Είμαστε ένα τάγμα εργατικό. «Αμελέ ταμπουρού.» Τα τάγματα των στρατιωτικών αιχμαλώτων είναι χώρια από μας. Αυτοί περνούν καλύτερα. Εμείς είμαστε ένα καθαρό τάγμα σκλάβων.
[…]
Η πιο σκληρή δουλειά είναι στα πολεμοφόδια που φέρνουν τα τρένα. Μικρές κάσες οβίδες, κι απόξω η σημείωση: «92 κιλά». Τα κουβαλούσαμε απ’ το σταθμό στη μεγάλη αποθήκη που είναι ίσαμε ένα μίλι αλάργα. Ζευγάρια-ζευγάρια. Κάθε δυο σκλάβοι παίρναν μια κάσα. Ο ένας φορτωνόταν κι ο άλλος βοηθούσε από πίσω. Στα μισά του δρόμου αλλάζαμε. Έτσι.
Τη λέγαμε «μαύρη αγγαρειά». Με τ’ όνομα τούτο πιάσαν να τη νοματίζουν κι οι στρατιώτες:
-Άϊντε, ποιοι είναι στη «μαύρη αγγαρειά»!
Ήμαστε ίσαμε ογδόντα νομάτοι. Κάναμε ένα βήμα μπρος με χαμηλωμένα μάτια.
Μέρα με τη μέρα λιγοστεύαμε όσοι δουλεύαμε εκεί. Τους έβλεπες, εκεί που τραβούσαν φορτωμένοι, τσαφ! Τα στόματα ανοίγαν, α.α.α, τα μούτρα τεζέρναν να σπάσει το πετσί, σαν πάγος. Πέφταν – τι παθαίναν; Τους χύναμε νερό να συνεφέρουν.
Ο τσαούς ο δικός μας ανάφερνε το βράδυ:
-Πού θα βγει αυτό; Θα μας κάμουν ζημιά στις κάσες!
Τότες μας φέραν βοδαραμπάδες· κάτι ρόδες, να! Τους φορτώναμε. Αντίς για βόδια ζεύανε δυο σκλάβους, άλλοι σκλάβοι σπρώχναν με τα χέρια τους τις ρόδες. Οι στρατιώτες βαστούν το κεντρί, την «τέμπλα», και κανονίζουν, όπως με τα βόδια, την πορεία.
Στο δρόμο είναι ένα πηγάδι. Δυο-τρεις δικούς μας τους είχαν πνίξει εκεί μέσα. Οι στρατιώτες το λεν. Πολλές φορές μας σταματούν:
-Κοιτάχτε μέσα, ουλάν!
Κοιτάζουμε.
-Φαίνουνται;
-Όχι, δε φαίνουνται.
-Να ρίξουμε έναν να τους βρει; ρωτούν τον Μιχάλ-τσαούς.
Γελούν μαζί. Το αστείο περνά. Τα «βόδια» πέφτουν πάλι στο δρόμο. Στον αγέρα τρέμει το αγκομαχητό των λαχανιασμένων κορμιών που τεζέρνουν στην προσπάθεια. Οι ρόδες τρίζουν. Λυρικά. Τριξ, τριξ. Οι φλέβες του λαιμού, σ’ αυτούς που σέρνουν μπρος, τεντώνουν σαν κόρδες. Οι γυμνές πατούνες σαλαγούν στη γης ν’ αγαντάρουν. Την ικετεύουν: δέξου μας στέρεα, από ευσπλαχνία.
Παρακάτου απ’ το πηγάδι είναι ένας τάφος. Ένας Τούρκος είχε σκοτωθεί στον ίδιο τόπο. Εφές. Του βάλαν μια πλάκα ολόρθη, μνημείο. Είναι πάνω στο δρόμο. Τυχαίνει τα βόδια, οι σύντροφοι που σέρνουν μπρος, να μην καρατάρουν καλά: οι μεγάλες ρόδες του αραμπά αγγίζουν το υψωμένο χώμα του τάφου.
-Γιανάς! σκυλιάζουν οι στρατιώτες και κεντρίζουν ν’ αλλάξει ρότα το τιμόνι.
Δίπλα στο δρόμο είναι ένα χωράφι σπαρμένο κουκιά. Ένα-δυο ρίζες έχουν κατεβεί ίσαμε τον τάφο. Βλάστησαν ρωμαλέα απ’ το λίπος του. Λίγα πρώιμα κουκιά αστράφτουν. Τα βλέπαμε με βουλιμία.
Ένας δικός μας μια μέρα στο γυρισμό χιμά και τα κόβει.
-Πις μιλλέτ! (βρωμερό έθνος) Τρέχουν οι στρατιώτες κοντά και τον αρχίζουν με την «τέμπλα». Ουλάν, δε φοβάστε λοιπόν τίποτα εσείς;
-Τα παλιοτόμαρα! Τι να φοβηθούν! Μπας κι έχουν Θεό; συμπληρώνει ο Μιχάλ-τσαούς.
