Πάντα βρίσκω όλους τους ανθρώπους, όπως κι αν τους κοιτάζω, με καλοσύνη ή κακία, να φροντίζουν για ένα πράγμα: Πως να εξυπηρετήσουν τη συντήρηση του είδους. Και φροντίζουν γι’ αυτό, όχι από αγάπη για το είδος, αλλά γιατί δεν υπάρχει μέσα τους τίποτα παλιότερο, δυνατότερο, ανέλεκτο και πιο ακατανόητο από αυτό το ένστικτο, γιατί είναι αλήθεια πως το ένστικτο αυτό, είναι στην κυριολεξία η ουσία του είδους μας, η ουσία του κοπαδιού μας.
Παρ’ όλο που τα καταφέρνουμε αρκετά γρήγορα μπορώ να πω, με τη συνηθισμένη φυσικά μυωπία μας, να ξεχωρίζουμε από απόσταση πέντε βημάτων τους ομοίους μας, σε χρήσιμους και σε άχρηστους, σε καλούς και σε κακούς ανθρώπους, ωστόσο αν καθίσουμε και τα βάλουμε κάτω και κάνουμε έναν απολογισμό και σκεφτούμε το γενικό σύνολο αυτού του ξεχωρίσματος, καταλήγουμε σε μια φοβερή δυσπιστία. Δεν μας ικανοποιεί το ξεχώρισμα, δεν είμαστε σίγουροι και στο τέλος τα παρατάμε. Στο κάτω κάτω της γραφής, ίσως ο πιο άχρηστος, ο πιο βλαβερός άνθρωπος να είναι ο πιο χρήσιμος για τη συντήρηση του είδους. Γιατί ο άνθρωπος αυτός -ο βλαβερός- συντηρεί στον εαυτό του ή στους άλλους ανθρώπους, διάφορα ένστικτα που χωρίς αυτά η ανθρωπότητα θα είχε εδώ και πολύ καιρό αποχαυνωθεί και διαφθαρεί…
*****************************
Οι χυδαίοι άνθρωποι βλέπουν τα ευγενικά και γενναιόφρονα αισθήματα σαν κάτι να τους λείπει, να τους λείπει η ορθότητα, άρα -να τους λείπει-, η αληθοφάνεια. Όταν μιλούν γι’ αυτό, κλείνουν πονηρά το μάτι, σαν να λένε: «Κάποιο συμφέρον υπάρχει κρυμμένο πίσω απ’ αυτό· δεν μπορεί να δει κανείς τι υπάρχει μέσα σε όλα τα πράγματα», και υποψιάζονται πως το ευγενικό πλάσμα γυρεύει να κερδίσει κάτι μ’ έναν ελιγμό. Όταν όμως πεισθούν, με αναμφισβήτητο τρόπο, πως ο άνθρωπος αυτός δεν έχει καμιά εγωιστική πρόθεση, και πως περιφρονεί το μικρό κέρδος, τότε βλέπουν τον άνθρωπο αυτόν σαν έναν τρελό· του δείχνουν περιφρόνηση όταν τον βλέπουν να χαίρεται και γελούν με τη λάμψη των ματιών του. Και αναρωτιούνται: «Πώς μπορεί να είναι χαρούμενος όταν πάθει κάποια ζημιά; Πώς μπορεί να ζητά να ζημιώσει; Σίγουρα, το πάθος της ευγένειας θα είναι μπερδεμένο με κάποια αρρώστια του λογικού!».
Τέτοιες ερωτήσεις κάνουν μέσα τους, έτσι σκέπτονται, όπως σκέπτεται κάποιος εμπρός στη χαρά που αισθάνεται ένας τρελός για την έμμονη ιδέα του.
Μια χυδαία φύση αναγνωρίζεται εύκολα αν προσέξει κανείς δυο βασικά πράγματα. Πρώτον -μια χυδαία φύση- δεν λησμονά ποτέ ποιο είναι το συμφέρον της· δεύτερον, η μανία αυτή του σκοπού του κέρδους, είναι σ’ αυτή πιο ισχυρή, παρά το βίαιο ένστικτο. Μέλημά της και αξιοπρέπειά της είναι το να μην παρασύρεται από την άλογη παρόρμηση σε άκαιρες πράξεις. Η ανώτερη φύση είναι πιο παράλογη και αυτό γιατί ο ευγενής, ο γενναιόφρων άνθρωπος υπακούει στα ένστικτά του· στις πιο καλές στιγμές του, σταματάει το μυαλό του. Ένα αρσενικό ζώο που προστατεύει τα μικρά του βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή, ή που ακολουθεί το θηλυκό στον θάνατο, την εποχή του οργασμού, δεν λογαριάζει ούτε τον κίνδυνο, ούτε καν αυτόν τον ίδιο τον θάνατο, κι αυτό γιατί ακόμα κι η λογική του σταματά, η ευχαρίστηση που του προσφέρουν τα μικρά του ή το θηλυκό του και ο φόβος μην τύχει και τα αποχωρισθεί, το κυριεύουν ολοκληρωτικά, γίνεται πιο ζώο από ότι συνήθως είναι, όπως ακριβώς συμβαίνει στον ευγενικό, στον γενναιόφρονα άνθρωπο. Μέσα του, ο ευγενικός άνθρωπος έχει ένα συγκεκριμένο αριθμό αισθημάτων, είτε έλξεις είτε απωθήσεις είναι αυτές, που μιλάνε με τόση δύναμη, που μπροστά τους η διάνοια δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο παρά να σωπάσει ή και να παραδοθεί και να γίνει υπηρέτης τους. Η καρδιά αλλάζει θέση, ανεβαίνει στον εγκέφαλο και τότε μιλάμε για «πάθος». Βέβαια, συμβαίνει πολλές φορές να δημιουργείται ένα αντίστροφο φαινόμενο, μια αναστροφή του πάθους κατά κάποιον τρόπο, όπως π.χ. στον Φοντενέλ, που κάποιος του έλεγε μια φορά τοποθετώντας του το χέρι στην καρδιά: «Αυτό που υπάρχει εκεί μέσα, φίλτατέ μου, είναι και αυτό εγκέφαλος».
Στο ευγενικό ον, εκείνο που περιφρονεί ο όχλος, είναι ο παραλογισμός του πάθους του, η λανθασμένη λογική του, και προπαντός όταν αυτό το πάθος αφορά αντικείμενα που η αξία τους του είναι παντελώς χιμαιρική ή αυθαίρετη, θυμώνει πολύ με όποιον υποκύπτει στο πάθος του στομαχιού του, αλλά καταλαβαίνει την έλξη αυτής της τυραννίας· εκείνο που δεν μπορεί να καταλάβει είναι, π.χ., το πως μπορεί κάποιος να παίζει την υγεία του και την ευτυχία του από πάθος για τη γνώση. Το γούστο των ανωτέρων φύσεων στρέφεται σε πράγματα εξαιρετικά, σε πράγμα που αφήνουν αδιάφορους τους πιο πολλούς από τους άλλους ανθρώπους και που δεν φαίνονται καθόλου γοητευτικά. Η ανώτερη φύση μετρά τις αξίες σε προσωπική κλίμακα. Γενικά όμως, δεν πιστεύει πως αυτή η κλίμακα προσιδιάζει ιδιαίτερα στην καλαισθητική της ιδιοσυγκρασία. Συμβαίνει το αντίθετο μάλιστα· εκτιμά τις προσωπικές αξίες και μη, και πέφτει έτσι στην ακατανοησία και στο απραγματοποιήσιμο. Μια ανώτερη φύση είναι πολύ σπάνιο να διατηρήσει αρκετή λογική ώστε να θεωρεί και να μεταχειρίζεται τον μέτριο άνθρωπο σαν τέτοιο· γενικά πιστεύει μυστικά πως το πάθος της είναι σαν το πάθος όλου του κόσμου και η πίστη αυτή αποτελεί τη φλόγα της και την ευφράδειά της.
Αν οι εξαιρετικοί άνθρωποι δεν νιώθουν τον εαυτόν τους, πώς θα μπορέσουν να καταλάβουν τον όχλο και να αναμετρήσουν δίκαια τον κανόνα;
Μιλάνε λοιπόν και αυτοί για τρέλα, για έλλειψη πνεύματος, ωφελιμιστικού φυσικά, και για τον «χιμαιρισμό» της ανθρωπότητας, και παραξενεύονται για το τρένο της ζωής αυτού του ανόητου κόσμου που δεν επιθυμεί να αναγνωρίσει το «μόνο αναγκαίο του πράγμα». Αυτή είναι η αδικία των ευγενικών φύσεων, η αιώνια αδικία.
