Το μεγάλο τὸ ζήτημα, καταλαβαίνεις, ἦταν τὸ ταμποῦρλο: Ἂν εἶχες ταμποῦρλο, ἡ δουλειὰ ἦταν τελειωμένη. Σύντροφο ἔβρισκες ἀμέσως καὶ τὸ φανάρι δὲν κόστιζε παραπάνω ἀπὸ ἕνα γρόσι. Ἐκείνη τὴ χρονιὰ ὁ πατέρας ἔκανε ἕνα μεγάλο ἔξοδο. Τὸ μεσημέρι τῆς παραμονῆς τῆς Πρωτοχρονιᾶς μοῦ ἔφερε ἕνα ταμποῦρλο! Μικρούτσικο, βέβαια, καὶ τενεκεδένιο. — Ἔτσι δὲν θὰ τὸ σπάσεις εὔκολα, μοῦ εἶπε. Μὰ ἐγὼ κατάλαβα πὼς ἦταν ἀπὸ οἰκονομία. Τὰ πέτσινα ταμποῦρλα ἐκεῖνα τὰ πρῶτα χρόνια μετὰ τὸν πόλεμο κόστιζαν ἕναν κόσμο λεφτά.
Πῆγα καὶ βρῆκα ἀμέσως τὸ φίλο μου τὸ Μιχάλη. Ἦταν τὸ παλικάρι τῆς γειτονιᾶς κι ὁ καλύτερος σύντροφος γιὰ τὰ κάλαντα. Συχνὰ τύχαινε νὰ μᾶς ριχτοῦν τὰ ἀραπάκια στὶς γειτονιὲς καὶ νὰ μᾶς σκίσουν τὸ φανάρι ἢ νὰ σπάσουν τὸ ταμποῦρλο. Ὁ Μιχάλης ἦταν πολύτιμος.
— Τὸ ταμποῦρλο τὸ ἔχουμε, τοῦ φώναξα. Βγαίνουμε ἀπόψε;
Ὁ Μιχάλης δέχτηκε ἀμέσως. Εἶπε, ὅμως, πὼς ἔπρεπε νὰ πάρουμε μαζί μας καὶ τὸν ἀδερφό του, τὸν Δημήτρη. Ἦταν καλλίφωνος, λέει, καὶ θὰ βοηθοῦσε πολὺ στὴ δουλειά. H ἀλήθεια εἶναι πὼς ὁ Δημήτρης τραγουδοῦσε σὰν ἄγγελος. Σοῦ ‘φτανε νὰ τὸν ἀκούσεις νὰ ψάλλει μιὰ φορὰ «Τῇ Ὑπερμάχῳ» ἢ νὰ διαβάζει τὸν «Ἀπόστολο» γιὰ νὰ προτιμήσεις ἀμέσως τὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο ὅπου ἐκεῖνος ἔψαλλε ἀπὸ τὸν Ἅϊ Νικόλα. Μὰ ἡ πρόταση τοῦ Μιχάλη εἶχε κάποια ὑστεροβουλία: Τὰ λεφτὰ ποὺ θὰ κερδίζαμε θὰ μοιράζονταν στὰ τρία. Ἐκεῖνα θὰ ἔπαιρναν τὰ πιὸ πολλὰ κι ἐγώ, μ΄ ὅλο το ταμποῦρλο μου, τὰ πιὸ λίγα.
Κι ὅμως, χωρὶς κανένα δισταγμό, δέχτηκα. Τόση ἦταν ἡ ἀγάπη ποὺ τοῦ εἶχα κι ὁ θαυμασμός μου!
Ξεκινήσαμε βραδάκι. Ὁ Μιχάλης φοροῦσε ἕνα μαῦρο μακρὺ παλτό, ποὺ φούσκωνε κωμικὰ στὴν κοιλιά του, σκεπάζοντας τὸ ταμποῦρλο. Σ’ ἐμένα ξέπεσε τὸ χάρτινο φαναράκι κι ἡ φροντίδα νὰ τὸ ἀναβοσβήνω κάθε τόσο. Ὁ Δημήτρης, σὰν πρίγκιπας, μὲ τὰ ὄμορφα μάτια του καὶ τὴ γλυκιὰ φωνή του, εἶχε τὰ χέρια του στὶς τσέπες καὶ πήγαινε στὸ δρόμο πότε πιὸ μπροστά, πότε πιὸ πίσω μας, σάμπως νὰ μὴν μᾶς ἤξερε. Ὁ Μιχάλης τὸν πείραζε λέγοντάς του πὼς ἔκανε τὸν κόντε γιὰ χατίρι τῆς Ρηνούλας. Μὰ πέρασαν πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε γιὰ νὰ καταλάβω τὴ σημασία αὐτοῦ τοῦ πειράγματος. Ἡ «πελατεία» τοῦ Μιχάλη καὶ τοῦ Δημήτρη ἦταν ἡ περισσότερη ἀπὸ τὶς φτωχογειτονιές. Ἀμπντίν, Σούμπρα, Κόφτικο Παζάρι. Οἱ εἰσπράξεις μέτριες. Λέγαμε κι «εὐχαριστῶ» ἂν τύχαινε νὰ μᾶς δώσουν κανένα γροσάκι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ φουντούκια καὶ τὰ ἀμύγδαλα. Τότες ἐγὼ τοὺς τράβηξα στὶς ἀριστοκρατικὲς γειτονιές. Αὐτὸ ἦταν ἕνα μυστικὸ δικό μου. Μέρες τώρα τὸ φύλαγα. Στὸ κουρεῖο τοῦ πατέρα μου ἔρχονταν ὅλο γιατροὶ καὶ δικηγόροι.
