Τ’ απογιοματάκι μπαίνει ένας ζήτουλας: μπρε τού λέω, πώς σε λένε, πούθ’ έρχεσαι; Από πάνω μου κάνει και μού δείχνει αόριστα` διακονεύω ψωμάκι` έτσι ο θεός να σχωράει τους θαμμένους σου, δεν κάνεις αφεντικό μ’ ένα έλεος;
Τον λυπήθηκα αχ πώς πόνεσε η καρδιά μου του δόλιου σκέφτηκα πως η ίδια μοίρα μάς ένωνε περιπλανώμενες είμαστε δυό ψυχούλες κ’ οι δυό μας σπουργιτάκια των δρόμων να, δυό κακόμοιρα πλάσματα. Όλοι οι άνθρωποι είναι καταγραμμένοι και ήσυχοι βρίσκονται καταχωρημένοι κανονικά στα βιβλία, με ημερομηνίες και ονόματα. Έχουνε κ’ ένα αμετάβλητο νούμερο: τον αριθμό του μητρώου τους είναι τα ονόματά τους μακρότατα: Γεώργιος Καντακουζηνός, του Ιωάννου και Ελένης μην ψάχνει άδικα και τους βρίσκει η αιωνιότη, φτάνουν απ’ το χωριό ως το έθνος νομός, επαρχία, δήμος, κοινότης κ’ έπειτα οι θρησκείες και τ’ άλλα σίγουρα πράματα η αλήθεια ολόσωμη με υπογραφή και σφραγίδα` όχι τρίχες.
Ενώ εμείς όλο από πάνω ερχόμαστε και δείχνουμ’ αόριστα. Είναι τα πιστοποιητικά μας αμφίβολα, είναι οι δρόμοι μας γρίφοι` άγραφη είναι η ληξιαρχική μας σελίδα` άγραφη αφού δε μάς γνώρισε και μήτε την ξέρουμε. Την αξιοπρέπεια, την τιμή, το δικαίωμα, τα κάνουμε μεις λαθρεμπόριο γιατ’ είναι μονοπωλημένα τα είδη τους` κυκλοφορούν, χωρίς τα ένσημά τους στα χέρια μας τ’ απαγορευμένα αυτά πράγματα. Τάχουν αυτοί κάμει φίρμα τους` τα βάζουν και στα εμπορικά τους ταμπέλα. Ο Θεός! είδος οικόσημο` η αρετή` σπεσιαλιτέ – ειδικότης… Μα ποιος θα μπόραε να ψήσει αντάμα τους κάστανα. Σας λέω μητ’ ο διάολος. Τουλάιστο ο διάολος – ο αγαθός αυτός άφρονας – σου ζητάει μοναχά την ψυχή σου και σ’ αφήνει όλα τ’ άλλα: Το δικαίωμα της ζωής, την απόλαυση, τον έρωτα της γυναίκας, το γέλιο. Σε συντρέχει μάλιστα να τ’ αποχτήσεις μπρε μάτια μ’. Πού τέτοιος φίλος! μια ψυχούλα στην έχω χαλάλι του. Ενώ αυτοί – άβυσσος αυτουνών το ιμάτιο – αυτοί όλα τα θέλουν, θέλουν και την ψυχή και το σώμα. Σου υπόσχονται και τη βασιλεία των ουρανών, μα σου χτυπάνε μαέστρικα τη βασιλεία της Γης μας. Ο “περί δικαίου των κώδικας ” μόνο για δικαιοσύνη δε γράφει. Ο ” Οίκος” των προμηθεύει μόνο άστεγους, και η φιλανθρωπία τους ” Αμαρτωλών Σωτηρίες”…Αμαρτιών μας τα πλήθη…εμείς…ενώ αυτοί συγγράφουν Βοκκάκιο στα γόνατα των κοριτσιών των δικών μας!…Σας λέω είν’ εξαίσιοι!
Να, για δαύτο γυρίζουμε. Είμαστε της ζωής μεις οι μούργοι κ’ είν’ οι άλλοι κορόιδα μας. Εμείς καλλιεργούμε μόνο από έρωτα προς την ελευθερία το ψέμα – ένα ψέμα όλο ποίηση, μιαν αναποδιά όλην οίστρο – ενώ αυτοί είναι αυτόδουλοί του και σκλάβοι του. Η συμφωνία τους είναι ν’ αλληλοκλέβουνται έντιμα, ενώ η κλεψιά είναι άτιμη. Είν’ η συνθήκη τους τίμια με σήμα κατατεθέν της το ψέμα. Τι μπρίο! Τι μπρίο! Πώς διάολο συσχετίζουν τα άσχετα; Πώς μπρε μάτια μ’ συμβιβάζουν τα άκρα; Είναι όλοι τους “τίμιοι” κατά τον πιο άτιμο τρόπο!…Πού να τους παραβγούμε εμείς οι κακόμοιροι σ’ αυτή τους την ανομία τη νόμιμη, σ’ αυτή την πεπειραμένη αρετή τους. Είναι πολύ πεζεβέντηδες…
Να, γι΄ αυτό γκιζιρνάμε. Μήτε σπείρουμε, μήτε θερίζουμε γιατί για μάς είναι τα χούματα μπρούτζινα και νικέλινη η γη μας. Τα Έθνη, οι πολιτείες, οι τόποι, δεν έχουνε σύνορα στον δικό μας το χάρτη και τα δυό ημισφαίρια μάς πέφτουνε λίγα. Η ζωή μας δεν ανέχεται όρια. Εμείς ένα σύνορο ξέρουμε: της ζωής και του θανάτου` μια πατρίδα γνωρίζουμε: των σολών μας το πάτι. Είμαστε μεις οι πολίτες του άπειρου, κ’ έχουμε κ’ εμείς μια σφραγίδα: τον πάτο μας. Μ’ αυτήν σφραγίζουμε μεις τα πιστοποιητικά της τιμής των…
Απόσπασμα από το βιβλίο Το Θείο Τραγί