«Είναι ψέμα», είπε η γυναίκα μου. «Πως μπόρεσες να πιστέψεις κάτι τέτοιο; Ζηλεύει, αυτό είναι όλο.» Τίναξε το κεφάλι της και κάρφωσε πάνω μου τη ματιά της επίμονα. Δεν είχε προλάβει να βγάλει το καπέλο και το παλτό της. Η κατηγορία την έκανε να κοκκινίσει. «Με πιστεύεις, έτσι δεν είναι; Στα σίγουρα δεν το πιστεύεις αυτό;»
Σήκωσε τους ώμους μου, κι έπειτα είπα: «Για ποιο λόγο να πει ψέματα; Ποιο το όφελός της; Τί θα κερδίσει λέγοντας ψέματα;» Δεν ένιωθα άνετα. Στεκόμουν εκεί φορώντας τις παντόφλες μου κι ανοιγόκλεινα τα χέρια μου• αισθανόμουν ελαφρώς γελοίος και εκτεθειμένος παρ’ όλ’ αυτά. Δεν είμαι πλασμένος να παίξω τον ανακριτή. Εύχομαι τώρα να μην φτάσει τίποτε στ’ αυτιά μου, κι όλα να ήταν όπως πρώτα.«Θεωρείται φίλη», είπα.«Φίλη και των δυο μας.»
«Είναι παλιοθήλυκο, αυτό είναι!» Πιστεύεις ότι ένας φίλος, ένας αχρείος φίλος, ακόμα και μια τυχαία γνωριμία, θα μπορούσε να πει κάτι τέτοιο, ένα τόσο μεγάλο ψέμα, ε; Εσύ απλώς δεν μπορείς να το πιστέψεις.» Κούνησε το κεφάλι της βλέποντας με αποσβολωμένο. Έπειτα ξεκαρφίτσωσε το καπέλο της, έβγαλε τα γάντια της και τάφησε όλα πάνω στο τραπέζι. Έβγαλε το παλτό της και το πέταξε στην πλάτη μιας καρέκλας.
«Δεν ξέρω τί να πιστέψω πια», είπα. «Θέλω να σε πιστέψω.»
«Τότε να με πιστέψεις!» είπε. «Πίστεψέ με – μόνο αυτό σου ζητώ. Σου λέω την αλήθεια. Δεν θα ’λεγα ψέματα για κάτι τέτοιο. Έλα τώρα. Πες, αγάπη μου, ότι δεν είναι αλήθεια. Πες ότι δεν το πιστεύεις.»
Την αγαπώ. Ήθελα να την αγκαλιάσω, να τη σφίξω, να της πω ότι την πιστεύω. Μα το ψέμα, εάν ήταν ψέμα, είχε μπει ανάμεσα μας. Προχώρησα προς το παράθυρο.
«Πρέπει να με πιστέψεις», είπε. «Ξέρεις ότι κάτι τέτοιο είναι ηλίθιο. Ξέρεις ότι σου λέω την αλήθεια.»
Στάθηκα στο παράθυρο και κοίταξα κάτω προς τα αυτοκίνητα που κινούνταν αργά. Εάν σήκωνα τα μάτια μου, θα έβλεπα την αντανάκλαση της γυναίκας μου στο παράθυρο. Μονολογούσα ότι είμαι ανοιχτόμυαλος άνθρωπος. Θα το ξεπεράσω. Άρχισα να σκέφτομαι τη γυναίκα μου, την κοινή μας ζωή, την αλήθεια εναντίον του αποκυήματος της φαντασίας, την ειλικρίνεια κατά του ψέματος, την ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα. Σκέφτηκα εκείνη την ταινία, το Blow-up, που είχαμε δει πρόσφατα. Θυμήθηκα τη βιογραφία του Τολστόι, η οποία βρισκόταν στο τραπεζάκι του καφέ, όσα λέει για την αλήθεια, το θόρυβο που έκανε στην παλιά Ρωσία.Έπειτα, θυμήθηκα έναν φίλο από τα παλιά, έναν φίλο πού είχα στα πρώτα και στα τελευταία μου χρόνια στο γυμνάσιο. Ένας φίλος που ποτέ δεν μπορούσε να πει την αλήθεια, ένας μόνιμος, απόλυτος ψεύτης, κι ωστόσο ένα ευχάριστο, καλοπροαίρετο πρόσωπο και αληθινός φίλος για δύο ή τρία χρόνια κατά τη διάρκεια μιας δύσκολης περιόδου στη ζωή μου. Ενθουσιάστηκα με την ανακάλυψη αυτού του καθ’ έξιν ψεύτη στο παρελθόν μου, ανέσυρα αυτό το προηγούμενο για βοήθεια στη σημερινή κρίση του —έως τώρα— ευτυχισμένου μας γάμου. Αυτό το άτομο, ο γεμάτος ψυχή ψεύτης, θα μπορούσε να υποστηρίξει τη θεωρία της γυναίκας μου ότι υπάρχουν τέτοια άτομα στον κόσμο. Ήμουν και πάλι ευτυχισμένος. Στράφηκα για να μιλήσω. Ήξερα τί ήθελα να πω: Ναι, πράγματι, μπορεί να είναι αλήθεια, είναι αλήθεια — οι άνθρωποι μπορούν και λένε ψέματα, ανεξέλεγκτα, ίσως ασυνείδητα, μερικές φορές παθολογικά, χωρίς να σκέφτονται τις συνέπειες. Σίγουρα, ο πληροφοριοδότης μου ήταν ένα τέτοιο άτομο. Μα ακριβώς εκείνη τη στιγμή, η γυναίκα μου κάθισε στον καναπέ, σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια της και είπε: «Είναι αλήθεια, ας με συγχωρέσει ό θεός. ‘Ο,τι σου είπε είναι αλήθεια. Ελεγα ψέματα όταν σου είπα ότι δεν ήξερα τίποτε γι’ αυτό.»
