Με τα παιδιά της ηλικίας της οι σχέσεις της Φρίντα είναι πάντα τεταμένες, λόγω του σωματικού της μειονεκτήματος. Τα παιδιά είναι ανελέητα και την κοροϊδεύουν: «Φρίντα, κουτσοπόδα», «Κουτσο-Φρίντα» της φωνάζουν. «Τότε η Φρίντα έβριζε με όλους τους τρόπους που είχε ακούσει». Ίσως η εμπειρία της αρρώστιας να την είχε μεγαλώσει ταχύτερα από τα άλλα παιδιά, κι έτσι οι μικροί της φίλοι να βρίσκουν μόνο αυτό τον τρόπο να τη «μικρύνουν». Μόνο με το ποδήλατο έχει πρόβλημα η Φρίντα. Κατά τ’ άλλα γρήγορα καταφέρνει να περπατά κανονικά, «με απόλυτη μεγαλοπρέπεια και χάρη στις κινήσεις της. Τα προβλήματα που είχε στο βάδισμά της ήξερε να τα καλύπτει τόσο καλά, που μερικές φορές έμοιαζε να κινείται ανάλαφρα σαν πουλί». Ως παιδί, οι γονείς της κάποτε την ντύνουν αγγελάκι και της βάζουν ψεύτικα φτερά – η Φρίντα είναι απαρηγόρητη γιατί διαπιστώνει πως δεν τη βοηθούν να πετάξει. Αισθάνεται ξεχωριστή, γιατί λοιπόν να μην μπορεί να πετάει;
Κάποτε, σε μια παιδιάστικη συναισθηματική έκρηξη, η Φρίντα σπρώχνει την ετεροθαλή αδελφή της Μαρία Λουίσα από το δοχείο νυκτός. Πληγώνεται υπερβολικά όταν εκείνη της ουρλιάζει «Δεν είσαι η κόρη της μαμάς μου, ούτε του μπαμπά μου. Από τα σκουπίδια σε μαζέψανε!» Η Φρίντα προσπαθεί να επουλώσει το τραύμα της κι αποτραβιέται στον εαυτό της. Μέσα στη μοναξιά της φτιάχνει με τη φαντασία της ένα αντίγραφό της, ένα κοριτσάκι το οποίο μοιράζεται και κατανοεί όλες τις σκέψεις και όλα τα συναισθήματά της.
«Θα ήμουν έξι χρόνων, όταν έφτιαξα με τη φαντασία μου μία φίλη, ένα κοριτσάκι…στην ηλικία μου περίπου, για να με συντροφεύει. Ανάσανα προς το τζάμι του παραθύρου του τότε δωματίου μου που έβλεπε προς την οδό Αλιέντε, και με το δάχτυλό μου ζωγράφισα μια «πόρτα»… Από αυτή την πόρτα, με τη φαντασία μου, βγήκα έξω, βιαστικά και πολύ κεφάτα, διέσχισα την πλατεία που διακρινόταν ολόκληρη από το σημείο αυτό κι έφτασα στο γαλακτοπωλείο που λεγόταν Ντρόσελ… Από αυτό το «ο» του Ντρόσελ μπήκα στο εσωτερικό ενός άλλου κόσμου, όπου με περίμενε η φανταστική μου φίλη… Δεν θυμάμαι τα χαρακτηριστικά της, ούτε τα χρώματά της. Αλλά ξέρω πολύ καλά πως ήταν ένα χαρούμενο κορίτσι – γελούσε πολύ. Δυνατά. Οι κινήσεις της ήταν σβέλτες και χόρευε σαν να μην την επηρέαζαν οι νόμοι της βαρύτητας. Την ακολουθούσα κατά πόδας και, όσο χόρευε, της εκμυστηρευόμουν τις πιο μύχιες ανησυχίες μου. Ποιες; Δεν θυμάμαι. Μάθαινε όμως όλα όσα με απασχολούσαν… Μετά ξαναπήγαινα στο παράθυρο και ξανάμπαινα πάλι από την πόρτα που είχα ζωγραφίσει στο τζάμι. Πότε; Πόσο έμενα μαζί της; Δεν ξέρω. Μπορεί μια στιγμή. Μπορεί χίλια χρόνια… Ήμουν ευτυχισμένη. Έσβηνα με το χέρι την «πόρτα» και «εξαφανιζόταν». Έτρεχα, με το μυστικό μου και τη χαρά μου, στην πιο απόμακρη γωνιά της εσωτερικής αυλής του σπιτιού μας και, πάντα στην ίδια θέση, κάτω από έναν κέδρο, φώναζα και γελούσα. Ενθουσιασμένη που ήμουν μόνη με τη μεγάλη ευτυχία μου και την πολύ ζωντανή ακόμα ανάμνηση του κοριτσιού».
Απόσπασμα για το βιβλίο Frida Kahlo – Η ζωή μιας αδάμαστης γυναίκας