικὸ εἰδύλλιο τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ καὶ τῆς Μαρίας Βάλβη δὲν ἤξερα μεγάλα πράματα. Τὸ μαντεύαμε ὅλοι οἱ φίλοι του, ἀπὸ τὸν ἴδιον ὅμως δὲν εἴχαμε ποτὲ καμμιὰ ἐξομολόγηση. Ξέραμε πὼς πολλὲς φορὲς ἀπόφευγε τὴ δική μας συντροφιὰ γιὰ νὰ πάη στὸ σπίτι της καὶ τίποτε περισσότερο. Ἔξω πουθενὰ δὲν τὸν εἶχε ἰδῆ κανένας μαζί της. Πὼς ἦτον τόσο σφιχτὰ πλεγμένο τὸ εἰδύλλιο, ποὺ θὰ τελείωνε σὲ γάμο, δὲν τὸ φανταζόμασταν. Τὸ θαρρούσαμε περαστικὸ καὶ πρόσκαιρο αἰσθηματάκι, καθὼς ἄλλα νεανικώτερα τοῦ Παλαμᾶ. Καὶ ἴσως σὰν τέτοιο θὰ περνοῦσε κι’ αὐτὸ χωρὶς τὸ δυνατὸ χαρακτῆρα τῆς Μαρίας. Ἐκεῖνος, καθὼς ὁ ἴδιος μοῦ ἐξομολογήθηκε κάποτε, κι’ ὥς τὴν τελευταίαν ὥρα δείλιαζεν ἄβουλος κι’ ἀναποφάσιστος. Συλλογίζουνταν τὴν εὐθύνη, ν’ ἀνοίξη σπίτι, νὰ κάνη οἰκογένεια, νὰ τὴ διατηρῆ. Κι’ ὅλα αὐτὰ χωρὶς καμμιὰ σταθερὴ ἀπολαβὴ μὲ ὅσα τοῦ ἔδινε, ὄχι καὶ πολὺ τακτικά, ἡ Ἀκρόπολις τοῦ Γαβριηλίδη. Καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ τοῦ ἦρθε σὰν μόνη σωτηρία τὸ φευγιό. Νὰ πάρη τὸ ἴδιο βράδυ τὸ βαπόρι καὶ νὰ πάη νὰ βρῆ τὸν ἀδελφό του. Ἄρχισε μάλιστα καὶ νὰ μαζεύη τὰ ροῦχα καὶ τὰ βιβλία του. Ἡ καλή του μοῖρα ὅμως τοῦ κράτησε τ’ ἀναποφάσιστα χέρια καὶ τὰ παράδωσε τὸ ἴδιο βράδυ δεμένα στὶς δυὸ παλάμες τῆς ἀποφασιστικῆς Μαρίας. Τὴ Μαρία τὴν ἔβλεπα ἀπὸ μακριά, κοριτσόπουλο μὲ γλυκύτατο πρόσωπο καὶ δυὸ λακκάκια τοῦ γέλιου στὶς ἄκρες τοῦ στόματος, ὅποτε σκολνοῦσεν ἀπὸ τὸ Ἀρσάκειον. Κάποτε τὴν ἀντικρύσαμε στὸ δρόμο της μὲ δυὸ τρεῖς ἄλλες συμμαθήτριες, ὁ Παλαμᾶς, ὁ Γαβριηλίδης κ’ ἐγώ. Ἐκεῖνος τὴ χαιρέτησε καὶ μᾶς ἀντιχαιρέτησε γελαστὰ καὶ πρόσχαρα. Κι’ ὁ Γαβριηλίδης μαγεύτηκεν ἀπὸ τὴν ὄψη καὶ τὸν τρόπο της καὶ τὴ βάφτισε «Βαλβίδα». Δὲν φαντάζουνταν βέβαια τὴν ὥρα ἐκείνη, πὼς θὰ γίνουνταν γυναῖκα τοῦ Παλαμᾶ καὶ πὼς αὐτός… θὰ τοὺς στεφάνωνε!
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γεώργιου Δροσίνη, Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην σελίδα του Facebook, Νέα Αθηναϊκή Σχολή.