Αμ’ που λες, έκαμα και γω γιωργός είπε απότομα ο αγωγιάτης μου, εκεί που κατεβαίναμε από το Κισερλί στη Λάρισα. Μα σ’ αφήνει, μαθές, ο Θεός να πας μπροστά!
— Γιατί, τον ρώτησα με απορία.
— Γιατί έτσι· να γιατί! Τι τα ήθελε τα τυφλοπόντικα, δε μου λες; Καλά τ’ άλλα, αμ’ τα τυφλοπόντικα;
— Ποια τυφλοπόντικα;
— Αϊ-χου!… δεν είσαι ντόπιος, λέω; ρώτησε με θυμό.
— Όχι.
— Αμ’ για τούτο. Δεν ξέρεις το λοιπόν εσύ τα κακά, που έχουμε μεις οι καμπίσιοι! Είναι, λέει, πλούσιος ο κάμπος. Πλούσιος είναι, μα ποιος τον χαίρεται; Άκουσε και λογάριασε: Πρώτος θεός σε μας είναι ο αφέντης· δεύτερος ο επιστάτης, ο μπιστεμένος τ’ αφεντός σε όλα, στο δώσει και στο πάρει. Έπειτα έρχεται ο αρχιφύλακας, που στέκεται ολοχρονίς απάνω από το κεφάλι σου και δεν μπορείς ούτε να βήξεις. Βάλε έπειτα τους αγροφύλακες, βάλε και τα ζα. Ακόμη βάλε τα όρνια, που κλέφτουν το σπόρο πριν καλοκάτσει στη γη, και τις ακρίδες, που τ’ αφήνουν θερισμένο κι αθέριστο. Τώρα θα σου έλεγα να βάλεις τον γιωργό, αν δεν είχαμε τα τυφλοπόντικα, που καλύτερους θεριστάδες δεν είδα ποτέ μου. Ίδια θερίζουν, ίδια τα βάζουν στις αποθήκες τους. Και τι αποθήκες! Βαθιά λαγούμια, που δε φοβάνται το διαβολότερο κλέφτη να τα βρει.
— Κι έρχονται κάθε χρόνο;
— Αμ’ αν έρχονταν κάθε χρόνο, θα ‘βλεπες ζωντανούς ανθρώπους στη Θεσσαλία; Μια φορά ήρθαν στη ζήση μου και να, από γιωργό αγωγιάτη με κάνανε. Μωρέ χρόνια και κείνα! Ανατριχίλα με πιάνει σαν τα θυμηθώ.
Ήμουνα που λες γιωργός στο Τατάρι, στου Οσμάναγα το χωριό. Άπονος ήταν ο αγάς, μα πλούσιο το χώμα του. Και στη χειρότερη χρονιά το ένα δέκα θα έδινε. Έρχεται, αφέντη μ’, το Εξηντατρία. Να τη μια χρονιά το κάμα μέσα στου Μαγιού τις δροσούλες· στρωσίδι χάμου τα σπαρτά. Να την άλλη τα όρνια σύγνεφο στον ουρανό· μπροστά πήγαινε η σπορά, πίσω κείνα τ’ άθεα! Σπόρο έριχνες και σπόρο δεν ήβρεσκες. Από τα ίδια σου τα χέρια τον άρπαζαν! Να έπειτα οι ακρίδες! μας τέλεψαν. Τρία χρόνια πέρασαν κι είπαμε το ψωμί ψωμάκι. Ο αγάς μάς έδινε άχερο, ο αγάς σιτάρι. Τι σιτάρι; Την ήρα μας έδινε για σιτάρι!
— Και την τρώγατε;
— Τι να κάνουμε; Γι’ αρρώστια ρωτάς; Το αίμα πήγαινε ποτάμι! Θέρος έπεσε σε ανθρώπους και σε ζα. Μου θέρισε και μένα δυο παιδιά. Αμ’ ποιος λογιάζει τα παιδιά; Όλοι τα ζα μας κλαίγαμε, που ήταν η μοναχή κυβέρνια μας! Σαν έχεις ζα, και παιδιά έχεις· αμ’ σαν χάσεις τα ζα, έχασες και τα παιδιά σου. Τι θα τους δώκεις να φάνε;
Ωστόσο ήρθε το Εξηνταέξι κι ανασάναμε. Η χρονιά καλή· ο Απρίλης ολόδροσος· τα χωράφια μεστωμένα. Κάτι ακρίδες φανήκανε στο Νεμπεγλέρ· να σου και τ’ αγιοπούλια από πίσω. Ξέρεις, για μας τ’ αγιοπούλια είναι σαν το Τόξο, που προμηνάει την καλοσύνη του καιρού. Προμηνούν και κείνα ευτυχισμένη χρονιά στο καθετί· στα σπαρτά και στα μποστάνια, στα ζωντανά και στα κλήματα. Μα στην αρχή του Μαγιού κάτι άρχισε να ψιψιλίζεται. — Μωρέ, μίλα καλά· τυφλοπόντικα στο Βελεστίνο! Δε γένεται· δε μπορεί να γένει τέτοιο πράμα! Αδύνατο! Κανείς μας δεν ήθελε να το πιστέψει.
