Η πρόοδος κι ο Πόε
Ξαναλέω πως μου ‘χει πια γίνει πεποίθηση ότι ο Έντγκαρ Πόε κι η πατρίδα του δεν έζησαν στην ίδια πνευματική στάθμη.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια χώρα που μοιάζει με γίγαντα και παιδί, που ζηλεύει “φυσικά” τη γέρικη Ήπειρό μας. Περήφανος για την υλική του ανάπτυξη, ανώμαλος και σχεδόν τερατώδης, ο νεοφερμένος αυτός της ιστορίας, έχει μια πίστη απλοϊκή στην παντοδυναμία της βιομηχανίας, ακράδαντα πιστεύει, σαν μερικούς εδώ κακομοίρηδες, πως θα καταφέρει να φάει στο τέλος ακόμα και το Διάβολο.
Ο χρόνος και το χρήμα έχουν εκεί πέρα μια τόσο μεγάλη αξία! Η υλική δραστηριότητα, υπερβολικά μεγαλωμένη ίσαμε τις διαστάσεις εθνικής μανίας, αφήνει στα πνεύματα πολύ μικρή θέση για πράγματα που δεν είν’ αυτής της γης.
Ό Πόε […] που κατηγορούσε τους συμπολίτες του για όλα τα συμπτώματα του κακού γούστου, των νεόπλουτων το χαρακτηριστικό, που θεωρούσε την πρόοδο, τούτη τη μεγάλη μοντέρνα ιδέα, σαν την έκσταση των μυγοχάφτηδων, και που ονόμαζε τις τελειοποιήσεις της ανθρώπινης “εστίας” ουλές και ορθογώνιες σιχασιές, – ο Πόε ήταν εκεί πέρα μια διάνοια εξαιρετικά μονάχη·
Οι αρχές της ποίησης
Θέλω να μιλήσω και για μια άλλη αίρεση (η πρώτη είν’ η αίρεση της προόδου), την αίρεση της διδασκαλίας, που σέρνει από κοντά, συνεπακόλουθά της αναπόφευχτα, τις αιρέσεις του πάθους, της αλήθειας, της ηθικής. Ένα σωρό κόσμος φαντάζεται πως ο σκοπός της ποίησης είναι μια οποιαδήποτε διδασκαλία κι ότι πρέπει πότε να τονώνει τη συνείδηση, πότε να τελειοποιεί τα ήθη, και πότε ν’ αποδείχνει κάτι ωφέλιμο…
[…]
Η Ποίηση – φτάνει μόνο να κατεβούμε μέσα μας λιγάκι, να ρωτήσουμε την ψυχή μας, ν’ ανακαλέσουμε στη μνήμη τους ενθουσιασμούς μας – άλλο σκοπό δεν έχει από τον Εαυτό της. Δεν μπορεί, δεν γίνεται να ‘χει άλλον, και κανένα ποίημα δεν θα ‘ναι τόσο μεγάλο, τόσο ευγενικό, τόσο άξιο να λέγεται ποίημα, όσο εκείνο που θα ‘χει γραφτεί για μόνη την ηδονή να γράψουμε ένα ποίημα.
Δε θέλω να πω πως δεν εξευγενίζει η ποίηση τα ήθη – πρέπει να με νιώσετε καλά – πως δεν είναι το τελικό της αποτέλεσμα να υψώνει τον άνθρωπο πάνω απ’ τη στάθμη των χυδαίων συμφερόντων. Κάτι τέτοιο θα ήταν, φυσικά, παράλογο. Λέω πως, αν ο ποιητής κυνηγήσει κάποιον ηθικό σκοπό, λιγόστεψε πολύ την ποιητική του δύναμη. Κι αστόχαστο δε θα ‘ταν να στοιχηματίσουμε πως θα ‘ναι το έργο του κακό. Η ποίηση δεν μπορεί – με κίνδυνο να πεθάνει ή να ξεπέσει – να συγχωνευτεί με την Επιστήμη και την Ηθική. Δεν έχει την Αλήθεια για αντικείμενο της, έχει μόνο τον Εαυτό της. Οι αποδεικτικοί τρόποι της Αλήθειας είναι άλλοι και βρίσκονται αλλού. Καμιά σχέση δεν έχει με τα τραγούδια η Αλήθεια. Ό,τι δίνει σ’ ένα τραγούδι τη γοητεία, τη χάρη, το ακαταμάχητο, θ’ αφαιρούσε απ’ την Αλήθεια το κύρος και την εξουσία της. Ψυχρή, γαλήνια, ασυγκίνητη, η αποδειχτική διάθεση απορρίχνει της Μούσας τ’ άνθη και τα διαμάντια. Είναι λοιπόν το εντελώς αντίθετο απ’ την ποιητική διάθεση.
