Τί εἶνε μόδα; Ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀτόμου ἀπέναντι τῆς ὁμάδος. Τὸ ἄτομον δὲν τολμᾶ νὰ φορέσῃ ἐκεῖνο ποὺ τοῦ πηγαίνει… Φορεῖ ὅμως ἐκεῖνο ποὺ τοῦ δίνει ἡ κοινωνία καὶ τὸ φορεῖ μ’ εὐγνωμοσύνη, μὲ φιλαρέσκεια καὶ μὲ ὑπερηφάνεια. Εἶνε ἐνθουσιασμένον ἔστω καὶ ἂν στὴν κρίσιν του, — τὴν ἀτομικήν του κρίσιν, ἀλλὰ αὐτὴ σχεδὸν εἶνε ἄγνωστον πράγμα εὶς τὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων, — ἐκεῖνο ποὺ ἐπέβαλεν ἡ κοινωνία εἶνε ἀκαλαίσθητον ἢ ἀνόητον· Ὅ,τι φορέσουν ὅλοι εἶνε ὡραῖον. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχή. Ὁμολογία πίστεως πρὸς τὸ σύνολον — ὄπως ἄλλοτε θὰ ἐγίνετο πρὸς τὸν μονάρχην. Χαμένος κόπος θὰ ἦτο νὰ ζητήσωμεν ἀπὸ ποῦ πηγάζει ἡ μυστηριώδης ἐξουσία τῆς μόδας, ἡ φοβερωτέρα δικτατορία ποὺ ὑπήρξε ποτὲ στὸν κόσμον καὶ ἡ μόνη ποὺ δὲν φοβᾶται τίποτε, — ἐπειδὴ ἐπὶ τέλους ὅλοι οἱ τύραννοι συναντοῦν κάποτε κι’ ἕνα χαρακτῆρα μπροστά των! ἐκτὸς αὐτῆς. Ἔνα ὅμως ἀπὸ τὰ μεγαλείτερα αἴτια ποὺ τὴν δικαιολογοῦν εἶνε ἀσφαλῶς τοῦτο: Ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀτόμου νὰ κάμῃ δική του τέχνην. Εἶνε τόσο μεγάλη Εὐεργεσία ὅτε ἀναλαμβάνει ἡ κοινωνία νὰ λύσῃ τὸ πρόβλημα τοῦτο τῶν ἀτόμων, ὥστε δὲν πρέπει νἀπορῇ κανεὶς γιὰ τὴν τεραστίαν δύναμιν τῆς μόδας. Φαντασθῆτε τὴν δυστυχία τῶν γυναικῶν ἂν ἦσαν ἀναγκασμένες νὰ βροῦν καθεμιὰ τὸ σχῆμα τῆς τουαλέττας της, δηλαδὴ τὴν ἴδια τὴ φυσιογνωμία της… Ἀπὸ τί κόπον ἀπαλλάσει τὰ ἄτομα ἡ μεγάλη οἰκονομία ἀνθρωπίνων δυνάμεων ποὺ λέγεται κοινωνικὴ συνήθεια! Ἡ ἐτικέττα ἐπιβάλλει στοὺς ἀνθρώπους ὡρισμένας φράσεις καὶ ὡρισμένα πράγματα στὴν τάδε περίστασιν. Νόμος τυραννικός, ἀλλὰ σοφός. Ἐπειδὴ σώζει ἀπὸ πολλὰ δυσάρεστα τὸ ἴδιο τὸ ἄτομον καὶ προλαμβάνει τὰς ἀπροσεξίας του. Καὶ ἡ μόδα δὲν εἶνε παρὰ ὁ ἴδιος ὁ νόμος τοῦ ἥσσονος κόπου, ὁ ὁποῖος ἀπαλλάσει τὸ ἄτομον ἀπὸ τον κόπον νὰ δημιουργήσῃ ὁλόκληρον τέχνην, τὸν στολισμόν του. Ἔτσι ἀναλαμβάνει τὸ φιλάνθρωπον ἔργον θρησκείας. Ὅλοι ἴσοι. Ὅλοι ὡραῖοι. Αὐτὸ τουλάχιστον πιστεύουν αἱ γυναῖκες. Καὶ ἀπόδειξις εἶναι ἡ τυφλὴ πίστις ποὺ ἔχουν εἰς τὴν φιλανθρωπίαν της καὶ τὴν δύναμίν της. Ἔνα καίριον μέρος τῆς γυναικείας καλλονῆς εἶνε τὰ πόδια. Σ’ αὐτὸ ἡ φύσις ἔρριξε τοὺς θησαυρούς της ἢ τοὺς χαλασμούς της, ἐδῶ ὐπῆρξε μεγαλόδωρος ἢ κακοῦργος, ἀρχιτέκτων ἢ βάνδαλος. Ἐπὶ αἰῶνας ἡ θαυμαστὴ αὐτὴ ἀρχιτεκτονικὴ ἁρμονία εἶχε καταβυθισθῇ, ὅταν ἡ μόδα τῆς κοντῆς φούστας τὴν ἀπεκάλυψεν ἔξαφνα καὶ τὴν ἔκαμε τὸ λεπτότερον μέρος τοῦ γυναικείου κτιρίου. Καὶ ὅμως καμμιὰ γυναῖκα ἀδικημένη ἀπὸ τὴν φύσιν στὰ πόδια δὲν χάνει τὸ θάρρος της. Φορεῖ τὴν κοντὴ φοῦστα μὲ τὴν πεποίθησιν πὼς τὸ ἀτύχημά της διορθώνεται ἀπὸ τὴν παντοδυναμία τῆς μόδας. Πιστεύει σ’ αὐτήν. Καὶ ποιὸς ξέρει! ἴσως ἔχει δίκαιον. Ἴσως τὸ κοινωνικὸν γεγονός, ἡ προσταγὴ τῆς κοινωνίας, ἡ γενικὴ συνήθεια, ἐκεῖνο ποὺ ἐντὸς μιᾶς ἡμέρας γίνεται νόμος ἑκατομμυρίων ἀτόμων χωρισμένων ἀπὸ πελάγη, βουνά, γλῶσσαν, ἔθιμα, φύσιν, χωρὶς κανεὶς νὰ ξεύρῃ πῶς, ἴσως αὐτὸ μόνον εἶνε τὸ ὡραῖον καὶ ὅλα τὰ ἐλαττῶματα ποὺ παρατηροῦμεν στὸ ντύσιμο δὲν ἔχουν καμμίαν σημασίαν. Μιὰ μόδα εἶνε ὡραία ὅσο περισσότερο μεταβάλλεται εἰς δημοκρατικὸν γεγονός.
Αὐτὸ τὸ δημοκρατικὸν γεγονὸς εὐτύχησα νὰ ἰδῶ πρὸ ἡμερῶν σ’ ἕνα δημόσιον χορὸν τῆς πρωτευούσης, — ὁ ὁποῖος εἶνε καὶ τὸ θέμα τῶν γραμμῶν τούτων. Δήμευσις τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ὠμμορφιᾶς. Ἰδοὺ ἡ μεταβολὴ ποὺ ἔγεινεν ἐντὸς τῶν δέκα ἐτῶν. Στοὺς χοροὺς αὐτούς, τοὺς ὁποίους ἄλλοτε ἐλάχιστοι μποροῦσαν ν’ ἀντικρύσουν, ἐμπῆκε τώρα ὁ λαὸς μὲ τὴν προχωρημένην προφυλακήν του, τὴν γυναῖκα τοῦ λαοῦ, ἐντελῶς ἐξισωμένην μὲ τὰ προνομιοῦχα θηλυκὰ τῆς κοσμικῆς