Έτζι, με έβγαλεν από το σχολείο, ηξεύροντας να γράφω μόνον, καθώς και βλέπετε τα παρόντα γράμματα, και με συμφώνησε το χρόνο διά γρόσια πέντε και να με ταγίζει ο πατέρας μου. Αυτοί ήτον τρεις σύντροφοι, Αντρέας Πεφάνης, Iωάννης Ζωγράφος, Σπύρος Λιμπέριος Παναγιωτάκης, αδελφός της μητρός μου από έναν πατέρα όμως.
Είχαν αργαστήριον πραγματευτάδικο: Ο καθείς είχε διά σερμαγήν του από γρόσια εκατό μόνο. Ήμουν εις χρέος να παγαίνω εις τα τρία σπίτια, να υπηρετώ το μαΐστρο μου, έτσι τότε έλεγον τους μαστόρους τα παιδιά, μαΐστρο, και τη γυναίκα μαΐστρα. Έως το μεσημέρι υπηρετούσα εις τα οσπίτια τας μαΐστρας μου, — νερό από τη βρύση, σκούπισμα και άλλας υπηρεσίας κ.λ.π.
Ερχόμενος εις το εργαστήριον, να με βάλουν να πλέκω γαϊτάνια, σιρίτια και τα λοιπά. Τότε, όσοι επωλούσαν τη μανιφατούρα, οπού λέγομεν σήμερον, έκαμνον και τον καζάση. Εις όλα αυτά με μεταχειρίζονταν· και με την αράδα, μ’ έστελναν και εμάζευα και ελιές από τα ελιόδενδρα, διά πληρωμή το χρόνο γρόσια πέντε.
Και κάθε Κυριακή, τελειωμένου του παζαριού, να παίρνω μανδήλια και λοιπά, να γυρίζω εις τους μαχαλάδες, να πωλώ. Και με έθρεφεν ο πατήρ μου· μόλις καμιά βολά με φίλευαν οι μαΐστρες μου ολίγα τζίτζιφα ή ολίγα ξυλοκέρατα.
Το εσπέρας, επήγαινα εις το οσπίτιον του πατρός μου, να τρώγω. Την αυγήν, έπαιρνα το καρτάλιον με το ψωμί μου, αυτοί δεν με έδιδαν ειμή τα γρόσια πέντε το χρόνο, παπούτζια όσα εκαταλούσα, και ένα άσπρο, τρίτον του παρά, κάθε δεκαπέντε ημέρες, διά να ξυριστώ, και ξύλο όταν αυθαδίαζα, ή όταν δεν έκαμνα το χρέος μου μερικές βολές με τον φάλαγγα εις τους πόδας.
*Απόσπασμα από το βιβλίο “Χρονικό της σκλαβωμένης Αθήνας : στα χρόνια της τυρανίας του Χατζαλή γραμμένο στα 1841 από τον αγωνιστή Παναγή Σκουζέ”.
Πίνακας: Ε.Dodwell