Ο καθαρός Νους αποβλέπει στην Αλήθεια, το Γούστο μάς δείχνει την Ομορφιά, κι η Ηθική Έννοια μάς διδάσκει το Καθήκον. Γεγονός είναι πως το Γούστο έχει, με τα δυο άκρα, κάποιες ενδόμυχες συνάφειες, και μόνο μια ασήμαντη διαφορά το χωρίζει από την Ηθική Έννοια, τόσο που ο Αριστοτέλης δεν δίστασε να κατατάξει στις αρετές μερικές απ’ τις λεπτές του ενέργειες. Για τούτο, ό,τι ερεθίζει προπαντός τον άνθρωπο του γούστου στη θέα της κακίας, είναι η δυσμορφία, η δυσαναλογία της. Η κακία παραβαίνει το σωστό και το αληθινό, σπρώχνει στην εξέγερση το Νου και τη Συνείδηση. Αλλά σαν προσβολή ενάντια στην αρμονία, σαν παραφωνία, θα πληγώσει εντελώς ιδιαίτερα μερικά ποιητικά πνεύματα. Και δεν νομίζω πως θα ‘ναι σκανδαλιστικό να θεωρήσουμε την κάθε παράβαση της ηθικής, ή της ηθικής ομορφιάς, σαν πταίσμα ενάντια στην προσωδία και στον καθολικό ρυθμό.
Αυτός ακριβώς το θαυμαστό, το αθάνατο ένστικτο του Ωραίου μας κάνει να θεωρούμε τη Γη και τα θεάματά της σαν μια περίληψη, σαν μια ανταπόκριση των Ουρανών. Η δίψα η ακόρεστη, γι’ αυτό που βρίσκεται “πέρα” και που μας φανερώνει η ζωή, είναι της αθανασίας μας η πιο ζωντανή απόδειξη. Με την ποίηση και μέσ’ απ’ την ποίηση, με την μουσική και μέσ’ απ’ τη μουσική, μπορεί να μισοβλέπει η ψυχή τα μεγαλεία που υπάρχουν πέρ’ απ’ τον τάφο. Κι όταν ένα εξαίσιο ποίημα φέρνει τα δάκρυα στην άκρη των ματιών, αυτά τα δάκρυα δεν είναι το σημάδι κάποιας υπερβολικής απόλαυσης, αλλ’ είν’ η μαρτυρία μιας οργισμένης μελαγχολίας, μιας αξίωσης των νεύρων, μιας φύσης, εξορισμένης στην ατέλεια, που θα ήθελε να κυριέψει την ίδια κιόλας στιγμή, πάνω σ’ αυτή τη γη, έναν “εξ άποκαλύψεως” παράδεισο.
Έτσι ο σκοπός της ποίησης είναι, αυστηρά κι απλά, η ανθρώπινη λαχτάρα για κάποια ανώτερη ομορφιά. Κι η εκδήλωση αυτού του σκοπού βρίσκεται σ’ έναν ενθουσιασμό, σ’ έναν ερεθισμό της ψυχής – ενθουσιασμό εντελώς ανεξάρτητο από το πάθος που είναι η μέθη της καρδιάς, κι απ’ την αλήθεια που είναι η βοσκή του λογικού. Γιατί το πάθος είναι φυσικό, υπερβολικά μάλιστα φυσικό, για να μην περάσει κάποιο τόνο, προσβλητικό, παράφωνο, μέσα στο χώρο της καθαρής ομορφιάς, πάρα πολύ κοινό και βίαιο για να μην σκανδαλίσει τις καθαρές Επιθυμίες, τις θελκτικές Μελαγχολίες και τις ευγενικές Απελπισίες που κατοικούν στις υπερφυσικές σφαίρες της Ποίησης.
Απόσπασμα από το βιβλίο Edgar Allan Poe, Ποίηση και Φαντασία