Ένα δικό μου δωμάτιο σ’ ένα ξενοδοχείο –τι λέτε, ωραίο δεν ακούγεται; Πιστέψτε όμως, δε μας πήγαν εκεί από ανθρωπιά· απλώς είχαν σκεφτεί για μας τους «επίσημους» μια πιο εκλεπτυσμένη μέθοδο, κι αντί να μας στοιβάξουν ανά είκοσι σε μια παγωμένη παράγκα, μας πήγαν σ’ ένα ζεστό και άνετο δωμάτιο ξενοδοχείου. Γιατί η πίεση με την οποία ήθελαν να μας αποσπάσουν το «υλικό» που έψαχναν, έπρεπε να ασκηθεί με πιο λεπτό τρόπο κι όχι με ξυλοδαρμούς και βασανιστήρια: με την πιο ραφινάτη απομόνωση που θα μπορούσε κάποιος να διανοηθεί. Δε μας έκαναν τίποτα, μας έκλεισαν απλώς στο απόλυτο τίποτα, γιατί ως γνωστόν κανένα πράγμα πάνω στη Γη δεν πιέζει τόσο πολύ την ανθρώπινη ψυχή όσο το τίποτα. Κλείνοντας τον καθένα μας στο απόλυτο κενό, σ’ ένα δωμάτιο, που ήταν αποκλεισμένο ερμητικά από τον υπόλοιπο κόσμο, επεδίωκαν, αντί να πιεστούμε εξωτερικά με το ξύλο και την παγωνιά, η πίεση εκείνη, που θα άνοιγε τα χείλη μας, έπρεπε να προκύψει από μέσα μας. Με την πρώτη ματιά το δωμάτιο που μου δόθηκε δε μου φάνηκε καθόλου κακό. Είχε μια πόρτα, ένα κρεβάτι, μια πολυθρόνα, μια λεκάνη, ένα καγκελόφραχτο παράθυρο. Η πόρτα όμως παρέμενε μέρα και νύχτα κλειδωμένη, στο τραπέζι δεν υπήρχε ούτε βιβλίο, ούτε εφημερίδα, ούτε και ένα κομμάτι χαρτί, ούτε μολύβι, το παράθυρο έβλεπε σ’ έναν γυμνό αντιπυρικό τοίχο· γύρω από τον εαυτό μου και γύρω από το ίδιο μου το σώμα, είχε φτιαχτεί το απόλυτο τίποτα. Μου είχαν πάρει κάθε αντικείμενο, το ρολόι, για να μη μετράω το χρόνο, το μολύβι, για να μη μπορώ να γράψω, το μαχαίρι, για να μην κόψω ίσως τις φλέβες μου· στερήθηκα ακόμα και την ελάχιστη νάρκωση που θα μου προσέφερε ένα τσιγάρο. Εκτός από τον φύλακα, που δεν του επιτρεπόταν να πει ούτε λέξη, ούτε και ν’ απαντήσει σε κάποια ερώτηση, δεν έβλεπα ποτέ κάποιο ανθρώπινο πρόσωπο, δεν άκουγα ποτέ μια ανθρώπινη φωνή· μάτι, αυτί, όλες οι αισθήσεις από το πρωί μέχρι το βράδυ κι από το βράδυ μέχρι το πρωί στερούνταν την παραμικρή τροφή, ήμουνα μόνος με τον εαυτό μου, με το σώμα μου και τα τέσσερα-πέντε βουβά αντικείμενα, τραπέζι, κρεβάτι, παράθυρο, λεκάνη, απελπιστικά μόνος· ζούσα σαν δύτης στο σκάφανδρο μέσα στον μαύρο ωκεανό της σιωπής, και μάλιστα σαν δύτης που διαισθάνεται ότι το σκοινί προς τον έξω κόσμο έχει σπάσει και ότι δε θα τον ξανανεβάσουν ποτέ από τη βουβή άβυσσο. Δεν είχα τίποτα να κάνω, τίποτα ν’ ακούσω, τίποτα να δω, παντού ολόγυρά μου ήταν το τίποτα, το απόλυτο κενό χωρίς χώρο και χρόνο. Βημάτιζα πέρα δώθε, και μεμιάς οι σκέψεις μου πήγαιναν πέρα δώθε, πέρα δώθε, ξανά και ξανά. Αλλά ακόμα και οι σκέψεις, όσο ανούσιες κι αν φαίνονται, χρειάζονται ένα σημείο στήριξης, αλλιώς αρχίζουν να κάνουν κύκλους και να περιστρέφονται χωρίς νόημα γύρω από τον εαυτό τους· ούτε κι αυτές δεν αντέχουν το τίποτα. Περίμενα να συμβεί κάτι, από το πρωί μέχρι το βράδυ, και δε συνέβαινε τίποτα. Περίμενα ξανά και ξανά. Δε συνέβαινε τίποτα. Περίμενα, περίμενα, περίμενα, σκεφτόμουνα, σκεφτόμουνα, σκεφτόμουνα, μέχρι που με πονούσαν τα μηνίγγια. Δε συνέβαινε τίποτα. Παρέμενα μόνος. Μόνος. Μόνος.