«Είναι αλήθεια;» ρώτησα, και κάθισα σε μία από τις καρέκλες κοντά στο παράθυρο.
Κούνησε το κεφάλι της. Είχε τα χέρια στο πρόσωπό της.
«Γιατί το αρνήθηκες τότε;» τη ρώτησα. «Ποτέ δεν λέμε ψέματα μεταξύ μας. Δεν λέγαμε πάντα ο ένας στον άλλον την αλήθεια;»
«Μετάνιωσα», απάντησε. Με κοίταξε και κούνησε το κεφάλι της. «Ντρεπόμουν. Δεν μπορείς να ξέρεις πόσο ντρεπόμουν. Δεν ήθελα να το πιστέψεις.»
« Νομίζω ότι καταλαβαίνω», είπα.
Κλότσησε τα παπούτσια της και ξάπλωσε στον καναπέ. Έπειτα ανασηκώθηκε και έβγαλε απότομα το πουλόβερ της. Τακτοποίησε τα μαλλιά της και πήρε ένα τσιγάρο από τον δίσκο.Της το άναψα και, για μια στιγμή, ένιωσα έκπληξη βλέποντας τα λεπτά χλωμά της δάχτυλα καθώς και τα περιποιημένα της νύχια. Ήταν σαν να τα έβλεπα μ’ έναν καινούργιο και κάπως αποκαλυπτικό τρόπο. Ρούφηξε το τσιγάρο και είπε μετά από λίγο: «Και πως πέρασες σήμερα, γλυκέ μου; Μιλώ γενικά, έτσι. Ξέρεις τι εννοώ.» Κρατούσε στα χείλη της το τσιγάρο και σηκώθηκε λίγο για να βάλει τη φούστα της. «Έλα», είπε.
«Έτσι κι έτσι», απάντησε. «Ήρθε ένας αστυνομικός το απόγευμα, μένα ένταλμα, πίστεψέ το ή όχι, και έψαχνε κάποιον που έμενε στο ισόγειο. Και ο διαχειριστής ανακοίνωσε ότι το νερό θα κοβόταν για μισή ώρα, ανάμεσα στις τρεις και τρεισήμισι, κατά την διάρκεια των επισκευών. Στην ουσία, σκέψου το λίγο, έπρεπε να κόψουν το νερό σ’ εκείνο το χρονικό διάστημα που ο αστυνομικός ήταν εδώ.»
«Αλήθεια;» είπε. Έβαλε τα χέρια στη μέση της και τεντώθηκε. Έπειτα έκλεισε τα μάτια της, χασμουρήθηκε και τίναξε τα μακριά της μαλλιά.
«Και προχώρησα αρκετά σήμερα το βιβλίο του Τολστόι», είπα.
«Θαυμάσια.» Άρχισε να τρώει καρύδια, που τα πετούσε το ένα μετά το άλλο με το δεξί της χέρι στο ανοιχτό της στόμα, ενώ ακόμα κρατούσε το τσιγάρο στα δάχτυλα του αριστερού της χεριού.Που και που σταματούσε να τρώει για αρκετά μεγάλο διάστημα, για να σκουπίσει τα χείλη της με το πάνω μέρος του χεριού και να καπνίσει. Στο μεταξύ είχε βγάλει τα εσώρουχά της.Σταύρωσε τα πόδια της και στρογγυλοκάθησε στον καναπέ. «Πώς σου φάνηκε;» ρώτησε.
Είχε κάποιες ενδιαφέρουσες ιδέες», της είπα. «Ήταν τύπος.» Τα δάχτυλά μου έτρεμαν και το αίμα είχε αρχίσει να κυκλοφορεί γρήγορα. ’Ενιωθα, όμως, αδύναμος επίσης.
«Έλα εδώ, μικρέ μου μουζίκε», είπε.
«Θέλω την αλήθεια», είπα απότομα, στηριζόμενος εκείνη τη στιγμή στα χέρια και τα γόνατά μου. Η βελούδινη, ελαστική απαλότητα του χαλιού με διέγειρε. Αργά αργά μπουσούλησα μέχρι τον καναπέ και ακούμπησα το πηγούνι σ’ ένα μαξιλάρι του. Χάιδεψε τα μαλλιά μου. Ακόμα χαμογελούσε. Ίχνη αλατιού τρεμόφεγγαν στα σαρκώδη της χείλη. Αλλά όσο την πρόσεχα, τα μάτια της είχαν την έκφραση μιας απερίγραπτης θλίψης , μολονότι συνέχιζε να χαμογελά και να χαϊδεύει τα μαλλιά μου.
«Μικρέ μου πασά», είπε. «Έλα εδώ στρουμπουλούλη μου. Πίστεψες στ’ αλήθεια αυτή την πρόστυχη γυναίκα, αυτό το απαίσιο ψέμα. Εδώ, βάλε το κεφάλι σου στο στήθος της μαμάς. Έτσι μπράβο. Τώρα, κλείσε τα μάτια. Έτσι. Πώς είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς κάτι τέτοιο; Με απογοητεύεις. Εσύ με ξέρεις καλύτερα απ’ όλους. Για μερικούς ανθρώπους το ψέμα είναι ένα είδος αθλήματος.»