Κάποτε είχα ένα μαύρο παλτό. Μου το είχε δώσει ένας ποιητής πριν από μερικά χρόνια, στα πεντηκοστά έβδομα γενέθλιά μου. Ήταν το δικό του παλτό- ένα χαχόλικο αφοδράριστο πανωφόρι Comme de Garçons το οποίο εποφθαλμιούσα στα κρυφά. Το πρωί των γενεθλίων μου μού είπε ότι δεν είχε να μου κάνει κάποιο δώρο.
– Δεν χρειάζομαι δώρο, είπα.
– Μα θέλω να σου δώσω κάτι, ό,τι λαχταράς.
– Τότε θα ήθελα το μαύρο σου παλτό, είπα.
Και εκείνος χαμογέλασε και μου το χάρισε χωρίς να διστάσει ή να το ξανασκεφτεί. Κάθε φορά που το φορούσα ένιωθα ο εαυτός μου. Άρεσε και στον σκόρο επίσης, και ήταν γεμάτο μικρές τρύπες στον ποδόγυρο, αλλά δεν με ένοιαζε. Οι τσέπες είχαν ξηλωθεί και έχανα όλα όσα έχωνα αφηρημένη στα ιερά τους σπήλαια. Κάθε πρωί σηκωνόμουν, φορούσα το παλτό μου και τον σκούφο μου, άρπαζα την πένα και το σημειωματάριό μου και διέσχιζα την Έκτη Λεωφόρο με προορισμό το καφέ μου. Λάτρευα το παλτό μου και το καφέ και την πρωινή μου ρουτίνα. Ήταν η πιο ξεκάθαρη και απέριττη έκφραση της μοναχικής μου ταυτότητας. Καθώς όμως τελευταία ο καιρός ήταν χάλια, ήθελα ένα άλλο παλτό, για να με κρατάει ζεστή και να με προστατεύει από τον αέρα. Το μαύρο μου παλτό, πιο κατάλληλο για άνοιξη και φθινόπωρο, έφυγε από τη συνείδησή μου και, σε αυτό το σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, εξαφανίστηκε.
Το μαύρο μου παλτό χάθηκε, έγινε καπνός σαν το πολύτιμο δαχτυλίδι που εξαφανίστηκε από το χέρι του πλανεμένου πιστού στο Ταξίδι στην Ανατολή, του Έρμαν Έσσε. Συνεχίζω να ψάχνω μάταια παντού ελπίζοντας ότι θα εμφανιστεί, όπως οι κόκκοι σκόνης που φωτίζονται από το ξαφνικό φως. Έπειτα, ντροπιασμένη με το παιδιάστικο πένθος μου, σκέφτομαι τον Μπρούνο Σούλτς, παγιδευμένο στο εβραϊκό γκέτο της Πολωνίας, να παραδίδει στα κρυφά το μοναδικό πράγμα που του είχε απομείνει να δώσει στο ανθρώπινο γένος: το χειρόγραφο του Μεσσία. Το τελευταίο έργο του Μπρούνο Σουλτς, παγιδευμένο στην αδιανόητη δίνη του Β´ Παγκόσμιου πολέμου. Χαμένα αντικείμενα. Γρατσουνίζουν με τα νύχια τους τις μεμβράνες της πραγματικότητας επιχειρώντας να τραβήξουν την προσοχή μας με ανεξήγητα σήματα κινδύνου. Οι λέξεις γκρεμίζονται σε απελπισμένη αταξία. Οι νεκροί μιλούν. Έχουμε ξεχάσει να ακούμε. Μήπως έχετε δει το παλτό μου; Είναι μαύρο και χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες, με τριμμένα μανίκια και ξεφτισμένο ποδόγυρο. Μήπως έχετε δει το παλτό μου; Είναι το παλτό που κάνει τους νεκρούς να μιλούν.
Φωτογραφία: Judy Linn