Αχ! τα μαύρα μαντάτα αλήθεψαν σε λιγάκι. Ο αφέντης έρχεται τρεχάτος από τη Λάρ’σα. — Φανίστηκε τίποτα στο τσιφλίκι; — Όχι ακόμη.
Μα στο Βελεστίνο, στο Κισερλί, στο Δερελί, στον Τούρναβο θέριζε άπονα το ποντίκι. Περίγυρα μας έζωσε το κακό! Τι να κάνουμε; Είπαμε να τα βαρέσουμε χλωροθέρι. Αμ’ τι τ’ όφελος; Άμα θεριστεί άψητο το σιτάρι, γένεται δαυλίτης, σταχτώνει και πάει στ’ ανάθεμα. Το αφήσαμε για λίγες μέρες. Μπορεί να μας λυπηθεί ο Θεός, είπαμε. Στ’ άλλα τσιφλίκια, τις περασμένες χρονιές, κάτι άφηναν, κάτι έπαιρναν. Εμείς δε σηκώναμε τίποτα. Ήτανε το λοιπόν δίκιο ν’ αφήκει και μας απείραχτους εφέτος.
Μα πού ν’ ακούσει ο Θεός δίκιο-ξεδίκιο! Σε πέντε μέρες να σου τα. Σαν ξεφλουδίσανε και τις μουριές του Καζακλάρ, ρίχτηκαν λιμασμένα απάνου μας. Στη θωριά τους ξυλιάσαμε, σαν να βλέπαμε το Σατανά. – Να θερίσουμε, λέει ο αγάς· να το κόψουμε όπως όπως, κάτι να σώσουμε. Τα στάχυα ήταν στριμμένα κι άστριφτα. Μα τι να κάνουμε; Μαζωνόμαστε όλοι, τσιφτσήδες, κουλουξήδες, χαβελέδες, ακόμη και παιδιά και γυναίκες. Τροχούμε αποβραδίς τις κοσιές και ξημερωνόμαστε στα χωράφια. Μα τ’ ήταν εκείνο, Θέ μου και Κύριέ μου! Τα χωράφια ολόγυρα ξεντυμένα· ούτε στάχυ, ούτ’ άχερο, ούτε αθέρας πουθενά! Έπεσαν οι κοσιές από τα χέρια μας κι όλοι, από το μικρό ως το μεγάλο κι ο αγάς μαζί, γονατίσαμε κι αρχίσαμε τα στηθοκοπήματα!…
— Μα τόσο πολύ!
— Τόσο πολύ! Απίστευτο σου φαίνεται ε; Δεν άκουσες, λέω, τι φτιάσανε του Αβδούλ Κερίμ πασά; Ήταν τα Κρητικά τότες. Ήταν πασάς στο Μουλαλίκι κι είχε πολλούς νιζάμηδες να πάει στην Κρήτη. Βγαίνει μια ημέρ’ από τη χώρα να κάμει γυμνάσια στον κάμπο κι έμεινε τη νύχτα όξου. Μα βγαίνουν, εφέντη μου, οι ποντικοί, ρίχνονται στ’ ασκέρι και τ’ ανάγκασαν ολονυχτίς να μπει τρεχάτο στη Λάρ’σα.
— Μα δεν κάνατε τίποτα γι’ αυτούς τους ποντικούς;
— Να κάνουμε; και τι να κάνουμε; Θεοποντή, σου λέω, ακούς; Θεοποντή! Να τα σκοτώσουμε; πού να τα βρούμε; Μηγάρις φαίνεται κανένα την ημέρα. Πηγαίνεις όξου και βλέπεις όλα καλά· τα χωράφια ανέγγιχτα. Μα σαν πάρει κι βραδιάζει, ο κάθε σβώλος ποντίκι γένεται· η γη τ’ αναβρύζει από τα σωθικά της.