*********************
Σήμερα ο στοχασμός έχει χάσει όλη του την εξωτερική αξιοπρέπεια. Έχουν ρεζιλέψει το τελετουργικό και την επίσημη στάση εκείνου που στοχάζεται· δεν μπορούμε πλέον να ανεχθούμε έναν σοφό της παλιάς σχολής. Σήμερα σκεφτόμαστε αρκετά γρήγορα, στην πορεία, την ώρα που περπατάμε, μέσα σε κάθε λογής υποθέσεις, ακόμα και όταν σκεφτόμαστε τα σοβαρότερα πράγματα. Δεν έχουμε ανάγκη από πολλή προετοιμασία, ούτε και από πολλή σιωπή. Όλα πραγματοποιούνται σαν να είχαμε στο κεφάλι μας μια μηχανή που να γυρίζει ασταμάτητα και που συνεχίζει να δουλεύει, ακόμα και στις ασχημότερες συνθήκες. Παλαιότερα, όταν κάποιος προσπαθούσε να σκέφτεται -και ήταν αυτό κάτι το πολύ σπάνιο- το καταλάβαινες αμέσως. Έβλεπες πως προσπαθούσε, ήθελε να γίνει πιο σοφός και προετοιμαζόταν για μια ιδέα. Σταματούσε στη μέση του δρόμου, έπαιρνε ένα σοβαρό ύφος, σαν να προσευχόταν, έμενε ασάλευτος για ολόκληρες ώρες, στο ένα του πόδι ή και στα δυο, σαν να «του έρχονταν η ιδέα». Ε, τότε το πράγμα «άξιζε τον κόπο αυτόν».
****************************
Αγάπη και φιληδονία! Αλήθεια, πόσο διαφορετικά ακούγονται στις καρδιές μας οι δυο αυτές λέξεις. Κι όμως, θα μπορούσαν να εκφράζουν και οι δυο αυτές λέξεις το ίδιο ένστικτο, βαφτισμένο δυο φορές. Η πρώτη εγκωμιαστικά, απ’ο την άποψη των ανικανοποίητων και των ακόρεστων που βρίσκουν «καλό» το ένστικτο αυτό· τη δεύτερη με τη χυδαία έννοια, από την άποψη εκείνων που γνωρίζουν καλά πλέον, που έχουν ένα ένστικτο κατοχής κατασιγασμένο κάπως, και που τώρα φοβούνται για τα «αγαθά» τους.
Η «αγάπη για τον συνάνθρωπό» μας δεν είναι τάχα επιτακτική ανάγκη για μια καινούρια ιδιοκτησία; Και αλήθεια, το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την αγάπη μας για τη γνώση, για την αλήθεια; Και γενικότερα για κάθε επιθυμία καινούριου; Κουραζόμαστε με το παλιό, για ό,τι γνωρίζουμε καλά και σίγουρα, έχουμε ανάγκη να τεντώσουμε τα χέρια μας ακόμα πιο μακριά. Και το πιο όμορφο τοπίο, όταν το ζήσουμε, όταν το έχουμε μπροστά στα μάτια μας για τρεις ολόκληρους μήνες, μας κουράζει· δεν είμαστε βέβαιοι για την αγάπη μας γι’ αυτό. Κάποια άλλη μακρινή όχθη, μας τραβάει περισσότερο.
******************************
Η ευχαρίστηση που αισθανόμαστε για τον εαυτόν μας προσπαθεί να διατηρηθεί με το να μεταμορφώνει πάντοτε κάποιο καινούριο πράγμα μέσα μας· κι αυτό ακριβώς ονομάζεται «κατοχή». Όταν κουραζόμαστε από ένα απόκτημα, κουραζόμαστε με τον ίδιο μας τον εαυτό. (Μπορούμε και να υποφέρουμε από το παραπανίσιο· επίσης, και η ανάγκη του να πετάμε, να προσφέρουμε, μπορεί και αυτή να πάρει το κολακευτικό όνομα «αγάπη»). Όταν βλέπουμε κάποιον να υποφέρει, με μεγάλη προθυμία αρπάζουμε την ευκαιρία που μας προσφέρεται. Αυτό κάνει ο φιλεύσπλαχνος, ο συμπονετικός άνθρωπος· και αυτός, ονομάζει «αγάπη» την επιθυμία ενός νέου αποκτήματος που έχει ξυπνήσει μέσα στη ζωή του και την χαίρεται, όπως χαίρεται κανείς την πρόσκληση μιας καινούριας κατάστασης. Αλλά εκείνο που παρουσιάζεται σαν επιθυμία απόκτησης είναι η φυλετική αγάπη. Αυτός που αγαπά θέλει να γνωρίζει αποκλειστικά το πρόσωπο που επιθυμεί, θέλει να εξουσιάζει απόλυτα, τόσο την ψυχή του, όσο και το σώμα του, θέλει να αγαπιέται μονάχα αυτός, να κυριαρχεί και να βασιλεύει μέσα στην άλλη ψυχή, σαν το υψηλότερο και πιο επιθυμητό αγαθό.
