Κανείς δεν έμαθε ακριβώς πως και από που ξεπήδησε η πρώτη σπίθα. Φαίνεται πως ένα σπίτι είχε πάρει φωτιά εκείνο το πρωί στο Σικίρ Σοκάκ, ένα μισοχαμένο δρομάκι στην περιοχή του Σταθμού του Μπασμαχάν, όπου μερικοί Τούρκοι στρατιώτες είχαν πάει να κατασχέσουν τα τουφέκια μερικών Αρμένηδων πολιτών. Κάποιος είχε πυροβολήσει την περίπολο, ένας άλλος έριξε μιαν αυτοσχέδια χειροβομβίδα, αμέσως ύστερα πήδησαν οι φλόγες από τα μαγαζιά και τα σπίτια σ’ όλη την περιοχή από τον Άγιο Στέφανο ως το Παζάρι των Φρούτων.
Ακόμα και η πυροσβεστική υπηρεσία που είχαν δημιουργήσει οι ασφαλιστικές εταιρείες των Ευρωπαίων για να καταπολεμάνε τους εμπρησμούς, δεν μπόρεσε να εντοπίσει και να σβήσει την πυρκαγιά. Οι αντλίες χάλασαν γρήγορα. Ομάδες που σχηματίστηκαν για να μεταφέρουν νερό με κουβάδες διαλύθηκαν και οι άντρες σκόρπισαν.
Οι πυροσβέστες φόρτωναν την αποτυχία τους στον άνεμο. Κανείς ως τότε δεν είχε ακούσει πως μπορούσε Σεπτέμβρη μήνα να φυσήξει νοτιάς. Τώρα έφερνε στάχτες και αποκαΐδια προς την ελληνική Μητρόπολη, κάτω στο δρόμο των μπουρνουζεμπόρων, κατευθείαν μέσα από τις χριστιανικές συνοικίες της πόλης. Πολύ γρήγορα η Αρμένικη Μητρόπολη καιγόταν κι αυτή σα λαμπάδα. Αναμμένες στάχτες έπεφταν σα νιφάδες στη Μπασμαχάν. Οι κάτοικοι της περιοχής, που φοβήθηκαν το πλιάτσικο, κρύφτηκαν στα σπίτια τους και πυροβολούσαν τους πυροσβέστες. Μέσα σε μια ή δυο ώρες η περιοχή του Αγίου Στεφάνου είχε εγκαταλειφτεί.
Μονάδες καταστροφής, του στρατού, αποπειράθηκαν να ανατινάξουν ένα τετράγωνο και να δημιουργήσουν ένα φράγμα στις βόρειες άκρες της φωτιάς. Όμως, οι εκρηκτικές ύλες άνοιγαν τρύπες και άφηναν ανέπαφους τους τοίχους. Η πυρκαγιά βρήκε πέρασμα στη συνοικία του Αϊ Δημήτρη και απλώθηκε προς τα βορειοανατολικά, προς το δεντροφυτεμένο καλντερίμι στο μάκρος της θάλασσας.
Γύρω στα μισά του απογεύματος, η πυρκαγιά είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο και μαινόταν σε πάνω από είκοσι εστίες. Προχωρώντας από το Γκιοζ Τεπέ, ο Κενάν βρήκε την παραλία γεμάτη από κόσμο, όπως θάναι ο θρόνος τ’ ουρανού, στη δεύτερη παρουσία. Στα στίφη των προσφύγων που είχαν ακολουθήσει τον ελληνικό στρατό, είχαν προστεθεί καινούργια πλήθη από Σμυρνιούς που τους κυνηγούσε η φωτιά. Ο καθένας τους κρατούσε τα πιο απίθανα πράγματα: Βελουδένια μαξιλάρια, λιθογραφίες και γαμήλια στεφάνια.
Κάθε φορά που άκουγαν μια σειρήνα ή μιαν έκρηξη δυναμίτη, στριμώχνονταν όλο και πιο κοντά στην θάλασσα και ρίχναν πανικόβλητες ματιές προς το εσωτερικό της στεριάς, σα να τους κυνηγούσαν δαίμονες. Καθώς είδαν το αυτοκίνητο με την Τούρκικη σημαία και τον στρατιωτικό οδηγό, οι άνθρωποι άπλωσαν τα χέρια τους και ούρλιαζαν.