Αυτό κράτησε δεκατέσσερις μέρες, που τις έζησα έξω από το χρόνο, έξω από τον κόσμο. Αν είχε ξεσπάσει τότε ένας πόλεμος, εγώ δε θα το είχα μάθει· αφού ο κόσμος μου αποτελούνταν μόνο από το τραπέζι, την πόρτα, το κρεβάτι, τη λεκάνη, την πολυθρόνα, το παράθυρο και τον τοίχο, και διαρκώς έβλεπα την ίδια ταπετσαρία πάνω στον ίδιο τοίχο· η κάθε γραμμή του πριονωτού σχεδίου είχε χαραχτεί σαν με χάλκινο κοπίδι στις μύχιες πτυχές του μυαλού μου, τόσο πολύ την είχα κοιτάξει. Επιτέλους μετά άρχισαν οι ανακρίσεις. Με καλούσαν ξαφνικά, χωρίς καλά καλά να ξέρω αν ήταν μέρα ή νύχτα. Με καλούσαν και με οδηγούσαν μέσα από διαδρόμους, χωρίς να ξέρω που πηγαίνω· μετά περίμενα κάπου χωρίς να ξέρω που, και ξαφνικά ήμουνα μπροστά σ’ ένα τραπέζι που γύρω του κάθονταν μερικά άτομα με στολή. Στο τραπέζι υπήρχε μια στοίβα χαρτιά: έγγραφα που δεν ήξερα τι περιέχουν, και μετά άρχιζαν οι ερωτήσεις, οι πραγματικές και οι ψεύτικες, οι σαφείς και οι ύπουλες, οι παραπλανητικές και οι παγιδευτικές, και την ώρα που εγώ απαντούσα, κάποια χέρια ξένα και μοχθηρά έγραφαν κάτι σ’ ένα πρωτόκολλο, και δεν ήξερα τι γράφανε. Το πιο φριχτό όμως σ’ αυτές τις ανακρίσεις ήταν για μένα, πως δε μπορούσα ποτέ να μαντέψω και να λογαριάσω, τι πραγματικά ξέρανε οι γκεσταπίτες για τις δραστηριότητες στο γραφείο μου και τι ακριβώς περίμεναν να μάθουν από μένα.
**********************************
Όμως η ανάκριση δεν ήταν το χειρότερο. Το χειρότερο ήταν η επιστροφή μετά την ανάκριση στο δικό μου τίποτα, στο ίδιο δωμάτιο, με το ίδιο τραπέζι, το ίδιο κρεβάτι, την ίδια λεκάνη, την ίδια ταπετσαρία. Γιατί μόλις βρισκόμουνα μόνος με τον εαυτό μου, προσπαθούσα να ανασκευάσω, τι θα ήταν πιο έξυπνο να είχα απαντήσει και τι θα έπρεπε να πω την επόμενη φορά, για να εκτρέψω τις υποψίες που ίσως να είχα προκαλέσει με κάποια απερίσκεπτη παρατήρηση. Σκεφτόμουνα, μελετούσα, ερευνούσα, αναλογιζόμουνα την κάθε λέξη απ’ αυτά που είχα πει στον ανακριτή, ανακεφαλαίωνα τις ερωτήσεις που μου είχαν κάνει, τις απαντήσεις που είχα δώσει, προσπαθούσα να σταθμίσω, τι απ’ όλα αυτά μπορεί να είχαν πρωτοκολλήσει, παρ’ όλο που ήξερα, ότι αυτό δε θα μπορούσα ποτέ να το υπολογίσω ούτε και να το μάθω. Απ’ τη στιγμή όμως που αυτές οι σκέψεις ανακυκλώνονταν μέσα στο κενό χώρο, δεν έπαυαν να στριφογυρίζουν μέσα στο κεφάλι, διαρκώς και από την αρχή, διαρκώς σε νέους συνδυασμούς, κι αυτό συνεχιζόταν, μέχρι που αποκοιμιόμουνα – κάθε φορά μετά από μια ανάκριση της Γκεστάπο, οι ίδιες μου οι σκέψεις αναλάμβαναν το ίδιο αδυσώπητα το μαρτύριο της ερώτησης, της εξέτασης και του βασανισμού, ίσως και πιο σκληρά ακόμα, γιατί εκείνες οι ανακρίσεις τέλειωναν σε μια ώρα, ενώ αυτές ποτέ, εξαιτίας του ύπουλου βασανιστηρίου της μοναξιάς. Και γύρω μου πάντα μόνο το τραπέζι, το ντουλάπι, το κρεβάτι, η ταπετσαρία, το παράθυρο, καμιά δυνατότητα για κάτι άλλο, κανένα βιβλίο, καμιά εφημερίδα, κανένα ξένο πρόσωπο, κανένα μολύβι, για να σημειώσω κάτι, κανένα σπίρτο, για να παίξω, τίποτα, τίποτα, τίποτα.