Ο Μπαρμπαστάθης έσπειρε εις το χωράφι του δια να φυτρώσουν στάχυα, να μεγαλώσουν, να μεταστώσουν, να κιτρινίσουν. Και έπειτα να τα θερίση και τα αλωνίση ο Μπαρμπαστάθης, να βάλη το σιτάρι εις τα σακκιά, να το πάγη εις τον μύλο, να του τ’ αλέση ο μυλωνάς˙ να το πάγη αλεσμένο αλεύρι εις το σπίτι του με το γάιδαρό του, να το ζυμώσει η κυρά Στάθαινα, να κάμη πήτες και ψωμιά και να φάγουν τα παιδάκια του.
Αλλά τα πουλιά δεν ηξεύρουν διατί το έσπειρε το σιτάρι ο Μπαρμπαστάθης. Νομίζουν ότι το έσπειρε δι’ αυτά. Και πετούν λοιπόν μέσα εις το χωράφι και τρώγουν όσον ημπορούν.
Ο Μπαρμπαστάθης όμως δεν είναι διόλου ευχαριστημένος. Και δια να μην του τρώγουν τα πουλιά το σιτάρι του, έβαλε μέσα εις το χωράφι του ένα φύλακα.
Από μακράν με αυτό το φόρεμα και το καπέλο ομοιάζει με κύριο… αλλά πολύ κακονδυμένο κύριο.
Αλλά τι νομίζετε; Εφοβήθησαν τα πουλιά;
Τα πονηρά εκατάλαβαν, ότι ο φύλακας εκείνος είναι ψεύτικος και πετούν άφοβα εις το χωράφι. Ένα μάλιστα υπήγε κι’ έκαμε την φωλέα του μέσα εις την τσέπη του κυρίου. Ανέβη και εις το κλαδάκι που βγαίνει από το καπέλο του και κοιτάζει τα μικρά του.
Ο Μπαρμπαστάθης, όταν ήλθε εις το χωράφι του, τα είδε και εχαμογέλασε. Αλλά δεν υπήγε να κρημνίση την φωλέα του και να σκοτώση τα μικρά, ούτε παραμόνευε την μητέρα των με το τουφέκι, να την σκοτώση.
Ο Μπαρμπαστάθης είναι καλός άνθρωπος και τα λυπάται τα πουλιά. Γι’ αυτό και ο Θεός θα του δώση πολύ στάρι. Όσο και αν φάγουν τα πουλιά, θα μείνη και πάλι πολύ να πάγη εις το σπίτι του, να ζυμώσει πήτες και ψωμί η κυρά Στάθαινα και να φάγουν τα παιδιά του.