Σχεδόν όλες οι εποχές και όλα τα στάδια της κουλτούρας προσπάθησαν κάποια στιγμή, με βαθιά δυσθυμία, να απελευθερωθούν από τους Έλληνες, επειδή κάθε προσωπική, εμφανώς πρωτότυπη και αξιοθαύμαστη δημιουργία φαινόταν, σε σύγκριση με εκείνους, να χάνει ξαφνικά τη ζωή και το χρώμα της και να γίνεται αποτυχημένο αντίγραφο, ακόμη και καρικατούρα.
Κι έτσι, κάθε τόσο ξεσπάει μια βαθιά οργή εναντίον αυτού του αλαζονικού μικρού λαού, που είχε την τόλμη να χαρακτηρίζει «βάρβαρο» ό,τι δεν ήταν δικό του γέννημα θρέμμα.
Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, αναρωτιέται κανείς, που, παρ’ όλο που έχουν μόνον εφήμερη ιστορική λάμψη, κωμικά περιορισμένους θεσμούς, αμφίβολη ηθική και χαρακτηρίζονται από ειδεχθή ελαττώματα, έχουν την αξίωση ότι διαθέτουν εκείνη την αξιοπρέπεια και την εξέχουσα θέση που διακρίνει τη μεγαλοφυία από τις μάζες;
Δυστυχώς, κανένας δεν ήταν αρκετά τυχερός να βρει το κώνειο με το οποίο θα κατάφερνε να απαλλαχτεί απ’ αυτό το φαινόμενο: όλο το δηλητήριο που δημιούργησαν ο φθόνος, η συκοφαντία και το μίσος δεν ήταν αρκετό για να καταστρέψει αυτό το αύταρκες μεγαλείο.
Κι έτσι νιώθει κανείς ντροπιασμένος και φοβισμένος μπροστά στους Έλληνες, εκτός κι αν εκτιμά την αλήθεια πάνω απ’ όλα και τολμά να αναγνωρίσει ακόμη και τούτη την αλήθεια: ότι οι Έλληνες κρατούν στα χέρια τους, σαν ηνίοχοι, τα χαλινάρια της δικής μας και κάθε άλλης κουλτούρας, αλλά και ότι σχεδόν πάντα τα άρματα και τα άλογα είναι κατώτερης ποιότητας και δόξας από τους οδηγούς τους, που το έχουν παιχνίδι να γκρεμίσουν αυτό το σύνολο σε μια άβυσσο, την οποία εύκολα πηδούν εκείνοι μ’ ένα άλμα όμοιο μ’ εκείνο του Αχιλλέα.
Απόσπασμα από το βιβλίο Η γέννηση της τραγωδίας
Πίνακας: Edvard Munch