O ερωτισμός, από τη φύση του, είναι επιθυμία για υπέρβαση. Ο ερωτισμός είναι πριν και πάνω απ’ όλα η διψασμένη επιθυμία για τον άλλο. Η ελευθεριότητα ως έκφραση του πόθου και της οξυμένης φαντασίας είναι πανάρχαια. Ως σκέψη και ως πραγματική φιλοσοφία είναι σχετικά σύγχρονη.
Η πρώτη φιλοσοφική αντιμετώπιση του έρωτα γίνεται στο «Φαίδρο» και το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα. Στο «Συμπόσιο» ο Αριστοφάνης για να εξηγήσει το μυστήριο της οικουμενικής έλξης προσφεύγει στο μύθο του αρχέγονου ανδρόγυνου. Σύμφωνα με αυτόν, παλαιότερα, υπήρχαν -όπως και σήμερα- τρία φύλλα: το αρσενικό, το θηλυκό και το ανδρόγυνο, αποτελούμενο από διπλά όντα. Το ανδρόγυνο φύλο ήταν ιδιαίτερα δυνατό και έξυπνο και απειλούσε τους θεούς. Για να το υποτάξει ο Δίας το διαίρεσε. Έκτοτε τα χωρισμένα μισά αναζητούν το συμπληρωματικό τους. Συνεπώς είμαστε όντα ατελή και η ερωτική επιθυμία είναι μια διαρκής δίψα για ολοκλήρωση. Χωρίς εκείνον ή εκείνη δεν είμαστε ο εαυτός μας σύμφωνα με την «ποιητική μεταφορά» του μύθου.
Αντίθετα, για τη Διοτίμα του Σωκράτη ο έρωτας είναι δαίμονας, ένα πνεύμα, που ζει εν τω μεταξύ, ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους, ανάμεσα στις δύο πραγματικότητες, ή καλύτερα ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Πρόκειται δηλαδή για έναν διαμεσολαβητή, έναν προξενητή, ένα medium που φέρνει σε επικοινωνία και ενώνει τα έμβια όντα. Είναι γιος του Πόρου και της Πενίας και φέρνει ακόμη σε επικοινωνία το φως με τη σκιά, τον αισθητό κόσμο με τις ιδέες. Ως γιος της Πενίας προσδοκά και αναζητάει τον πλούτο, ως γιος του Πόρου είναι γενναιόδωρος και υπόκειται στη δαπάνη, μοιράζοντας τα αγαθά. Είναι ο «ερών» που ζητά, το «ερώμενον» που δίνει.
Οι ερωτευμένοι «εγκυμονούν εις την ψυχήν», συλλαμβάνουν μέσω της σκέψης λέει ο Πλάτων. Στο Συμπόσιο η Διοτίμα βλέπει τον έρωτα σαν κλίμακα. Στο κάτω μέρος ο έρωτας ενός ωραίου σώματος, ύστερα ο έρωτας πολλών ωραίων σωμάτων, κατόπιν ο έρωτας της ίδιας της ομορφιάς, στη συνέχεια ο έρωτας της ενάρετης ψυχής, τέλος ο έρωτας της άυλης ομορφιάς. Μ’ αυτό τον τρόπο ο έρωτας γίνεται η ανοδική πορεία προς το «απόλυτο κάλλος» που είναι και ο δρόμος προς την αθανασία».
Η ερωτική συνάντηση αρχίζει με τη θέα του κορμιού που ποθούμε. Ντυμένο ή γυμνό, το κορμί είναι μια παρουσία, μια μορφή η οποία, προς στιγμή, είναι όλες οι μορφές του κόσμου. Μόλις αγκαλιάσουμε τη μορφή αυτή, παύουμε να την αντιλαμβανόμαστε ως παρουσία και τη συλλαμβάνουμε ως συγκεκριμένη ύλη, απτή, που χωράει στην αγκαλιά μας και η οποία, παρόλα αυτά, είναι απεριόριστη.
Χανόμαστε ως πρόσωπα και βρισκόμαστε ως αισθήσεις. Όσο η αίσθηση γίνεται πιο έντονη, το κορμί που αγκαλιάζουμε γίνεται πιο αχανές. Αίσθηση του απείρου. Το κορμί μας χάνεται μέσα στο άλλο κορμί. Το σαρκικό αγκάλιασμα είναι η κορύφωση του κορμιού και η απώλειά του.
Απόσπασμα από το βιβλίο Διπλή φλόγα, έρωτας και ερωτισμός
Πίνακας: Ron Hicks