– Βοηθείστε μας! Χρειαζόμαστε βάρκες, σχεδίες. Η πυρκαγιά θα μας ρίξει στη θάλασσα!
Ο Κενάν όμως κοιτούσε κατευθείαν μπροστά και φώναζε στον οδηγό του να χτυπάει το κλάξον. Του είχαν χρειαστεί πάνω από δυο ώρες για να φτάσει ως εκεί από τα προάστια και ο Μουσταφά Κεμάλ θα τον περίμενε. Στο μεταξύ, φυσικά, η φωτιά απλωνόταν φοβερά κι αυτό προκαλούσε στον Κενάν μιαν αρρωστημένη ικανοποίηση.
Αν και ήξερε ότι τον Μουσταφά Κεμάλ τον είχε αναστατώσει η καταστροφή του εμπορικού τομέα της πόλης, ο Κενάν έβλεπε την πυρκαγιά με ευχαρίστηση. Τον είχε εντυπωσιάσει η αχόρταγη μανία που έδειχναν οι φλόγες, η μετεωρική τους ταχύτητα. Ήταν όπλα της οργής του Θεού, που στάλθηκαν για να τιμωρήσουν τη Σμύρνη για την προδοσία της. Και ρίχτηκαν για να φέρουν γοργά την τρομερή δικαιοσύνη σ’ αυτή την παρασιτική Χριστιανική αποικία. Αν χέρια ανθρώπου είχαν ανάψει φωτιά, είχαν κινηθεί μέσα στο φοβερό πλαίσιο του Θεϊκού σχεδίου. Καλύτερα να καεί στις φλόγες αυτός ο κακοήθης όγκος, αυτή η καρκινώδης κοινωνία των απίστων, παρά να μπολιάσει με το πύον της την καθαρότητα του Τούρκικου Έθνους!
Στην προκυμαία, έξω από τα γραφεία του Πασά, μερικοί Έλληνες συνωθούνται γύρω από μια ξύλινη μαούνα. Μια γριά ξεδοντιάρα σα χήνα, έκανε κουμάντο. Καθισμένη ανακούρκουδα σ’ ένα ξύλινο σανίδι, με τη μαύρη φούστα της τυλιγμένη γύρω της, έδινε διαταγές στους άλλους έξω:
– Το ψωμί! Το ψωμί πρώτα! Και κατόπιν: Ο παπάς. Ύστερα είναι η σειρά του παπά!
Και οι άνθρωποι στην παραλία απόθεταν πειθήνια μια δεκάδα καρβέλια ψωμί, και πίσω απ’ αυτά έρχονταν ένας ανθηρός γερο-παπάς, ένας γεμάτος άντρας γερός σαν ταύρος, που κρατούσε τα μάτια σφαλιστά κι έσφιγγε πάνω του μιαν εικόνα.
Οι βαρκάρηδες γκρίνιαζαν ανυπόμονα και χτυπούσαν με τα κουπιά τους το νερό, η γριά όμως εξακολουθούσε να χειρονομεί, να φωνάζει, να παίρνει ονόματα και να ταχτοποιεί επιβάτες. Φόρτωσε στη βάρκα έναν ακόμα παπά, ένα κουτσό παιδάκι τυλιγμένο σε κουβέρτες και μια νεαρή γυναίκα μ’ ένα μωρό γαντζωμένο στο στήθος της. Το νερό έγλυφε τη βάρκα λίγους πόντους κάτω από την κουπαστή.
Μερικοί, με κουρέλια τυλιγμένα στο κεφάλι τους άρχισαν να τραβούν τα παλαμάρια και πρόσφεραν στον καπετάνιο πουγκιά με νομίσματα. Η γριά στρίγγλιζε και χτυπούσε τα χέρια της. Στο τέλος, η βάρκα ξεκόλλησε γλιστρώντας σα δελφίνι. Λίγα μέτρα παραπέρα συνάντησε ένα κύμα και βούλιαξε διαμιάς. Τα δέματα βγήκαν στην επιφάνεια κι έπλεαν. Τη γριά και τους παπάδες της, τους σύρανε στην παραλία και τους απόθεσαν πλάι-πλάι. Ανάσαιναν βαριά, μισοπνιγμένοι με τα ρούχα τους να στάζουν. Ο Κενάν μπήκε στο κτίριο.
Ο δεκανέας που έφερε την τελευταία αναφορά ήταν μαύρος από την κάπνα. Ο Κενάν στέκονταν όρθιος χαϊδεύοντας το κεφάλι του μπαστουνιού του, ενώ άκουγε τις λεπτομέρειες.
– Πόσα σπίτια; Ρώτησε.
– Ο Θεός μόνο γνωρίζει, εξοχότατε.
Ο δεκανέας σκούπισε τα κατακόκκινα μάτια του με το μανίκι.
– Ποιος μπορεί να το πει αυτή την ώρα; Η φωτιά προχωρεί τόσο γρήγορα.
Και ύστερα σωριάστηκε απότομα κάτω. Η φωτιά είχε καψαλίσει τα χείλια και τα ρουθούνια του και το χλωμό δέρμα του ήταν στεγνό και πανιασμένο. Και στάλες ιδρώτα, που έμοιαζαν με σταγόνες μελάνι, σκέπασαν το πρόσωπό του.
Ο Κενάν χτύπησε τον τοίχο με το μπαστούνι του.
– Αναπνευστική ανωμαλία λοχία, είπε σ’ εκείνον που μπήκε μέσα. Δεν υπάρχει κανένας γιατρός στην υπηρεσία :
Καθώς πήγαινε να μεταδώσει την αναφορά, ξαναφώναξε:
– Να ετοιμάσετε το αμάξι. Θα φύγουμε σε πέντε λεπτά.
Το κτίριο ήταν τριώροφο, ένα μνημείο του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στην Ανατολή. Από την ταράτσα του, μπορούσε κανείς να δει την πόλη ν’ απλώνεται στο μάκρος της παραλίας που ξεθώριαζε σιγά-σιγά. Στο κέντρο φαινόταν ο φλεγόμενος κύκλος της πυρκαγιάς, απ’ όπου ξεπετιώντουσαν πύρινες σφαίρες φωτιάς που ανέβαιναν σαν κύματα, έσκαγαν κι έσβηναν μέσα σε δίνες καπνού.
Ο Πασάς καθόταν ζαρωμένος στην ταράτσα, μ’ ένα τσιγάρο ανάμεσα στα λεπτά χείλια του και με κιάλια στα μάτια.
– Αυτό το θέαμα σε αρρωσταίνει, είπε.
– Μάλιστα, κύριε, απάντησε ο Κενάν, δίνοντας μια ψυχρή μεταλλική απόχρωση στη φωνή του.
Ποτέ δεν είχε τόσο απογοητευθεί από τον Μουσταφά Κεμάλ. Ο άνθρωπος ήταν συνοφρυωμένος από την ανησυχία! Ο Κενάν τού ανέφερε ότι τ’ αυτοκίνητα του επιτελείου ήταν έτοιμα να φύγουν για το Γκιοζ Τεπέ, όπου ένας έμπορος, ο Μουαμέρ Μπέη είχε προσφερθεί να τους δώσει το σπίτι του. Ένα από τ’ αμάξια θα δείχνει το δρόμο.
– Από την παραλία είναι σχεδόν αδύνατο να περάσουμε.
Ο Πασάς χασμουρήθηκε και τέντωσε τα πόδια του.
– Σε λίγους ανθρώπους μπορεί να βασιστεί κανείς όσο σε σένα, φίλε μου. Οι περισσότεροι από τους συναδέρφους σου θα προτιμούσαν να ξεκουράζονται σπίτι τους με τις πυτζάμες τους παρά ν’ ακολουθούν τον αρχηγό τους σ’ αυτή τη φλεγόμενη κόλαση.
