Από τη μέρα που έπαψα τις σχέσεις με τι κομμένες κεφαλές (τις ακούω μόνο μέσα στον ξυπνό εφιάλτη μου) είμαι σαν πελαγωμένος. Ομολογώ πως δεν το περίμενα. Πασχίζω από κάπου να πιαστώ. Η ζωή μου σκόρπισε σαν τα κεχλιμπάρια που τους κόπηκε η κλωστή. Δεν έχει συνοχή μήτε βάρος. Άλλοτε σκέψεις και πράξεις περπατούσαν μαζί, για τον ίδιο στόχο. Ζούσα γυρισμένος το μέσα έξω, αυτό ναι, αλλά ήμουν εγώ, το ήξερα. Από πού ερχόμουν και πού πήγαινα, το ήξερα. Δεν είχα ψευδαισθήσεις. Ήμουν σαν πετραδάκι μέσα σ’ ένα μωσαϊκό «εν τω γίγνεσθαι». Αυτό μου θυμίζει το λόγο που μου πέταξε μια «κομμένη κεφαλή» όταν σηκώθηκα να φύγω: «Από δω και πέρα είσαι ένα σκατωμένο πετραδάκι». Πού είναι το σωστό; Κι αφού έχω δίκιο γιατί να νιώθω σα…
Τώρα η θετική πλευρά. Ίσως να μην είναι παρά τ’ αποτέλεσμα μιας πολυτέλειας, αφού έχω όλο τον καιρό για να σκαλίζω και να βαθαίνω. Πάντως, μένοντας μόνος, ξαναβρήκα τον άνθρωπο· νιώθω πιο ζωντανά τη δυστυχία, τους τρόμους, τις μικρές χαρές του. Όταν ζεις ομαδικά, θες δε θες, συμμερίζεσαι τους ενθουσιασμούς και τις αδιαλλαξίες των συντρόφων σου. Βλέπεις με πολλά μάτια· αλλά βλέπεις μάζες, επιφάνειες. Οι αποχρώσεις σου διαφεύγουν. Λες: ο εχθρός, οι σύμμαχοι… Συγκεκριμένα όμως; Στάσου και σ’ έπιασα! Κι οι «κομμένες κεφαλές», η «γκιόσα». Πως ξοφλάς έτσι, μ’ ένα χαρακτηρισμό; Βάλτο αυτό στην άκρη να το ξεκαθαρίσεις.
Δεν αποκλείεται, το πελάγωμα μου να είναι το είδος νευρασθένειας, μια συνέπεια της απομόνωσης. Αν βρισκόμουν, έστω και παράνομος, στην Αθήνα ή στο βουνό με τους αντάρτες, θα πάθαινα το ίδιο; Ή μήπως φταίει το σπίτι με την παράξενη ατμόσφαιρα; Τόσοι άνθρωποι, ναυάγια της καταιγίδας που σαρώνει τον κόσμο, κι αντίς η δυστυχία να τους σμίγει, τους χωρίζει. Λες κι ο καθένας τους φοβάται μην κολλήσει από τον άλλον αρρώστια πιο βαριά απ’ αυτή που τον λιώνει. Ένας διάδρομος είναι, κάμαρες από δω, κάμαρες από κει. Οι πόρτες τους μονόφυλλες· όταν είναι ανοιχτές ο γείτονας βλέπει και την πιο κρυφή γωνιά. Τώρα που πιάσαν οι ζέστες τις ανοίγουν συχνά. Κι όμως καθένας τους ζει τυλιγμένος μέσα σ’ ένα κύλινδρο μοναξιάς. Όπου πάνε περπατάει μαζί τους. Ο χιτώνας του Νέσσου.