κινήσεως, κουρεμένην καθὼς ἐκεῖνες, βαμμένην καθὼς ἐκεῖνες, κοντοφούστανη καὶ χαρούμενη. Φύσις, τάξις, ἐπάγγελμα δὲν διακρίνεται. Σήμερα γλεντοῦν ὅλοι. Ὁμοιομορφία καὶ κοινοκτημοσύνη. Ποιὸς κοινωνιολόγος θὰ μποροῦσε νὰ ὑποπτευθῇ πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν, ὅτι ἡ κούκλα τοῦ ἑλληνικοῦ σπιτιοῦ ἔξαφνα θὰ ἐμφανισθῇ ἄτομον οἰκονομικῶς αὐθύπαρκτον, καὶ ὅτι ἡ ἐργασία τῆς γυναίκας θὰ ἔλυε ταχύτατα ζητήματα γιὰ τὰ ὁποῖα μποροῦσαν νὰ χυθοῦν ποταμοὶ μελάνης. Μιὰ ἀπόδειξις ἀκόμη ὅτι αἱ μεταβολαὶ ποὺ γίνονται αὐτομάτως καὶ ἀσυνειδήτως σὲ μιὰ κοινωνίαν, χωρὶς νὰ τὴς ἀντιληφθῇ κανείς, εἶνε αἱ πλέον σημαντικαί, καὶ ὅτι κατὰ τὸ πλεῖστον ἡ κοινωνικὴ ζωὴ δὲν εἶνε συνειδητή. Κανένας δὲν εἶχε ἀντιληφθῇ τί ἔγεινε. Τὴν μεταβολὴν τὴν εἴδαμεν ἔξαφνα. Ὄχι βέβαια στὰς ὥρας τῆς σοβαρότητος ἢ τοῦ πένθους, ἀλλὰ στὸ καρναβάλι καταλαμβάνει κανεὶς τί εἶχε συντελεσθῇ κάτω ἀπὸ τὴν ἤρεμον ἐπιφάνειαν τῆς κοινωνίας.
Εἰς τὴν δήμευσιν ὅμως τῆς χαρᾶς καὶ τοῦ στολισμοῦ ποὺ παρουσιάζει ἕνας δημόσιος χορὸς τοῦ 1927, δεν συνέτειναν μόνον τὰ οἰκονομικὰ αἴτια, ἀλλὰ καὶ δυὸ λεπτομέρειες τῆς μόδας ποὺ εἶχαν μεγάλην ἐκλαϊκευτικὴν ἐπήρειαν.
Τὸ ἕνα εἶνε ἡ κατάργησις τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Ἄλλοτε ἕνα πρόσωπον ἦτο καλὸ ἢ ἄσχημο. Τώρα εἶνε μιὰ ἐπιφάνεια ποὺ ζωγραφίζεται. Ἡ ὑπογραφὴ τοῦ Δημιουργοῦ ἐξαφανίζεται ἀπὸ κεῖ, κάτω ἀπὸ τὸ χρῶμα, καὶ τὸ χρῶμα δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ μπῇ εἰς ποιόν, ἀλλὰ μόνον εἰς ποσόν, «κόλλα σπάτουλα». Οὕτως ὥστε διάφοροι προλήψεις ποὺ ἐπικρατοῦσαν πρὸ δέκα ἐτῶν, ὅπως τὸ ρόδινον χρῶμα, τὸ ἐρύθημα τῆς ἐντροπῆς, ὁ ὕπωχρος τόνος, ἡ λευκότης, οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ οὕτω καθεξῆς, φαίνονται ὡς ἀνάμνησις παμπαλαίου διηγήματος δημοσιευμένου εἰς τὴν «Πανδώραν».
