Ίσως ήκουσας ότι, αποθανόντα τον περίφημον Βολταίρον, ο κλήρος του Παρισιού δεν εσυγχώρησε να θάψωσι εις το Παρίσιον, αλλ’ έκαμαν εις τρόπον ώστε ηναγκάσθησαν οι συγγενείς και φίλοι του να τον θάψωσι πολλάς λεύγας μακράν από το Παρίσιον. Η πρόφασις των καλογήρων ήτον ότι ο Βολταίρος ήτον ασεβέστατος άνθρωπος.
*************************************
Ο λαός, ενθυμούμενος τα όσα κατ’ αυτών [των καλογήρων] είχεν είπει ο Βολταίρος και την κώλυσιν της ταφής του, ηθέλησε να εκδίκηση τον νεκρόν του από τας καλογηρικάς καταδρομάς, και απεφάσισε να κάμη μετακομιδήν του λειψάνου του εις το Παρίσιον.
Υπήγαν λοιπόν πλήθος ανάριθμον εις τον τάφον του, τον εξέχωσαν, και τον έφεραν εις το Παρίσιον τη δεκάτη του Ιουλίου, ημέρα Κυριακή προς το εσπέρας, και τον έθηκαν επάνω εις την Βαστιλίαν, εις το προάστιον της πόλεως, δια να τον κηδεύσωσιν εντίμως τη επαύριον. Ηξεύρεις ότι η Βαστιλία είναι εκείνη η περίφημος φυλακή, την οποίαν εκρήμνισεν ο λαός εις τας αρχάς των ταραχών· πλησίον της Βαστιλίας κατοικώ και εγώ, και η πομπή όλη έπρεπε να περάση κατάντικρυ των παραθύρων μου. Τον έθηκαν εξεπίτηδες εις την Βαστιλίαν, δια να τον εκδικήσωσι και από την πάλαιαν τυραννίαν της αυλής, η οποία είχε τον φυλακώσει εις αυτό το φρούριον, ακόμη εικοσαετή νέον όντα. Τη επαύριον, ια’ Ιουλίου, έβαλαν την θήκην, η οποία περιείχε τα οστά του, επάνω εις μίαν λαμπράν άμαξαν -αλλ’ ελησμόνησα να σε ειπώ, ότι τον έβαλαν εις την Βαστιλίαν εις εκείνον τον ίδιον τόπον της κρημνισμένης οικίας, όπου αληθώς εφυλακίσθη ζων, ανεγείραντες σωρόν από αυτούς τους λίθους της κρημνισμένης Βαστιλίας, επάνω εις τον οποίον έγραψαν τοιαύτην επιγραφήν: «Δέξαι, Βολταίρε, τας τιμάς της Πατρίδος σου, εις τούτον τον ίδιον τόπον όπου σε εφυλάκωσε δέσμιον η τυραννία».
Το πρωί λοιπόν εξήλθεν η άμαξα συρομένη από δώδεκα λευκούς ωραίους ίππους. Από το εν μέρος της αμάξης ήτον γεγραμμένον: «Αν ο άνθρωπος εγεννήθη αυτεξούσιος, πρέπει να κυβερνάται και να δεσπόζεται μόνος του»· από το άλλο: «Ο άνθρωπος έχει την εξουσίαν και το δικαίωμα να κολάζη τους τυράννους του». Επάνω εις την θήκην του λειψάνου του ήτον το άγαλμα του Βολταίρου απαράλλακτος όμοιον, κείμενον εις την κλίνην ύπτιον, σκεπασμένον με πάπλωμα πλην του προσώπου. Εις την θήκην ήτον η παρούσα επιγραφή: «Ποιητής, φιλόσοφος, ιστορικός· εφώτισε το ανθρώπινον πνεύμα, και μας προητοίμασεν εις την υποδοχήν της ελενθερίας». Εις κάθε άλογον ήτον ένας ιπποκόμος ενδεδυμένος ρωμαϊκήν στολήν προ της αμάξης ήτον και άλλο άγαλμα του Βολταίρου, καθήμενον εις θρόνον, και