Αυτό που πολλοί άνθρωποι λένε έρωτα, δεν είναι άλλο απ’ το διαλέγω μια γυναίκα και τη νυμφεύομαι. Τη διαλέγουν, σ’ το ορκίζομαι, τους έχω δει. Λες και μπορείς να διαλέξεις τον έρωτα, λες και ο έρωτας δεν είναι το αστροπελέκι που σε σκίζει στα δύο και σ’ αφήνει κεραυνόπληκτο στη μέση της αυλής. Θα μου πεις ότι τη διαλέγουν γιατί την αγαπούν, αλλά εγώ πιστεύω ότι πάει αδοπάνα. Τη Βεατρίκη δεν τη διαλέγεις, την Ιουλιέτα δεν τη διαλέγεις. Δε διαλέγεις εσύ τη βροχή που θα σε μουσκέψει ως το κόκαλο όταν βγεις από ένα ρεσιτάλ.
*************************************
Δεν ήμαστε ερωτευμένοι, κάναμε έρωτα με αποστασιοποιημένη δεξιοτεχνία και κριτικό πνεύμα, αλλά μετά πέφταμε σε κάτι τρομερές σιωπές, ο αφρός της μπίρας στα ποτήρια έκοβε, η μπίρα ζεσταινόταν και ξεθύμαινε, ενώ εμείς κοιταζόμασταν και νιώθαμε πως αυτό σημαίνει χρόνος. Στο τέλος η Μάγα σηκωνόταν κι έκοβε άσκοπες βόλτες στην κάμαρα. Πάνω από μία φορά την είδα να θαυμάζει το σώμα της στον καθρέφτη, να πιάνει τα στήθη της όπως τα συριακά αγάλματα, και με τα μάτια να θωπεύει αργά το δέρμα της. Δεν μπόρεσα ποτέ ν’ αντισταθώ στον πειρασμό να την καλέσω κοντά μου, να τη νιώσω να γέρνει λίγο λίγο πάνω μου, και πάλι να διχάζεται, μετά από εκείνη τη στιγμή που ’χε μείνει τόσο μόνη και τόσο ερωτευμένη μπροστά στην αιωνιότητα του σώματός της.
*******************************************
Κρύβει το πρόσωπό του για να προστατεύσει το όραμά του, αυτό που ήταν κάποτε δικό του: μέσα σ΄εκείνη τη μικρή παλαμιαία νύχτα, το τελευταίο τοπίο του παραδείσου του. Και κλαίει (γιατί η χειρονομία είναι και αυτή που συνοδεύει το κλάμα), ώσπου συνειδητοποιεί πως είναι μάταιο, πως η πραγματική καταδίκη αρχίζει τώρα: η λήθη της Εδέμ’ με άλλα λόγια, η πειθήνια συμμόρφωση, η φτηνή και ρυπαρή χαρά της εργασίας, ο ιδρώτας του προσώπου και οι πληρωμένες διακοπές.
*Απόσπασμα από το βιβλίο Κουτσό.
Πίνακας: Federico Milano