Η φτώχεια και ο πλούτος είναι δυο σημαδιακές για την ανθρώπινη συμπεριφορά λέξεις. Ποτέ κανείς δεν διάλεξε με τη θέληση του τη φτώχεια (εξαιρούνται οι συνεπείς προς τις ασκητικές ιδέες τους ασκητές). Ποτέ κανείς πλούσιος δεν είπε: τι ωραία που θα ’ταν αν ήμουν φτωχός!
Από τότε που υπάρχει πείνα, δηλαδή από της εμφανίσεως του ανθρώπου στη Γη, ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται. Κι ο πλούσιος, είτε δεν ονειρεύεται τίποτα, όταν έχει αποβλακωθεί πάρα πολύ είτε ονειρεύεται διαμάντια, κότερα κι άλλα τέτοια πολυτελή, τουτέστιν αρμόζοντα σε αυτόν που έχει «πολύ τέλος», δηλαδή μεγάλη περιουσία (τέλος ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες την ατομική περιουσία) ή σε αυτόν που πληρώνει «πολλά τέλη» (πολλούς φόρους) σύμφωνα με μια αυθαίρετη «ετυμολογία της λέξης, αν και όπως έδειξαν τα πράγματα αυτοί που έχουν «πολύ τέλος» δεν πληρώνουν κατ’ ανάγκην και πολλά τέλη.
Είτε πληρώνουν είτε δεν πληρώνουν τέλη οι πλούσιοι, το γεγονός είναι πως ο πλούτος (η λέξη παράγεται από το ρήμα πίμπλημι που σημαίνει γεμίζω) δεν σε κάνει να γεμίζεις μόνο τις αποθήκες σου και το πορτοφόλι σου, αλλά και τη ζωή σου με πολλά και ποικίλα ενδιαφέροντα κι ευχάριστες ενασχολήσεις, εφόσον φυσικά δεν είσαι είτε νεόπλουτος Έλλην βλάχος, είτε πλούσιος νοτιοβαλκανικής παραλλαγής, οπότε πας στο σκυλάδικο και παράγεις, εντός αυτού, νεοελληνικό πολιτισμό, καθ’ όλα αντάξιο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, όπως θα ’θελαν ίσως έτσι να λένε κάποιοι «πολιτισμένου) σε τούτη τη χώρα των βαρβάρων.
Όμως, ο πλούτος δεν παράγει μόνο πολιτισμό, παράγει καταρχήν και κατά κύριο λόγο… ζωή. Ο θνητός άνθρωπος θέλει να είναι πλούσιος γιατί ξέρει, έστω και αν δεν το ’χει συνειδητοποιήσει, πως ο πλούτος είναι μια κίνηση απομάκρυνσης από το θάνατο, μια δυνατότητα προφύλαξης από τον πρόωρο θάνατο, πράγμα καταφάνερο στην καθημερινή ζωή: Όποιος έχει λεφτά, όχι μόνο τρώει καλύτερα και υγιεινότερα, αλλά κάνει και κυτταροθεραπεία, άμα λάχει να πούμε, ή πληρώνει τον Γιακούμπ για ένα καλό σέρβις της χαλασμένης μηχανής.
Ο πλούτος, λοιπόν, είναι πρόβλημα ζωής και θανάτου. Κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που μπορούμε και να σκοτώσουμε για να γίνουμε έστω κατά τι πιο πλούσιοι από ό,τι είμαστε, δηλαδή κατά τι λιγότερο φτωχοί από ό,τι είμαστε. Γιατί ανάμεσα στον «απόλυτο πλούτο» και την «απόλυτη φτώχεια» εκτείνεται μια απειρία ενδιαμέσων καταστάσεων, πράγμα που κάνει τον άνθρωπο να θέλει συνεχώς να περάσει από μια κατώτερη βαθμίδα σε μια ανώτερη κι έτσι συνέχεια μέχρι τον «άπειρο πλούτο», που είναι βέβαια μια ιδανική και συνεπώς ανύπαρκτη κατάσταση.
Αλίμονο στην ανθρωπότητα αν εξαφανιστεί αυτή η τάση να θέλει κανείς να γίνεται ολοένα και περισσότερο πλούσιος. Τα πάντα θα παραλύσουν. Ο Μαρξ ποτέ και σε καμιά περίπτωση δεν ήταν εχθρός του πλούτου. Ήταν μόνο εχθρός των πλουσίων κι αυτό είναι κάτι το διαφορετικό. Διότι, άλλο πράγμα είναι ο κοινωνικός πλούτος, που μοιράζεται σε όλους, είτε κατά τις ανάγκες τους (κομουνισμός) είτε κατά την εργασία τους (σοσιαλισμός) κι άλλο η άτσαλη και άναρχη συσσώρευση του πλούτου εική και ως έτυχεν σε χέρια ανθρώπων που δεν έχουν καμιά συνείδηση πως ο πλούτος είναι κοινωνικό δεδομένο, ότι δηλαδή παράγεται εντός της κοινωνίας, χάρη στην ύπαρξη οργανωμένης κοινωνικής ζωής, και σε τελική ανάλυση χάρη στην ύπαρξη όλων των ανθρώπων, πλουσίων και φτωχών, σε όλη τη Γη.
Κανείς ποτέ δεν έγινε πλούσιος ζώντας και δουλεύοντας ολομόναχος στη ζούγκλα του Αμαζονίου, ας πούμε (ή της Αθήνας). Αντίθετα, για να γίνεις πλούσιος σου χρειάζεται η ζούγκλα των ανθρώπων. Που όσο πιο ζουγκλοειδής είναι, τόσο βοηθιούνται οι ηλίθιοι και οι ανίκανοι να γίνουν πλούσιοι. Καταλάβατε τώρα γιατί εμφανίστηκε στην Ελλάδα, κι όχι ας πούμε στη Γαλλία, το φαινόμενο Κοσκωτά;
Γιατί στην Ελλάδα λειτουργεί στο φουλ ο χρυσός κανόνας του καπιταλισμού «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» – και τσιμέντο να γίνει από τους εργολάβους δημοσίων έργων. Που βέβαια είναι κλεφτρόνια σε σχέση με το δόκτορα της κλοπής, αλλά εν πάση περιπτώσει κάνουν κι αυτοί το κατά δύναμιν να απομακρυνθούν όσο γίνεται από την παλιά τους φτώχεια, που φθείρει τη ζωή.
Απόσπασμα από το βιβλίο Καπιταλισμός, Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας.