Ότι ο Bertolt Brecht (1898-1956) εκτιμούσε, διάβαζε και μιμήθηκε τον Καβάφη είναι γνωστό. Σε αυτό το σύντομο σημείωμα θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο στιγμές του διακειμενικού τους διαλόγου, σε δύο δίδυμα ποιήματα του Brecht, που μεταπλάθουν, το πρώτο άμεσα, το δεύτερο έμμεσα, τον λόγο και κυρίως τον τόνο του Αλεξανδρινού.
Στα 1953, ο Brecht, στο ποίημά του “Διαβάζοντας έναν νεώτερο Έλληνα ποιητή”, ξαναγράφει τους «Τρώες», συνθέτοντας, στρατηγικά, τον ποιητικό του συλλογισμό με υλικό από την πρώτη και την τελευταία στροφή του καβαφικού ποιήματος. Η μετάφραση που ακολουθεί είναι της Ελένης Τορόση με κάποιες μικρές δικές μου προσαρμογές «επί το καβαφικώτερον»:
BEI DER LEKTÜRE EINES SPÄTGRIECHISCHEN DICHTERS
In den Tagen, als ihr Fall gewiß war —
Auf den Mauern begann schon die Totenklage —
Richteten die Troer Stückchen grade, Stückchen
In den dreifachen Holztoren, Stückchen
Und begannen Mut zu haben und gute Hoffnung.
Auch die Troer also.
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΝΕΩΤΕΡΟ ΈΛΛΗΝΑ ΠΟΙΗΤΗ
Τις μέρες που η πτώσις των ήτο βεβαία
—επάνω στα τείχη άρχισεν ήδη ο θρήνος—
κομμάτι διορθώσανε οι Τρώες, κομμάτι
στις τριπλές ξύλινες πύλες, κομμάτι.
Κι άρχισαν νά ᾽χουν θάρρος και καλές ελπίδες.
Και οι Τρώες λοιπόν …
Οι παρεμβάσεις του Brecht στο κείμενο του Καβάφη είναι σχεδόν ανεπαίσθητες, είναι όμως πλήρως ανατρεπτικές ως προς το νόημα του ποιήματος.
Οι Τρώες του Καβάφη, που εκφράζονται σε πρώτο πληθυντικό, είναι τραγικοί μες στη συναίσθηση της ματαιότητάς τους και μες στην παραλυτική δειλία που διακόπτει πάντοτε τις καταδικασμένες τους προσπάθειες.
Οι Τρώες του Brecht, αντίθετα, τους οποίους ο ποιητής παρακολουθεί από μακριά, σε τρίτο πρόσωπο, είναι απλά γελοίοι. Ο Γερμανός ποιητής τους γδύνει πλήρως από τη συμπάθεια που προκαλεί στον Καβάφη η πικρή παραδοχή της μικρότητας και της αναξιότητας. Οι Τρώες του Brecht αυταπατώνται νομίζοντας πως έχουνε ξορκίσει το κακό, αφού διόρθωσαν «κομμάτι» τις τριπλές ξύλινες πύλες, πιστεύοντας πως με την ελάχιστη, ανέξοδη, άκοπη, σχεδόν προσχηματική αυτή διορθωτική παρέμβαση ο Αχιλλέας που μαίνεται έξω απ᾽ τις πύλες μπορεί να ανακοπεί.
Το απροσδιόριστο “εμείς” του καβαφικού ποιήματος δεν είναι εμφανές στον Brecht. Υποκρύπτεται όμως στην αινιγματική τελευταία φράση. Αυτή την ανακουφιστική, βαυκαλιστική αυταπάτη ότι οι ματαιοπονίες τους θα μπορούσαν να τελεσφορήσουν την είχαν «και οι Τρώες λοιπόν» – δηλαδή, οι Τρώες όπως κι εμείς.
Ποιος κρύβεται όμως πίσω από το “εμείς” του Brecht; Ο Brecht γράφει το καβαφικό του ποίημα στα 1953, λίγο μετά την αποτυχημένη εξέγερση εναντίον του κομμουνιστικού καθεστώτος της Λ.Δ. της Γερμανίας, που ήταν αποτέλεσμα της αυξανόμενης λαϊκής αγανάκτησης για τη σκληρότητα του στρατιωτικού νόμου που είχε επιβάλει ο σοβιετικός στρατός κατοχής. Η αντίδραση του καθεστώτος στην εξέγερση δεν ήταν να άρει τα καταπιεστικά μέτρα, αλλά να κοροϊδέψει τη μιζέρια του λαού επιτρέποντας (άκουσον άκουσον) αυξήσεις στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και στις εισαγωγές πρώτων υλών και τροφίμων από το εξωτερικό. Ήταν, δηλαδή, να διορθώσει «τις τριπλές ξύλινες πύλες, κομμάτι» πιστεύοντας, με αυτάρεσκη ανοησία, πως έτσι θα κρατούσε υπό έλεγχο τη λαϊκή μῆνιν.
Τα αστεία μέτρα της κομμουνιστικής ηγεσίας, τα οποία συνοδεύονταν από την προκλητική διαταγή προς τους καταπιεσμένους να δουλέψουν δυο φορές σκληρότερα, ώστε να «ανακτήσουν την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης», τα διακωμώδησε ο Brecht και σε ένα άλλο διάσημό του ποίημα της ίδιας εποχής, που έφερε τον τίτλο «Die Lösung» («Η λύση»): ποίημα γραμμένο κι αυτό σε αδιάψευστους καβαφικούς τόνους σκληρού και αμείλικτου σαρκασμού, αν και χωρίς τις ευθείες καβαφικές αναφορές του προηγούμενου.
Το παραθέτω στο πρωτότυπο και σε δική μου, «καβαφότροπη» μετάφραση:
DIE LÖSUNG
Nach dem Aufstand des 17. Juni
Ließ der Sekretär des Schriftstellerverbands
In der Stalinallee Flugblätter verteilen
Auf denen zu lesen war, daß das Volk
Das Vertrauen der Regierung verscherzt habe
Und es nur durch verdoppelte Arbeit
zurückerobern könne. Wäre es da
Nicht doch einfacher, die Regierung
Löste das Volk auf und
Wählte ein anderes?
Η ΛΥΣΙΣ
Αφού ετελείωσεν η εξέγερσις της 17ης Ιουνίου,
εζήτησεν ο γραμματεύς της Συντεχνίας των Συγγραφέων
να διανεμηθούν φυλλάδια στην Stalinallee,
εις τα οποία λεγόταν που ο λαός
απώλεσεν την εμπιστοσύνην της κυβερνήσεως
και μόνον αν εδιπλασίαζεν την εργασίαν του,
θα ημπορούσεν κάποτες να την ξανακερδίσει.
Δεν θα ήτο εν τοιαύτη περιπτώσει άραγε
σαφώς απλούστερον διά τους κυβερνώντας,
αν καταργούσαν ολωσδιόλου τον λαόν
και τον αλλάζαν με άλλον;
*Κείμενο του Αντώνη Πετρίδη, αναπληρωτή καθηγητή του Ανοικτού Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στο προσωπικό του ιστολόγιο Λωτοφάγοι