Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο

Ludwig van Beethoven – Η επιστολή προς τους αδελφούς του – Heiligenstadt Testament

Για τους αδελφούς μου Καρλ και Γιόχαν Μπετόβεν

Ω εσείς άνθρωποι, που με θεωρείτε εχθρικό, ισχυρογνώμονα ή μισάνθρωπο, πόσο πολύ με αδικείτε.

Δεν γνωρίζετε τον κρυφό λόγο που με κάνει να δείχνω έτσι. Από την παιδική μου ηλικία, η καρδιά και η ψυχή μου ήταν γεμάτες από ευγενικά αισθήματα και καλή διάθεση, και ανυπομονούσα να δημιουργήσω σπουδαία πράγματα.

Σκεφθείτε όμως, ότι εδώ και έξι χρόνια, ταλαιπωρούμαι χωρίς ελπίδα, και χειροτερεύω όταν ανόητοι γιατροί, χρόνο με το χρόνο με εξαπατούν, δίνοντάς μου ελπίδες για βελτίωση, υποχρεώνοντάς με τελικά να αντιμετωπίσω την προοπτική μιας μακράς ασθένειας, (της οποίας η θεραπεία μπορεί να διαρκέσει χρόνια ή ακόμα και να είναι αδύνατη).

Αν και γεννήθηκα με φλογερό, έντονο ταμπεραμέντο, και διάθεση για διασκέδαση και κοινωνικές συναναστροφές, σύντομα αναγκάστηκα να απομονωθώ, να ζήσω μοναχικά. Κι αν μερικές φορές προσπάθησα να ξεχαστώ, ω, πόσο σκληρά με επανέφερε στην πραγματικότητα η αναμφισβήτητα θλιβερή εμπειρία της κακής ακοής μου. Γιατί μου ήταν αδύνατον να λέω στους ανθρώπους «Μιλήστε πιο δυνατά, φωνάξτε, γιατί είμαι κουφός».

Πώς θα μπορούσα να παραδεχτώ μια αναπηρία σε εκείνη την αίσθηση, που σε εμένα έπρεπε να είναι πιο τέλεια απ’ότι στους άλλους, μια αίσθηση που κάποτε διέθετα στο τελειότερο επίπεδο, μια τελειότητα που λίγοι στο επάγγελμά μου απολαμβάνουν, ή απόλαυσαν ποτέ! Ω, δεν μπορώ να το κάνω αυτό, συγχωρήστε με λοιπόν, όταν με βλέπετε να κλείνομαι στον εαυτό μου, ενώ θα ήθελα με χαρά να σας συναναστραφώ.

Η ατυχία μου, είναι αναμφίβολα οδυνηρή, γιατί με οδηγεί σε παρεξηγήσεις. Δεν μπορώ να διασκεδάσω με τους συνανθρώπους μου, να χαρώ ενδιαφέρουσες συζητήσεις ή να ανταλλάξω απόψεις μαζί τους. Πρέπει να ζω σχεδόν μόνος, σαν εξόριστος. Η επαφή μου με την κοινωνία, περιορίζεται στις αναγκαστικές υποχρεώσεις μου. Εάν πλησιάσω άλλους ανθρώπους, με καταλαμβάνει τρόμος ότι θα αποκαλυφθεί η πάθησή μου.

Έτσι έχει η κατάσταση και τους τελευταίους έξι μήνες που ζω στην εξοχή, με προτροπή τους ευφυούς γιατρού μου για να προστατεύσω την ακοή μου όσο το δυνατόν περισσότερο, προτροπή που με βρήκε σύμφωνο, αν και μερικές φορές, ξεφεύγω απ’ την απομόνωσή μου, ενδίδοντας στην επιθυμία μου για συντροφιά. Αλλά τι ταπείνωση για μένα όταν κάποιος δίπλα μου άκουγε μια φλογέρα κάπου μακριά και εγώ δεν άκουγα τίποτα, ή όταν κάποιος άλλος άκουγε έναν βοσκό να τραγουδάει και πάλι εγώ δεν άκουγα τίποτα.

Τέτοια γεγονότα με οδήγησαν σχεδόν στην απόγνωση. Λίγο ακόμα και θα έδινα τέλος στη ζωή μου. Μόνο η τέχνη μου με συγκράτησε. Ω, μου φαινόταν αδύνατον να αφήσω τον κόσμο, πριν δώσω όλα αυτά που ένοιωθα πως υπήρχαν μέσα μου. Γι’ αυτό υπέμεινα αυτή την άθλια ύπαρξη, πραγματικά άθλια μέσα σ’ ένα τόσο ευάλωτο σώμα, που μια ξαφνική αλλαγή, μπορεί να το ρίξει από την καλύτερη στη χειρότερη κατάσταση. Μου λένε ότι πρέπει να διαλέξω για οδηγό μου την υπομονή και αυτό έχω κάνει – ελπίζοντας ότι η αποφασιστικότητά μου θα παραμείνει ισχυρή, μέχρι οι αδυσώπητες Μοίρες να αποφασίσουν να κόψουν το νήμα της ζωής μου.

