Κι ακλούθησε του Γολγοθά το δρόμο
φορώντας αγκαθένιο ένα στεφάνι
κι ένα σταυρό σηκώνοντας στον ώμο.
Αυτός που ’ρθε να ζήσει, να πεθάνει,
προς την Αλήθεια για ν’ ανοίξει κάποιο δρόμο.
Να Του καρφώσουν άφησε τα χέρια
και σα ληστή με τους ληστές κοιτούσε
να Τον κοιτάνε —οι ματιές σαν μαχαίρια.
Αυτός που τη χαρά μόνο σκορπούσε
και μοναχά για να βλογάει είχε τα χέρια.
Σαν άνθρωπος στα νύχια του θανάτου
παράδερνε, σαν άνθρωπος τη φύση
εχάιδεψε με τη στερνή ματιά Του.
Αυτός που είχε τη ζωή στον κόσμο χύσει
και που ήταν πάνω από τους νόμους του θανάτου.