— Και δεν ξεχωνιάζετε τη γη να τα βρείτε;
— Ουφ!… μη με σκας, αφέντη μ’, να ζήσεις. Λογιάζεις πως κάθουνται και σε προσμένουν; Τη γη όλη αποκάτω την έχουν κούφια. Βγαίνουν βράδυ στο Γκερλί και την αυγή διάβηκαν στον Τούρναβο με όλα τα στάχυα και τα σάλματα του χωραφιού. Ή μη θαρρείς πως είναι θεόρατα; Μια μπουκιά και ούτε· η ουρίτσα τους μόλις ξεχωρίζει· το κεφάλι τους πλατύ, σαν να το πάτησε κανείς διαβάτης κι απόμεινε· έχουν σταχτιά τη ραχοκοκαλιά, άσπρα τα στήθια. Μα σου έχουν και κάτι δόντια, που νεροπρίονο δεν τα φτάνει. Μπρε και λιτανείες κάναμε και τ’ Άγια Λείψανα φέραμε από το μοναστήρι της Πέτρας· μα τίποτα! Ήρθε καιρός να μάθουμε πως οι Τούρκοι γρικιώνται καλύτερ’ από μας τους Χριστιανούς. Είδαν κι απόειδαν, που λες, κουβεντιάσανε οι μπέηδες στη Λάρ’σα, μαζέψανε δεκαπέντε χιλιάδες γρόσια και στέλνουν δυο Τούρκους στην Ανατολή μέσα. Δεν ξέρω, στο Μπαγδάτι, στη Μέκκα, πού τους έστειλαν δε θυμάμαι. Πάνε, και σε δεκαπέντε μέρες γυρίζουν μ’ ένα νερό θαματουργό.
Μωρέ, τι γίνηκε; σαν έφτασε κείνο το νερό στο Βόλο! Πήγαμε όλος ο ντουνιάς, Τούρκοι και Χριστιανοί. Τι να κάνουμε; Ο πνιμένος από τα μαλλιά του πιάνεται. Να σωθούμε θέλαμε, να μη χαθούμε από την πείνα κι ανάβαμε κερί του Σατανά!… Παίρνει που λες ο Κουρά εφέντης το άγιο νερό, απόκοντα οι μπέηδες κι η αρχοντιά πεζοί και πίσω ο λαός με δαρμούς και μοιρολόγια. Φτάνουμε στο Γκερλί, καθόμαστε λίγο κι έπειτα ίσα στη Λάρ’σα. Το φέραμε και τ’ απιθώσαμε στο Χασάνμπεη τζαμί. Ε, θα πιστέψεις ένα πράμα; Σε δυο ημέρες ούτ’ ένα ποντίκι δεν έμεινε στον Κάμπο!
Και τι λες πως έγινε; Τ’ ήταν εκείνο, Μωχαμέτη! Όλα τα όρνια της Ανατολής απάνου μας τρογυροφέρνανε. Λελέκια, κάριες, πελαργοί, κάθε λογής αγριοπούλια χτυπούσαν τις σαγονιές τους, που σ’ έπιανε τρόμος να τ’ ακούς. Κι έπεφταν, μωρέ μάτια μου, από ψηλά στα χωράφια με θυμό, σαν να ήταν δασκαλεμένα και ξεσκίζανε τα τυφλοπόντικα. Σε δυο ημέρες πάνε και κείνα στην ευκή σαν καλοί καματάροι.
Μα τι τ’ όφελος; Τα τυφλοπόντικα πρόκαμαν και τελέψανε τη δουλειά τους· δε μας άφηκαν ούτε κλωνί. Τα χωριά του κάμπου ρημάξανε· οι φαμίλιες σκορπίσανε σαν του λαγού τα παιδιά. Άλλοι πήραν το Πήλιο, άλλοι τον Έλυμπο, άλλοι τα Χάσια κι άλλοι την Γκούρα. Όπου γύριζες, απάνταινες άντρες, παιδιά, γυναίκες να τρέχουν από πόρτα σε πόρτα διακονεύοντας το ψωμάκι. Τι χρόνια! Περάσαμε τους Κραβαρίτες στην κακομοιριά!
Τότε και γω σύναξα το σπίτι μου, μπήκα στη Λάρ’σα, παράδειρα να, κατάντησα αγωγιάτης. Δε σου λέω, βγαίνει και τώρα το καρβέλι· μα κάλλιο είχα τ’ αλώνι κι ένα στρέμμα χωράφι στο Τατάρι. Κάθε που έρχεται ο θέρος ομπρίζ η καρδιά μου σαν το Μάτι του Καραδερέ… Μωρέ ντε!…
Και ο Καραγκούνης, για να κρύψει τη μεγάλη του συγκίνηση, άρχισε να ξυλίζει αλύπητα το ζώο του.