«Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού: Ψυχή έχεις πολλά αγαθά. Φάγε, πίε, ευφραίνου». Αλλά την ίδια νύχτα ο άγγελος τον εκάλεσε να τα μαζέψει για το αιώνιο ταξίδι.
Ο άφρων του Ευαγγελίου είναι ο έξυπνος της ζωής. Ο μαυραγορίτης. Με τη διαφορά πως δε βάζει λόγο στην «ψυχή» του. Δεν έχει τέτοιο πράμα. Έχει κοιλιά. Όταν, λοιπόν, στρώνεται στο τραπέζι και στρογγυλοκάθεται, χαϊδολογά την κοιλιά του, που του κρέμεται ως τα γόνατα, και της λέγει: «Ψυχή μου (=πολυαγαπημένη μου!) έχεις όλα τα καλά. Φάγε, πιες και γλέντησε… Αύριο θα πεθάνουμε… Κόσμε ψεύτη. Χάρο κλέφτη…»
Και πραγματικά, ένα «αύριο» πέθανε ξαφνικά κι αυτός και η κοιλιά του γεμάτοι ως τα μπούνια.
Και να πώς έγινε αυτό το πράμα: Ο μαυραγορίτης, ένας περιβολάρης, είχε αγοράσει την προηγουμένη μέρα την πρώτη του πολυκατοικία στην Αθήνα. Από το χωριό στην πρωτεύουσα, από την καλύβα στον έβδομο ουρανό! Είχε υπογράψει τα συμβόλαια, είχε πληρώσει ένα τσουβάλι εκατομμύρια και την άλλη μέρα θα έμπαινε στο παλάτι του εν χορδαίς και οργάνοις να ενθρονισθεί ως άρχων του κόσμου. Μπροστά θα πήγαινε η Αφθονία με το κέρας της Αμαλθείας γεμάτο μπάμιες, κολοκυθάκια, ντομάτες. Από το δεξί μπράτσο θα τον κρατούσε η θεά Τύχη κι από το ζερβί ο θεός Πλούτος. Και θ’ αφηνότανε να τον σέρνουν οι θεοί μεθυσμένον από την ευτυχία, όπως οι Βακχίδες σέρνουνε το μεθυσμένο από τα κρασιά Σιληνό στα ταμπλό του Ρούμπενς. Και κοιτάζοντας γύρω τα κορόιδα, που θα τον θαυμάζανε, θα τους μορμούριζε:
—Εν ιδρώτι του προσώπου σας φαγείν τον άρτον μου!…
Για να γιορτάσει λοιπόν αυτό το κοσμοϊστορικό γεγονός παρέθεσε δείπνο στον πρώην ιδιοκτήτη, στο δικηγόρο, στο μεσάζοντα και στους φίλους. Δείπνο που θα το ζήλευε κι ο Λούκουλλος: μια φοβερή απλάδα μακαρόνια με μπόλικη σάλτσα και τυρί, ολάκερο αρνί με πατάτες στη λαμαρίνα, κρασί από το βαρέλι (Α! όλα κι όλα! το κρασί πρέπει να πίνεται με τη φυσική του δροσιά, μόλις τραβιέται από την κάνουλα! Όχι πάγο!…) και στο τέλος τα εντόσθια και το κεφαλάκι λαδορίγανη για μπεκρή μεζέ. Κι άφησε πια τις σαλάτες, τα φρούτα, τα τυριά, καθώς και τα ορεχτικά, από τη μυρωδάτη σαρδέλα (σαρδέλα – μία μπέλα!), ίσαμε την «ταραμοσαλάτα» από αυγά ρέγκας! Το δείπνο έπρεπε να μείνει ιστορικό. Ο άνθρωπος του αγρού έκαμνε την πρώτη του είσοδο στη μεγάλη ζωή των πόλεων. Δυστυχώς η ζωή ήτανε πολύ μικρή για έναν τόσο μεγάλον άνθρωπο.
Φάγανε όλοι κι ήπιανε μέχρι διαρρήξεως.
—Μη σταματάτε, φώναζε ο Αμφιτρύων στους καλεσμένους του. Έχουμε κι άλλους μεζέδες: μαρίδες της ώρας κι αυγά τηγανητά με λουκάνικο. Θα δοκιμάσουμε και το τέταρτο βαρέλι. Έστειλα να το ανοίξουνε…
Έστειλε μαζί και κάλεσε τα «λαλήματα»: λαγούτο, κανόνι και κλαρίνο!
—Και τώρα θα χορέψουμε:
Την πι – μωρέ – την πίτα
πο ‘φαγε ο σπανός, αμάν!
Και η κοιλιά του κυρ Χαράλαμπου «ηγείτο του… στομαχίμου εκείνου χορού».
—Να μας ζήσεις, αφέντη! Τέτοιοι άνθρωποι πρέπει να ‘χουνε τα λεφτά…
—Άιντε και με καλό για τη δεύτερη πολυκατοικία…
—Σε κάνα-δυο μήνες, απάντησε ο κυρ Χαράλαμπος κλείνοντας το μάτι.
Όλη τη νύχτα είχε αναστατωθεί το χωριό. Αλλ’ ο κυρ Χαράλαμπος δε θ’ αναστηθεί πια. Γιατί, όταν κατά τη χαραυγή τελείωσε το γλέντι κι ο «αφέντης» έπεσε να κοιμηθεί, δεν ξύπνησε πια. Αντί ν’ ανεβεί, όπως σχεδίαζε, στον έβδομο ουρανό της πολυκατοικίας, κατέβηκε στα άπατα του Άδη.
Ας έτρωγε λιγότερο…