– Η μόνη χαρά της ζωής μου, είπε ο Κενάν, είναι να υπηρετώ την εντιμότητά σας, Πασά μου. Και υποκλίθηκε καθώς ο Πασάς βάδιζε προς τις σκάλες.
Την ώρα που έφευγαν από το κτίριο, κάποιος τράβηξε τον Κενάν από το άδειο μανίκι.
– Έχω κι άλλες πληροφορίες εξοχότατε.
Ο Κενάν ανατρίχιασε: Ήταν ένας πληροφοριοδότης – ένας Μαλτέζος ή Ρουμάνος ίσως –που είχε δουλέψει και για τους Έλληνες και για τους Γάλλους και για τους Άγγλους. Τον έλεγαν Πεύκο. Το βρωμερό, γλοιώδες και πονηρό του πρόσωπο θύμιζε στον Κενάν όλη την άθλια διαφθορά που τόσο σιχαινόταν σ’ αυτή την καταραμένη πόλη.
– Δώστε τις στο λοχία.
– Είναι πολύ σημαντικές. Και πολύ προσωπικές.
Παρακάλεσε τον Κενάν να μπουν στο γραφείο.
– Δέστε αυτά τα στοιχεία! Ένα απόρρητο έγγραφο του Έλληνα Διοικητή προς την Μαύρη Μοίρα, που ορίζει την ώρα για την εκδήλωση της πυρκαγιάς. Χρειάζομαι ένα Τούρκικο διαβατήριο για να πάω σίγουρα στο Κοκάρ Γυαλί, αυτό είν’ όλο.
– Πλαστογραφία, είπε ο Κενάν και κάθισε. Τι σχέση έχω εγώ με τις πλαστογραφίες;
– Χωρίς αυτή την απόδειξη, εξοχότατε, ο κόσμος θα πει πως τις φωτιές τις έβαλε ο τουρκικός στρατός.
– Και τι με νοιάζει τι θα πει ο κόσμος;
– Μια βόλτα στα προάστια. Ένα γοργό πέρασμα.
Ο Πεύκος κινούνταν νευρικά από το ένα πόδι στο άλλο και με τα δάχτυλά του ανακάτευε τα μαλλιά του.
– Έχω κι άλλες πληροφορίες. Μπορείτε να φανταστείτε τί; Είδα τον αδερφό σας, εδώ στη Σμύρνη!
Ο Κενών έσφιξε τα δόντια του.
– Δεν έχω κανέναν αδερφό.
– Έτσι; είπε ο Πεύκος. Τότε δεν θα ήταν αδερφός σας εκείνος που είδα στην ταράτσα του καφενείου πάνω από το υδραγωγείο. Νόμιζα πως είσαστε συγγενείς με τον Αμπντουλλά από το Αλασεχίρ, διατηρούσε ένα φαρμακείο στην Κωνσταντινούπολη, ακριβώς απέναντι από το Τζαμί Βαλιντέ.
– Όχι, είπε ο Κενάν και προσπάθησε να σηκωθεί. Μη με βοηθάτε. Δώστε μου μόνον αυτό.
– Τη θήκη του πιστολιού;
– Βοηθείστε με να τη φορέσω.
Καθώς ο Πεύκος χαμήλωσε το κεφάλι του, ξεφυσώντας από την προσπάθεια να κουμπώσει τη ζώνη του πιστολιού του, ο Κενάν ορθώθηκε και βύθισε το δάχτυλό του σαν αγκίστρι στη μαλακή κοιλότητα του ώμου του σπιούνου.
Ο Πεύκος προσπάθησε λαχανιασμένα να ξεφύγει.
– Πού τον είδες αυτόν τον αγύρτη; ψιθύρισε ο Κενάν. Οδήγησέ με!
Βγήκαν αμέσως. Ο καπνός είχε σκεπάσει τους βάλτους κι ένα σύννεφό του σε σχήμα βεντάλιας είχε χρωματίσει τον ουρανό. Την ώρα που περνούσαν από το ιταλικό θέατρο, όπου η πυρκαγιά είχε φτάσει μόλις δυο τετράγωνα από την αποβάθρα, ο ήλιος έδυε, σαν δηλητηριασμένη καρδιά που έσβηνε.