Ἀπὸ μέρες τώρα μὲ ρωτοῦσαν:
— Ἔ, πιτσιρίκο, δὲ θὰ ‘ρθεῖς νὰ μᾶς τὰ πεῖς;
Ἐγὼ ἀπαντοῦσα ἀόριστα. Σημείωνα, ὅμως, τὸ ὄνομα καὶ φρόντιζα νὰ μάθω τὴ διεύθυνση. Ἔτσι, στὴν πιὸ ἀπελπιστικὴ στιγμὴ τῆς «ἐπιχείρησης» ξεφούρνισα στοὺς φίλους μου μιὰ λίστα μὲ ἕξι-ἑφτὰ ὀνόματα γενναῖα.
— Πᾶμε, τοὺς εἶπα, παίρνοντας ὕφος προστατευτικό.
— Τί λές, μωρέ!
Φώναξαν κι οἱ δυό τους. Θὰ μᾶς διώξουν μὲ τὶς κλοτσιές.
— Ἔγνοια σας, εἶπα ἐγώ. Ξέρω τὴ δουλειά μου.
Ἡ δουλειά μου ἦταν, μόλις ἄνοιγε ἡ πόρτα, νὰ εἰδοποιῶ πὼς ὁ Τάκης ὁ γιὸς τοῦ Κὺρ Στέφανου, τοῦ μπαρμπέρη, ἦρθε νὰ πεῖ τὰ κάλαντα. Ἔτσι τὰ πήγαμε θαυμάσια. Τὰ σελινάκια ἦρθαν νὰ σκεπάσουν τὰ γροσάκια τῶν φτωχογειτονιῶν.
Μά, ἕνα πράγμα δὲν μοῦ ἄρεσε: Στὰ σπίτια αὐτὰ ποὺ πηγαίναμε, σὰν ἄκουγαν ποιός εἶναι ἔξω, μὲ φώναζαν νὰ μπῶ μέσα, ἐνῶ τοὺς φίλους μου τοὺς ἄφηναν στὴν πόρτα. Μὲ φίλευαν ἰδιαίτερα καὶ μοῦ ἔδιναν στὸ χέρι, κρυφά, κανένα σελίνι, λέγοντάς μου πὼς αὐτὸ εἶναι «δικό μου, μόνο δικό μου».
Θυμήθηκα τὸ κόλπο τοῦ Μιχάλη ποὺ μοῦ ἐπέβαλε τὸ Δημήτρη. Ὅμως, ἡ καρδιά μου δὲν βάσταξε καὶ τοὺς τὰ ὁμολόγησα ὅλα ἀμέσως. Κι ἔτσι τὰ ἰδιαίτερά μου μπῆκαν στὸν κοινὸ κουμπαρά. Ὅλα θὰ τελείωναν μιὰ χαρά, θὰ περνούσαμε φίνα τὴν ἐπαύριο, μὲ κινηματογράφο κ.λπ. κ.λπ., ἂν στὸ γυρισμό, ἐκεῖ στὰ μπαξεδάκια τοῦ Μαρουφιοῦ, δὲ συναντούσαμε τὸ Στραβοσπύρο μὲ τὴν παρέα του.
Ὁ Στραβοσπῦρος ἦταν ἕνας ἴσαμε κεῖ πάνω, μόρτης καὶ βλάσφημος. Τὶς Κυριακὲς στὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο πουλοῦσε κουλούρια τῆς κανέλας. Μαζί του καὶ δυὸ ἄλλοι —Παναγιά μου φύλαγε!— ποὺ κουβαλοῦσαν μιὰ λατέρνα κι ἕνα φανάρι τζάμινο, στολισμένο μὲ λογῆς-λογῆς κορδέλες καὶ χαρτιά. Τί ἤθελε ὁ Δημήτρης σ’ ἐκείνη τὴ σκοτεινὴ γωνιὰ νὰ πάει νὰ τοὺς παινευτεῖ γιὰ τὶς εἰσπράξεις μας; Ὥσπου νὰ τὸ πάρουμε χαμπάρι, μᾶς εἶχαν βάλει κάτω, μᾶς πῆραν τὰ λεφτὰ καὶ μᾶς σπάσαν καὶ τὸ ταμποῦρλο. Τί μποροῦσε νὰ τοῦ κάνει κι ὁ Μιχάλης τὸ παιδὶ μ’ αὐτοὺς τοὺς νταγλαράδες.
Ἐγώ, κλαίγοντας καὶ βαστώντας πάντα τὸ χάρτινο σβησμένο φαναράκι μου, τράβηξα γιὰ τὸ σπίτι. Ὁ Μιχάλης κι ὁ Δημήτρης, ὅμως, πῆραν στὸ κατόπι τοὺς μόρτες, καλώντας, ἄδικα, τοὺς τσαούσηδες νὰ τοὺς πιάσουν. Δὲν ξέρω πῶς τέλειωσαν οἱ φίλοι μου. Δὲ ρώτησα ἢ δὲ θυμᾶμαι πιά. Ἐκεῖνο ποὺ θυμᾶμαι πολὺ καλὰ εἶναι πὼς πέρασα τὶς γιορτὲς γεμάτες πίκρα καὶ θλίψη ἀπαρηγόρητη. Τὸ παιδικὸ μυαλό μου δὲν μποροῦσε νὰ παραδεχτεῖ τότε πὼς ὑπῆρχαν κι ἄλλοι πιὸ δυστυχισμένοι ἀπὸ μένα καὶ πὼς τὸ περιστατικὸ μὲ τὸ Στραβοσπῦρο ἦταν ἕνα ἀπειροελάχιστο παράδειγμα τῆς ἀδικίας καὶ τῆς βίας ποὺ βασίλευε καὶ βασιλεύει ἀκόμα στὸν κόσμο.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Κήρυξ του Καΐρου στις 31 Δεκεμβρίου 1938.