Κυριακή, 21 Μάρτη 1965
Χτες είδαμε το Ζορμπά, το φιλμ του Κακογιάννη – Καζαντζάκη. Με δηλητηρίασε όλη νύχτα και σήμερα πρωί. ‘Οχι από συναίσθημα εθνικής προσβολής, που ύστερα από βροντερές τυμπανοκρουσίες και παρασημοφορίες για την πρεμιέρα του στο Παρίσι, ανακαλύπτουν τώρα οι Έλληνες χωρίς να ’χουν το θάρρος ν’ αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Αλλά για την ανυπόφορη αναισθησία αυτού του ανθρώπου, του Καζαντζάκη, που νομίζει πως είναι ευαίσθητος, που νομίζει πως είναι ερευνητής της αλήθειας για να μην πω φιλόσοφος.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Σεφέρη Μέρες Θ’
Δύο αντίθετοι πόλοι. Ο Σεφέρης δεν τον χώνευε καθόλου. Πιστεύω, ζήλευε θανάσιμα τον Καζαντζάκη επειδή ο τελευταίος είχε την πολυτέλεια να ζει μόνο από το γράψιμο. Ίσως γι’ αυτό τα περισσότερα απ’ όσα έχει γράψει ο Καζαντζάκης δεν διαβάζονται. Ο Σεφέρης ήταν διπλωμάτης, ο οποίος όμως στις κρίσιμες στιγμές τον βρίσκουμε πάνω στη δουλειά και να φτάνει σε υψηλές θέσεις μεταπολεμικά. Θυμάμαι πάντως κάτι αστείο. Ο μεταφραστής του Καζαντζάκη, ο Πίτερ Μπιν, συνάντησε τον Σεφέρη σε ένα ταξίδι του τελευταίου στην Αμερική, επί χούντας. Όταν ο Μπιν του είπε ότι έχει μεταφράσει Καζαντζάκη, ο Σεφέρης έγινε έξαλλος: «Μα τι είναι πια αυτός ο Καζαντζάκης; Ενας τιποτένιος είναι».
Ρόντερικ Μπίτον
King’s College του Λονδίνου
Εφημερίδα Καθημερινή 09.01.2011