Πριν σοφισθή την προγονικήν ημών σοφίαν, περιήρχετο τα χωρία της Χίου, να συνευφραίνεται με τους άλλους ιερέας φίλους του· αλλά τώρα, παρά την φιλικήν ταύτην επίσκεψιν, ασχολείται και εις έρευναν παλαιών επιγραφών ελληνικών ή λειψάνων τέχνης αρχαίας οποιωνδήποτε. Αν η επιγραφή ή το λείψανον δύναται να μεταφερθή,το φέρει αυτός εις την Βιβλιοθήκην της πόλεως· αν είναι ολίγον βαρύτερον, μεταχειρίζεται την βοήθειαν των Βολισσινών*, διά να το καταβάση εις την πόλιν· αν όμως σιμά του βάρους είναι και προσκολλημένον εις την γην, δίδει την είδησιν εις τους πολίτας, διά να γνωρίζωσι καν τον τόπον και ν’ αγρυπνώσιν εις την φύλαξιν αυτού. Είχε πρότερον μεγάλην εύνοιαν εις τους Άγγλους, εκ των οποίων εγνώρισε πολλούς περιηγητάς· αφού όμως έμαθεν ότι μας γυμνώνουσι καθημέραν από τα πολύτιμα της προγονικής δόξης δείγματα και τα μεταφέρουσιν εις την Αγγλίαν, όπου η θέα των γίνεται εις τους λοιπούς Ευρωπαίους δύσκολος, και εις ημάς τους ταλαιπώρους κτήτορας αδύνατος, δεν αρκείται πλέον να τους βλέπη και να τους παρατηρή με ζηλοτυπίαν· αλλ’ ευθύς, όταν ακούση Άγγλον επιδημούντα* εις την Χίον, το μηνύει πρώτον εις τους Βολισσινούς, έπειτα πέμπει αποστόλους* εις τα λοιπά χωρία, και εμπνέει εις όλων των κατοίκων τας ψυχάς τόσον φόβον, όσον ήθελεν εμπνεύσειν και παρουσία ληστών.Πως ήτο δυνατόν, φίλε μου, να κρατήσω τον γέλωτα, όταν με ηρώτησε, με τα σωστά του, αν ήτο δυνατόν να στήσωμεν εις τα κεραμίδια της Βολισσινής εκκλησίας τηλεγραφικόν όργανον(!) να μηνύη γρηγορώτερα εις όλα τα πέρατα της νήσου τους κινδύνους των κατοίκων.
– Α! μ’ έλεγε μίαν των ημερών, αν είχα εξουσίαν!
– Τι ήθελες κάμειν, Δέσποτά μου;
– Να περιέλθω όλην την Ελλάδα, να συναθροίσω όσα ήτο δυνατόν να εύρω αντίγραφα ελληνικά, λιθικάς επιγραφάς και τέχνης λείψανα παντοία, και να τα θησαυρίσω όλα εις την πόλιν μας.
– Και σε το συγχωρούσιν αι άλλαι πόλεις;
– Όλη η Ελλάς σήμερον είναι μία ψυχή και μία πόλις· κανείς από τους όντως φιλογενείς Έλληνας δεν στοχάζεται την Χίον ως πόλινχωριστήν, αλλ’ ως της μεγάλης και κοινής πόλεως τον αρμοδιώτερον τόπον εις φυλακήν* τοιούτων κειμηλίων.
– Έπειτα, Δέσποτά μου;
– Έπειτα; Εις μεν τους Έλληνας εντοπίους και ξένους ν’ αφήνω να τα θεωρώσι δωρεάν· εις δε τους αλλογενείς* να τα δείχνω μεπληρωμήν.
– Αλλά συγχώρησέ με να σε είπω ότι μεταβάλλεις το πράγμα εις εμπορίαν. Αλλογενής ήμην κι εγώ εις τους Παρισίους, όπου ευρίσκονται πολλά τοιαύτα συναθροισμένα των προγόνων μας κειμήλια· αλλά το κοινωνικώτατον και φιλανθρωπότατον γένος των Γάλλων εις όλους όλα τα εκατάστησε κοινά· ώστ’ είναι τόσον εύκολον σχεδόν να εμβής εις τας Βιβλιοθήκας και τα Μουσεία των, όσον και εις τονίδιόν σου οίκον.