Ίσως βελτιωθεί η κατάστασή μου, ίσως όχι∙ είμαι προετοιμασμένος και για τα δυο. Αναγκάστηκα να γίνω φιλόσοφος στα 28 μου! Ω, δεν είναι καθόλου εύκολο και για έναν καλλιτέχνη, είναι ακόμα πιο δύσκολο απ΄ότι για τους άλλους ανθρώπους. Ω Θεέ, εσύ που βλέπεις στα βάθη της ψυχής μου, γνωρίζεις την αγάπη μου για τους ανθρώπους και την επιθυμία μου να πράττω το καλό.

Ω, συνάνθρωποί μου, αν κάποτε διαβάσετε το κείμενο αυτό, σκεφθείτε μήπως με κρίνατε άδικα και ίσως κάποιος άτυχος άνθρωπος να παρηγορηθεί, βλέποντας ότι κάποιος σαν κι εκείνον, παρά τους φυσικούς του περιορισμούς, έκανε ότι ήταν δυνατόν για να γίνει ένας σημαντικός καλλιτέχνης και άνθρωπος. Αδελφοί μου, Καρλ και [Γιόχαν], όταν πεθάνω, ρωτήστε εκ μέρους μου τον γιατρό Σμιντ, αν ζει ακόμα, να σας περιγράψει την πάθησή μου και επισυνάψτε αυτό το κείμενο στην δική του περιγραφή για την ασθένειά μου, ώστε, όσο αυτό είναι δυνατόν, ο κόσμος να μπορέσει να με καταλάβει μετά τον θάνατό μου.

Παράλληλα, ορίζω εσάς τους δυο κληρονόμους της μικρής μου περιουσίας (αν μπορεί να αποκαλεστεί έτσι)∙ μοιράστε την δίκαια, στηρίξτε και βοηθήστε ο ένας τον άλλον. Την άδικη στάση σας απέναντί μου, την έχω συγχωρήσει από καιρό. Εσένα αδελφέ μου Καρλ, σε ευχαριστώ ιδιαίτερα για την αφοσίωση που μου έχεις δείξει τελευταία. Εύχομαι να έχεις μια καλύτερη και πιο ανέμελη ζωή από τη δική μου. Καθοδήγησε τα παιδιά σου στην αρετή. Μόνο έτσι και όχι με τα χρήματα, μπορούν να είναι ευτυχισμένα. Σου το λέω από προσωπική εμπειρία. Αυτή μου έδωσε δύναμη στην απελπισία μου.

Χάρη στην αρετή και στην τέχνη μου, δεν αυτοκτόνησα. Σας αποχαιρετώ και να αγαπάτε ο ένας τον άλλον. Ευχαριστώ όλους τους φίλους μου, ιδιαίτερα τον πρίγκιπα Λιχνόβσκυ και τον καθηγητή Σμιντ – θα ήθελα τα μουσικά όργανα από τον πρίγκιπα Λ. να διαφυλαχθούν από έναν από τους δυο σας, χωρίς όμως αυτό να αποτελέσει αιτία διαμάχης ανάμεσά σας και εφόσον αυτό σας χρησιμεύσει περισσότερο, μπορείτε να τα πουλήσετε. Θα είμαι ευτυχής αν μπορέσω με τον τρόπο αυτό να σας βοηθήσω ακόμα και απ’ τον τάφο μου.

Με χαρά σπεύδω προς τον θάνατό μου. Αν έρθει πριν προλάβω να ξεδιπλώσω όλες τις καλλιτεχνικές μου ικανότητες, παρά τη σκληρή μου μοίρα, θα ευχόμουν να μην ερχόταν τόσο σύντομα, αλλά ακόμα κι έτσι, θα χαιρόμουν, γιατί δεν θα ήταν μια λύτρωση αυτή για μένα από την ατέλειωτη ταλαιπωρία μου; Ας έρθει όποτε είναι. Θα τον αντιμετωπίσω με γενναιότητα.

Αντίο και μη με ξεχάσετε εντελώς όταν θα είμαι νεκρός. Μου αξίζει αυτό από εσάς, γιατί στη διάρκεια της ζωής μου, σας σκεφτόμουν συχνά, καθώς και τρόπους για να σας κάνω ευτυχισμένους. Αμήν.

Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, Χάιλιγκενσταντ, 6 Οκτωβρίου 1802

*Προσθήκη

Χάιλιγκενσταντ, 10 Οκτωβρίου, 1802. Σας αφήνω λοιπόν, με λύπη. Την κρυφή ελπίδα που έτρεφα ότι με τον ερχομό μου εδώ, θα θεραπευόμουν -τουλάχιστον ως ένα βαθμό- πρέπει να την ξεχάσω πια. Μαζί με τα φύλλα του φθινοπώρου που πέφτουν και μαραίνονται, έσβησαν και οι ελπίδες μου. Φεύγω, σχεδόν όπως ήρθα. Ακόμα και η ψυχική δύναμη, που συχνά μου εμφυσούσαν οι όμορφες καλοκαιρινές μέρες, με εγκατέλειψε για πάντα.

Ω, Θεία Πρόνοια, αξίωσέ με να ζήσω έστω μια μέρα γεμάτη χαρά. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που πραγματική χαρά αντήχησε στην ψυχή μου. Πότε; Ω, Θεέ, πότε θα ξανανιώσω αυτό το συναίσθημα, σ’ αυτόν τον ναό της φύσης και των ανθρώπων; Ποτέ; Ω, όχι! Αυτό θα ήταν τόσο σκληρό!

 

Πίνακας: Nino Ponditerra

Ήθελε να ανοιχτεί η επιστολή μετά τον θάνατό του.

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.