21 Μαίου 1939, Σαλαμίνα
Άννα, ούτ’ ο Ερωτάς μας ούτε ο Γάμος μας μεθαύριο μπορεί να χωριστούν. 0 Έρωτας μας ήταν κι είναι ο πιο μεγάλος Γάμος, όπως αύριο ο Γάμος μας θα να ’ναι ο πιο μεγάλος Έρωτας! Κι αυτή η Αλήθεια, αυτή η ύψιστη Πραγματικότητα (όχι μονάχα για μας, γιατί και ο Γάμος και ο Ερωτάς μας θα ’ναι το θεϊκό προζύμι για την αναγέννησην ολόκληρου του κόσμου), δεν μπορεί από κανένα πια να διασπαστεί. Κι αλίμονο, αν εμείς βοηθήσουμε οπωσδήποτε τη διάσπασην αυτή. Το Πρεβαντόριο δίχως άλλο ήταν ένα ευγενικότατο παιχνίδι, άξιο της ψυχής και της καρδιάς Σου πριν να σμίξουμε, αλλά τώρα είν’ ώρα απόλυτη να το ‘χεις ξεπεράσει απ’ όλες τις πλευρές. Και δεν μπορεί να θέλεις κάτι, που η ψυχή Σου στην ουσία της το ξεπέρασεν απόλυτα, να γίνει ο τάφος μου κι ο τάφος μας. Γιατί και δεν μπορεί να μας χωρέσει και να μας σκεπάσει ως τάφος. Γενεές γενεών (και ξέρεις το γιατί) απορώντας θα σκοντάβουνε στα πτώματά μας. Κι όμως αν συνειδητά, θεϊκά, ξεκάθαρα, δεν λάμψει, δεν ριζώσει η Ένωσή μας πάνω απ’ όλους τους πρωτύτερους δεσμούς, εγώ το βλέπω (αν και το ξέρω πως θα κάνω το φριχτότερο έγκλημα) πως πρέπει να πεθάνω! Και θα το κάνω τέλεια και ήσυχα, Λατρεία μου, αφού μάλιστα έχω πάρει την Άδειά Σου!»
****************************
2 Ιουλίου 1939, Αθήνα
«Είσαι Δική μου, είμαι Δικός Σου! Αυτό μονάχα με γεμίζει, αυτό μονάχα με στυλώνει, αυτό μονάχα με κρατάει στη γη! Οι ρίζες του είναι μας είναι μπλεγμένες κάτου από το χώμα κι ολοένα μπλέχονται και σμίγουνε κι αναζητιώνται και τυλίγονται και πιάνονται κι ένας χυμός μονάχα ανηφορίζει βουίζοντας στις φλέβες μας κι ένας καημός ανοίγει αδιάκοπα σ’ αυτό το χωρισμό την αγκαλιά μας! Α, πώς δουλεύει μέρα – νύχτα μέσα μου, στο σώμα μου όλο, από τα νύχια στην κορφή, αυτή η αδιάκοπη αναζήτηση του νου μου για το νου Σου, των ματιών μου για τα μάτια Σου, της πνοής μου για την πνοή Σου, των ριζών μου για τις ρίζες Σου. Ούτε δευτερόλεπτο δεν σταματά η αδιάκοπη, η ακοίμητη αίσθησή της. Και μήτ’ έχω μέσα μου άλλη αίσθηση ζωής! Να Σε ζητώ μ’ όλες τις ίνες μου όλες τις στιγμές, να κολυμπάω αντίστροφα στο ρέμα της απόστασης για να Σε ‘γγίξω. Αυτή είναι τώρα η φοβερή, η ακοίμητη, η απόλυτη ζωή μου. Και θα τη ζήσω, όσο που ρίζες, κλώνοι και κορμός θα γίνουν αιώνια Ενα κι η πνοή του Σύμπαντος στα φρένα μας μια μόνη Μουσική…»
****************************
27 Φεβρουαρίου 1945, Παλ. Φάληρο
Πνοή μου μοναχή!
Αν είδες χτες τον ουρανό με το φεγγάρι, έτσι μόνο θα να νιώσεις την απεραντοσύνη της αγκαλιάς μου ολόγυρα από Σε! Έτσι θα νιώθεις πως με το να την κρατάω ολάνοιχτη, όπως την κρατώ, δε μακραίνω τα χέρια μου από Σε, μα καταργώ την απόσταση και τη φωτίζω και τη γεμίζω ολόκληρη με τον παλμό μου!». Άρχισα κιόλας να δουλεύω, ζωή μου, τόσο ήταν επιταχτική η ανάγκη αυτή μπροστά στο Θεό, που ίσαμε τούτη τη στιγμή που ήρθε ο Λάκης η ψυχή μου και το χέρι μου δουλεύουνε και προχωρούν αβίαστα στο δρόμο που ο ίδιος Θεός, χωρίς καμιάν αμφιβολία, μου έταξε να κάμω, για να γενεί και γι’ αλλουνούς στρατί και μονοπάτι. Ζω σ’ αυτή την αλήθεια, πως τότε μόνο θα ’μαι αληθινά άξιος του Θεού κι άξιός Σου, όταν κάμω το χρέος μου, καθώς το κάνω, με απέραντη περισυλλογή και αγόγγυστα κι έχοντας μπροστά στα μάτια την αυριανή αληθινή ζωή μας, που θα ’ρτει δίχως άλλο αν την ετοιμάσουμε αντάξια. Λατρεία μου, διάβασε αυτό το γράμμα του Milliex και θέλησε να του απαντήσεις Εσύ λέγοντάς του πως αποτραβήχτηκα να δουλέψω (πες πως δεν μου το ’στειλες) και πως ξέρεις πως δεν θα ’ταν δυνατό να παρευρεθώ στην ανάγνωση των «Ακριτικών». Αν όμως θέλεις λατρεία μου, πήγαινε Εσύ. Πιστεύω πως θα ‘τανε καλό να πας Εσύ. και φρόντισε να σταλεί το γράμμα στο Levesque. Είμαι καλά, ζωή μου, φρόνιμος όπως Σου ’ταξα. Χόρτα, γιαούρτι, φρούτα, γάλα, τίποτ’ άλλο. Μόνο που κρύωνα λίγο τη νύχτα και χρειάζομαι ακόμα ένα edredon. Αν θέλεις, μου το στέλνεις αύριο; Καθώς και το λαμπάκι για την πρίζα και το παλτό μου. Θα μου τα φέρει ο χρυσός ο Λάκης που κάθε μέρα τον αγαπώ και περισσότερο. Λατρεία μου, νιώθε με όπως σε νιώθω, θρονιασμένη σ’ όλο το είναι μου!
Ο Άγγελος Σου!»