[…]
H πόρτα έκλεισε. Είμαστε μονάχοι οι σκλάβοι. Πέρασε ίσαμε μια ώρα. Από καιρό σε καιρό, σε αραιά διαστήματα, γινόταν σιωπή. Ύστερα ακουγόταν ένα μουγκριχτό σε μιαν άκρη – κάποιος σύντροφός μας. Κι όσο προχωρούσε η νύχτα, αυτές οι βαριές υπόκωφες κραυγές ολοένα πολλαπλασιάζουνταν. Τα μισόγυμνα κορμιά, όσα δεν ήταν δουλεμένα στην τραχιά ζωή, σπαράζαν. Όσο περπατάς δεν καταλαβαίνεις τίποτα απ’ το ύπουλο έργο που γίνεται κάτου απ’ το πετσί, μες στα νεύρα. Μα μόλις καθίσεις είναι αδύνατο πια να σαλέψεις χωρίς να δαγκάνεις, να βγει αίμα απ’ τον πόνο. Πεινούσαμε.
– Ηλία, θα βαστάξουμε, δεν είναι έτσι;… με ξαναρωτά ο Αργύρης, να πάρει κουράγιο από μένα.
Κ’ εγώ θέλω να μη λιποψυχήσω:
– Θα βαστάξουμε, Αργύρη.
– Ελπίζεις;…
– Ελπίζω.
Λίγο έπειτα μου παραπονιέται για τα πόδια του. Το ένα, που ήταν ολότελα γυμνό, άρχισε να πρήζεται, να κάνει φουσκαλίδες. Ένα δυο απ’ αυτές σπάσαν στο δρόμο και τσούζουν. Και το άλλο, με τη συντροφική παπούτσα, είχε πληγώσει. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω το ωραίο χλωμό του πρόσωπο επειδή είναι σκοτάδι. Μα τον ακούγω που κλαίει σιγανά. Του λέω πως υποφέρω κ’ εγώ, σώπα.
Ξεχνιέται μια στιγμή, μα πάλι ξανάρχεται στο ίδιο μοτίβο:
– Ηλία αδερφάκι μου, μπας και δε βαστάξουμε;…
Θα ήταν έντεκα η ώρα, τη νύχτα, όταν έτριξε η πόρτα. Δυο τρεις στρατιώτες μιλούσαν σιγανά. Στριμώχτηκα κοντά στον Αργύρη, κ’ εκείνος σιμά μου, και βλέπαμε. Ένα φως άναψε. Ένα κερί. Οι στρατιώτες άρχισαν να ψάχνουν. Σκύβουν με το κερί στα πρόσωπα και κοιτάζουν. Γυρεύουν.
Σαν φτάξανε σ’ εμάς, στα δυο αγόρια, στάθηκαν.
– Θέλεις; λέει ο ένας δείχνοντας τον Αργύρη.
Ο άλλος σκέφτηκε, ύστερα λέει;
– Όχι για την ώρα.
– Τη γυναίκα;
– Ναι.
– Θα περιμένεις σειρά, λέει ο πρώτος.
– Θα περιμένω.
Απομακρύνουνται.
Ο Αργύρης τα καταλαβαίνει όλα, γιατί ξέρει τούρκικα. Μα κ’ εγώ το υποπτεύουμαι. Είναι τόσο κοντά μου, ακούγω την καρδιά του που χτυπά γρήγορα. Μα γρήγορα. Σφίγγεται πάνω μου.
– Ηλία… μουρμουρίζει συγκινημένος. Α, «αυτό» όχι! Όχι!
Κ’ εμένα μ’ έχει περιχύσει ο ίδρος απ’ το φόβο. «Αυτό» δεν το είχα υποπτευτεί, δεν το υπολόγιζα. Θυμούμαι μονομιάς ένα σωρό ιστορίες που είχα ακουστά. Μια ξαφνική αξιοπρέπεια τινάζεται σα λόχη μες από κει, απ’ το ταπεινωμένο ζο. Μια περηφάνια, μες στις μύξες, στη γύμνια, στα δάκρυα – ναι, ήταν ολότελα κωμικό.
Παίρνω αμέσως την απόφαση:
– Αργύρη, εγώ θα προτιμήσω να πεθάνω. Θα κάμω ό, τι μπορώ…
Δεν ακούγω την απάντησή του. Ίσως γιατί τρέμει. Δε θέλει ν’ αγγίσει τη βεβαιότητα πως δεν πρόκειται να ζήσουμε. Γιατί, γιατί είναι έτσι ωραία να έχεις μια θερμή καρδιά, να είναι ήλιος, η θάλασσα…
– Αλλά «αυτό» όχι… Όχι «αυτό» μουρμούρισε πάλι.