Η Ζωή θέλει να την αγαπάνε. Να την αγαπάνε χωρίς παζαρέματα, πολύ και αλογάριαστα. Μικρή κατάλαβε πως για να τα καταφέρει, έπρεπε πρώτα ν’ αγαπήσει αυτή τους ανθρώπους. Αγαπούσε όπως πεινούσε, όπως διψούσε, όπως πονούσε, όπως γελούσε.
Το δίχτυ της Ζωής ήταν σοφά πλεγμένο. Είχε κι άλλες κλωστές πολύ γερές. Άνοιγε τις χούφτες της και σκόρπιζε το παιδικό της βιος. Χάριζε τα βιβλία της, τα μολύβια της, τις πέννες της, τις ζωγραφιές της, τα παιχνίδια της. Κρυφά από τους δικούς της χάρισε το χρυσό σταυρό της, τα δαχτυλιδάκια της, μια παλιά καρφίτσα της γιαγιάς.
Έψαχνε στα συρτάρια, κάτι να βρει ακόμα, να το χαρίσει κι αυτό, να γίνει ένας παραπανίσιος κρίκος στην αλυσίδα που θα την έδενε με τους ανθρώπους. Αγωνιζόταν. «Να εμπιστεύεσαι τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είσαι εσύ», λέει ακόμα.
Απόσπασμα από το βιβλίο όταν ο ήλιος