Αν καθίσουμε και σκεφτούμε προσεκτικά όλα τα παραπάνω, θα δούμε πως αυτό, ούτε λίγο ούτε πολύ, δεν φανερώνει τίποτα άλλο παρά από το να αποκλείουμε ολόκληρο τον κόσμο από την απόλαυση ενός αγαθού και μιας πολυτιμότατης ευτυχίας, αν σκεφτούμε πως αυτός που αγαπά προσπαθεί να κάνει φτωχούς και να στερήσει όλους τους άλλους αντιπάλους, και να γίνει ο δράκουλας του θησαυρού του σαν τον πιο αδιάκριτο «κατακτητή» και τον πιο εγωιστή εκμεταλλευτή· αν, τέλος, υποθέσουμε πως ολόκληρος ο υπόλοιπος κόσμος του είναι τελείως αδιάφορος, χωρίς χρώματα και χωρίς καμιά άξια, και πως είναι έτοιμος να κάνει κάθε θυσία, να διαταράξει κάθε καθιερωμένη τάξη, να βγάλει στο περιθώριο κάθε ενδιαφέρον, θα μείνουμε κατάπληκτοι!… Ναι! Θα μείνουμε κατάπληκτοι και Θα αναρωτηθούμε: Πως αυτή η άγρια φιληδονία, αυτή η παράφρονη αδικία της σεξουαλικής αγάπης, υμνήθηκε και θεοποιήθηκε τόσο πολύ σε όλες τις εποχές της ιστορίας, και ακόμα, πως έβγαλαν από την αγάπη αυτή την ιδέα της αγάπης σαν αντίθετο του εγωισμού, ενώ ίσως αντιπροσωπεύει την πιο αυθόρμητη έκφρασή του.
Η συνήθεια, σ’ αυτή την περίπτωση, θα δημιουργήθηκε από αυτούς που δεν είχαν τίποτα και που επιθυμούσαν να αποκτήσουν κάτι. Είναι σίγουρο πως πάντα θα υπήρχαν και οι παραπανήσιοι. Όσοι άνθρωποι είχαν την τύχη να γνωρίσουν πολλά, να κορεστούν δηλαδή, πετούσαν κάπου κάπου τη λέξη «μανιασμένος δαίμονας», όπως ο αρχαίος Σοφοκλής, ο πιο αξιαγάπητος στους Αθηναίους. Αλλά ο Έρωτας πάντα κοροϊδεύει κάτι τέτοιους βλάσφημους· είναι οι μεγαλύτεροι ευνοούμενοί του.
Βέβαια, υπάρχει εδώ κι εκεί πάνω σ’ ολόκληρη τη γη κι ένα είδος επέκτασης του έρωτα, όπου η φιλήδονη επιθυμία που αισθάνονται δυο άνθρωποι ο ένας για τον άλλον, παραχωρεί τη θέση της σε μια καινούρια επιθυμία, σ’ έναν καινούριο πόθο, σε μια ύψιστη, κοινή επιθυμία, την επιθυμία ενός ιδανικού που να τους υπερβάλλει και τους δυο τους. Αλλά ποιος γνωρίζει αυτή την αγάπη; Ποιος άνθρωπος την έζησε;
Το όνομά της, το αληθινό της όνομα, είναι ΦΙΛΙΑ.
****************************
Είναι σ’ όλους μας γνωστό, πως οι αρχαίοι θεωρούσαν τη φιλία σαν το πιο ευγενές συναίσθημα, και μάλιστα έφταναν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εκτιμούν περισσότερο τη φιλία από την τόσο επαινετή υπερηφάνεια των σοφών κείνων ανδρών που περιόριζαν στο ελάχιστο τις ανάγκες τους και την έκαναν μοναδικό αντίπαλο και νικητή αυτής της υπερηφάνειας.
Θα γνωρίζετε ασφαλώς την όμορφη ιστορία ενός Μακεδόνα πρίγκηπα. Ο πρίγκηπας αυτός, αφού έδωσε ένα νόμισμα σ’ έναν Αθηναίο φιλόσοφο που το είχε κάνει δουλειά του να περιφρονεί τον κόσμο, τον είδε να του επιστρέφει το νόμισμα. Και αμέσως είπε ο πρίγκηπας: «Μα τι λοιπόν, δεν έχει φίλο;», Και εννοούσε με αυτό πως εκτιμούσε την υπερηφάνεια αυτή του σοφού Αθηναίου, του ανεξάρτητου αυτού ατόμου, αλλά πως θα εκτιμούσε πολύ περισσότερο την ανθρωπιά του αν μέσα στα βάθη της ψυχής του η φιλία ήταν πιο δυνατή από την υπερηφάνεια. Ο φιλόσοφος είχε ξεπέσει στα ιμάτια του Μακεδόνα πρίγκηπα με το να δείξει πως αγνοούσε ένα από τα δυο ευγενικότερα συναισθήματα του κόσμου, και βεβαίως το πιο ευγενικό απ’ όλα αυτά.
Αποσπάσματα από το βιβλίο