– Αλλ’ ούδ’ εγώ την πληρωμήν δεν την ζητώ ως μισθόν.
– Ως τι λοιπόν;
– Την επιβάλλω ως ποινήν δι’ όσα μας εστέρευσαν, και δεν παύουν να μας στερεύωσι καθημέραν. Συγχωρημένη, ή μάλλον επαινετή ήταν η αχόρταστος επιθυμία να γυμνώνωσι την Ελλάδα από τα καλά της, εν όσω η Ελλάς εκοιμάτο εις τον χάλκινον ύπνον της βαρβαρότητος· διότι τότε δεν μας έκλεπταν, αλλ’ έσωζαν από την απαιδευσίαν, ως από Χάρυβδιν, τα σωτηρίας άξια κειμήλια των προγόνων μας. Εάν τότε κατά τύχην ο αλλογενής εύρισκεν εις τον οίκον μου αντίγραφον Ελληνικόν, ήθελε κάμειν έργον αξιέπαινον θεραπεύων την τυφλήν μου αισχροκέρδειαν, διά να λυτρώση* πράγμα πολύτιμον από τας απαιδεύτους χείρας ιδικάς μου, και τας έτι πλέον απαιδεύτους της παπαδίας μου, η οποία μόνα τα καθαρά χαρτία σέβεται, και σχίζει όσα βλέπει γραμμένα, ως άχρηστα πλέον εις γραφήν. Τόσηήτον η τότε δυστυχία του γένους.
– Αλλά και σήμερον, μήπως είμεθ’ ευτυχέστεροι;
– Μη βλασφημής, τέκνον μου. Η παιδεία βέβαια είναι μακράν, πολλά μακράν ακόμη, απ’ όσον έπρεπε κι εδύνατο να λάβη πλατυσμόν·* αλλ’ όμως απεκτήσαμεν καν ό,τι προ πεντήκοντα χρόνων μας έλειπε, την αίσθησιν λέγω ότι μας λείπουσι πολλά. Τα γυμνάσια των επιστημών πληθύνονται καθ’ ημέραν· αι διδασκαλικαί καθέδραι ελευθερώνονται από το βάρος της σχολαστικής μωρίας*, και κατέχονται από διδασκάλους σοφούς και ζηλωτάς* του σοφισμού του γένους των· από τους ιερωμένους, βλέπεις, πολλοί είναι στολισμένοι με παιδείαν, και αν έμειναν τινές με της αμαθίας την λέραν*, ή προθυμούνται να την πλύνωσι, καθώς εγώ, ή πληρώνουσι τα πλυστικάτων άλλων. Τι γελάς; Μη μου έφυγε λόγος ανόητος από το στόμα;
– Όχι, Δέσποτά μου· με εύφρανεν η προσφυής παραβολή* σου. Λουτρόν αληθώς είναι η παιδεία.
— Και λουτρόν θαυμάσιον· οσάκις*, ή από ανάγνωσιν, ή σοφών ανδρών συνομιλίαν, ελευθερωθώ από καμμίαν πρόληψιν, χαίρω ως καθαρισμένος μίαν από τας πολλάς μου λέρας. Αλλά δεν ετελείωσα τον λόγον μου. Oι αλλογενείς Ευρωπαίοι, και εξαιρέτως οι σοφοί των περιηγηταί, επληροφορήθησαν από την αυτοψίαν ότι δεν ήσαν αλαζόνος κόμποι* όσα προ ετών τινών έλεγε προς αυτούς είς από τους ημετέρους συμπατριώτας περί της σημερινής καταστάσεως της Ελλάδος. Δεν έπρεπε λοιπόν πλέον να μας αρπάζωσι, με πρόφασιν φυλακής, ό,τι είμεθα καλοί να φυλάξωμεν ημείς. Εξ εναντίας, εχρεωστούσαν, οσάκις ευρίσκουν αντίγραφον εις χείρας αγραμμάτου, να δίδωσι την είδησιν εις τους διδασκάλους και επιτρόπους των επισημοτέρων γυμνασίων, να το αγοράζωσι και να το αποθέτωσιν εις τόπον ασφαλή. Τούτο και τους αλλογενείς ήθελε δείξειν ότι φυλάσσουν αληθώς εις την καρδίαν την οποίαν επαγγέλλεται το στόμα των φιλοσοφίαν, και ημάς ενισχύσειν βλέποντας ότι μας αντευεργετούσι, δι’ όσας έλαβαν μεγάλας ευεργεσίας από τα συγγράμματα των προγόνων μας.