τριγύρω του αι εικόνες όλων των μεγάλων ανθρώπων φερόμενοι επάνω εις κοντάρια, οίον του Ρούσο, του Μιραβό και των τοιούτων. Κατόπιν αυτού του καθήμενου αγάλματος, εις μίαν μικράν βιβλιοθήκην, όλα του τα συγγράμματα εις εβδομήκοντα τόμους χρυσοδεμένους (επειδή ηξεύρεις ότι αυτός ήρχισε να γράφη από των 17 ετών της ηλικίας του, και έγραφεν έως του ογδοηκοστού τρίτου έτους· το πρώτον του σύγγραμμα ήτον μία τραγωδία, ο Οιδίπους λεγόμενος, την οποίαν έγραψε προ του Βολταίρου και ο ημέτερος Σοφοκλής)· την βιβλιοθήκην αυτήν περιεκύκλωναν όλοι οι σπουδαίοι και Ακαδημαϊκοί του Παρισιού· δεν σε λέγω τα μουσικά όργανα, το άπειρον πλήθος όσον προηγείτο και ηκολούθει αυτήν την παράδοξον λιτανείαν, όσον ήτον διεσπαρμένον εις τους τόπους όλους της πόλεως, όθεν είχε περάσει η πομπή, το πλήθος των ξένων, όσοι ήλθον από όλα τα ξένα μέρη της Ευρώπης —Πάρθοι, Μήδοι και Ελαμίται— επειδή είχον την είδησιν προ ενός σχεδόν μηνός· τούτο μόνον σε λέγω, ότι είδον προ τούτου και την κηδείαν του Μιραβό, αλλά δεν ηξεύρω ποίαν να ονομάσω λαμπροτέραν. Το λείψανον εξήλθεν εις τας εννέα ώρας το πρωί από την Βαστιλίαν και μόλις έφθασεν εις την εκκλησίαν το μεσονύκτιον.
Όλα αυτά τα είδον από το παράθυρόν μου με πολλούς άλλους σοφούς Γάλλους και Άγγλους, οι οποίοι ήλθον εξεπίτηδες εις τον οίκον μου την ημέραν εκείνην. Δεν με εξέπληξε, φίλε μου, μήτε η μεγαλοπρέπεια της κηδείας· μήτε ο χρυσός και ο άργυρος, όστις ηστραποβόλει από όλα τα μέρη, εθάμβωσε τους οφθαλμούς μου. Αλλ’ όταν είδον τα βιβλία του φερόμενα εις θρίαμβον και περικυκλωμένα από πλήθος Ακαδημαϊκών, τότε ήθελον να σε έχω πλησίον μου μάρτυρα και της αγανακτήσεώς μου και των δακρύων μου -δακρύων, φίλε μου, αληθινών, δακρύων απαρηγόρητων, τα οποία μ’ έκαμε να χύσω η ανάμνησις ότι ούτω και οι προπάτορές μας, οι αμίμητοι Έλληνες, ήξευρον να τιμώσι την σοφίαν. Και ποίοι άλλοι παρ’ αυτούς έγιναν τύπος και υπογραμμός όλων των καλών όσα βλέπει τις την σήμερον εις τους Ευρωπαίους; Δεν είναι αυτοί οι Αθηναίοι, οι οποίοι κατέστησαν άρχοντα της Σάμου τον Σοφοκλέα, δι’ αμοιβήν μιας τραγωδίας την οποίαν εσύνθεσε; Δεν είναι αυτοί -αλλά τι ματαίως να ανανεώσω παλαιάς και ανίατους πληγάς; Βάρβαρον και αχρειέστατον γένος —έλεγον εις τον εαυτόν μου— κάκιστοι Τούρκοι! πολλοί και από το γένος μου (ίσως και εγώ ο ίδιος) ήθελον είναι την σήμερον ισότιμοι του Βολταίρου, αν η υμετέρα τυραννία δεν είχε καταστήσει στείραν και άγονον την καρποφόρον μητέρα των σοφών, την Ελλάδα!…
Η επιστολή ήταν προς τον Δημήτριο Λώτο, που ήταν πρωτοψάλτης στη Σμύρνη.