Κι’ αὐτὸ ἀκόμη μιὰ τεραστία οἰκονομία. Ὁ ρόλος τῆς φούστας ἔχει περιορισθῇ εἰς τὸ ἐλάχιστον, ἐνῷ ἔφθασεν εἰς τὸ μέγιστον ὁ ρόλος τοῦ στολισμοῦ, νίκη τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τῆς φύσεως, τὴν ὁποίαν ἐπεδίωξαν ὅλοι οἱ Ἀνατολικοὶ πολιτισμοὶ καὶ ὠνειρεύθησαν οἱ ντεκαντάν. Τὸ ἔργος τῆς βαφῆς τὸ συνεπλήρωσαν τὰ κοντὰ μαλλιά, διότι κι’ αὐτὰ ἐμεγάλωσαν τὸν γενικὸν τύπον καὶ περιώρισαν εἰς τὸ ἐλάχιστον καὶ δὲν κατήργησαν τὴν ἀτομικότητα τῆς γυναικός. Οἱ κουρεμένες γυναῖκες εἶνε ἕνα καὶ τὸ ἴδιο ἔντυπον εἰς μυριάδας ἀντιτύπων. Θὰ ἦτο παράδοξον ἂν ἔμενε κανένας ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισον τόσο δημοκρατικῆς μόδας. Καὶ τώρα νὰ προσθέσωμεν τὸν τρίτον παράγοντα; Ἀλλὰ αὐτὸς ἐννοεῖται. Εἶνε ὁ χορός. Τέταρτος δὲν χρειάζεται. Ὁ χορὸς πλέον ἔπαυσε νὰ εἶνε κοπιαστικός, νὰ ἔχῃ μορφὴν αὐστηρὰν καὶ δυσκολὶαν, καθὼς ἄλλοτε. Ἔγεινεν ἕνα μὲ τὰς φυσικὰς κινήσεις τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὸ βάδισμα, μὲ τὴν γυμναστικήν, μὲ τὴν ἐπίθεσιν καὶ μὲ τὴν ἄμυναν. Ἂν προσθέσωμεν καὶ τὴν ὑπηρεσίαν ποὺ προσφέρεται εἰς τὰ ἔνστικτα τῶν χορευτῶν ἀπὸ τὴν μουσικήν, φθάνομεν εἰς τὸν ἐπίλογον. Ἡ σημερινὴ χορευτικὴ μουσικὴ δὲν ἐμάζευσε μόνον τοὺς ρυθμοὺς ἀπὸ τὰς σωζομένας φυλὰς τῶν ἀγρίων, ἀλλὰ καὶ ἐπλουτίσθη μὲ κρότους, οἱ ὁποῖοι ἄλλοτε μόνον ἀπὸ σεισμὸν ἢ ἄλλο δυσάρεστον γεγονὸς μποροῦσαν νὰ προκληθοῦν κατὰ τὴν ἱεροτελεστίαν τοὺ χοροῦ. Οἱ κρότοι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι γίνονται ἀπὸ ξύλα, σκεύη, ἢ και ἀπὸ ταμπουρλονιάκαρα, εἶνε ἡ κυρίως μουσικὴ τῶν σημερινῶν χορῶν. Ἂν ὐποθέσωμεν ὅτι γίνεται μεταξὺ τῶν μουσικῶν ἢ τῶν ὑπαλλήλων τοῦ μπουφὲ συμπλοκὴ καὶ σφενδονίζουν τὰ πιάτα καὶ τὰ ὄργανα ὁ ἕνας κατὰ τοῦ ἄλλου, οἱ χορευταὶ δὲν θ’ ἀντιληφθοῦν τίποτε· θὰ ἐξακολουθήσουν νὰ χορεύουν. Ἀλλὰ ἐὰν αὐτὰ τὰ πράγματα δὲν ἔχουν σχέσιν μὲ τὴν τέχνην, ἔχουν ὅμως μὲ τὴν ζωὴν καὶ θὰ εἶνε ἄδικος ὁ περιηγητὴς ποὺ μπαίνει σ’ ἔνα δημόσιον χορὸν τοῦ 1927 νὰ μὴ ὁμολογήσῃ ὅτι ὑπάρχει ἐκεῖ κάτι ὡραῖον, τὸ ὁποῖον ἂν δὲν εἶνε ἡ μορφὴ καὶ ἡ τἐχνη, εἶνε ἡ διάδοσις τῆς χαρᾶς καὶ τοῦ στολισμοῦ σὲ μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων.
Δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Νέα Εστία στις 15 Απριλίου 1927
Πίνακας: Pierre-Auguste Renoir