– Πόσας και ποίας;
– Ικανός δεν είμαι να κρίνω πόσας και ποίας ακριβώς· σ’ ακούω καθ’ ημέραν εγκωμιάζοντα την ευνομίαν, την σοφίαν, τα έθη και ήθη, με συντομίαν, τον πολιτισμόν της φωτισμένης Ευρώπης, και πιστεύω ότι δεν με απατάς. Εις την γαλλικήν γλώσσαν, ήγουν* την γλώσσαν του πλέον πολιτισμένου ευρωπαϊκού έθνους, δεν είμαι αρκετά δυνατός, ουδ’ ανέγνωσ’ ακόμη πολλά των βιβλία· από τα ολίγα όμως γνωστά εις εμέ και απ’ ολίγας τινάς μεταφράσεις, όσων η ανοστία δεν ίσχυσε ν’ αφανίση του πρωτοτύπου το άλας, εσυμπέρανα ότι αληθώς των Ευρωπαίων ο πολιτισμός έκαμε μακροτέρας προόδους· αλλ’ εσυμπέρανα και τούτο εν ταυτώ, ότι χωρίς των Ελλήνων την βοήθειαν ο πολιτισμός των εκινδύνευε ν’ αργήση εις πολλάς ακόμη εκατονταετηρίδας.
– Πώς τούτο;
– Πώς; Εξεύρεις καλύτερά μου ότι ηφανίσθησαν ελληνικά συγγράμματα πάμπολλα· ερωτώ σε αν η τοιαύτη δυστυχία δεν εδύνατο να είναι βαρυτέρα, ήγουν να αφανισθώσιν όλα και να μη μείνη άλλο, πλην μόνη η ανωφελής μνήμη του ελληνικού ονόματος, ως των Ασσυρίων, των Βαβυλωνίων, των Μήδων, οι οποίοι, εάν ποτέ επολιτίσθησαν, δεν αφήκαν ίχνος πολιτισμού εις την οποίαν εγεννήθησαν κι ετάφησανγην.
– Των ενδεχομένων ήτο και τόση δυστυχία.
– Τότε, φίλε, όσον καιρόν εδαπάνησαν και όσους κόπους εκοπίασαν οι πρόγονοί μας να υψώσωσι του πολιτισμού τον πύργον, τόσους κόπους εχρεώστει να κοπιάση, και τόσον καιρόν να τρίψη*, έως ν’ αναβή εις τον οποίον ευρίσκεται την σήμερον πολιτισμού βαθμόν η Ευρώπη. Αλλά τώρα τι εσυνέβη; Εκέρδισε και τον καιρόν και τους κόπους, και τους μεταχειρίζεται να υψώνη καθ’ ημέραν ανώτερον τον πύργον των Ελλήνων, και να πλατύνη τον Oρίζοντα, διά να ανακαλύψη όσα ήτον αδύνατον να φανερωθώσιν ακόμη εις εκείνους.
– Έμεινε τώρα ν’ αναβώμεν και ημείς τον πύργον.
– Όχι μόνον ν’ αναβώμεν, αλλά και να τον υψώσωμεν μεγαλύτερον.
Πίνακας: Θεόφιλος Χατζημιχαήλ