Η μνήμη της Χιροσίμα απομένει πάντα ζωντανή στη συνείδηση των ανθρώπων. Εκείνο τον Αύγουστο, του χίλια εννιακόσια σαράντα πέντε, έτυχε να βρίσκομαι σε ορεινό κατατόπι της Ναυπακτίας, στη Στάχτη, έτσι ονομάζεται. Βαθιά κοιλάδα κι ολόγυρα βουνά, άλλα κατάφυτα, άλλα γυμνά. Ο πόλεμος είχε αποσυρθεί μακριά· αλλ’ εκεί, μακριά, εξακολουθούσε απηνής, ακόμη. Ωστόσο εμείς ειρηνεύαμε. Ήμαστε καθώς ο άρρωστος, στην πρώτη ανάρρωση. Ξαναζούσαμε τη μικρή, ταπεινή, καθημερινή ζωή· ξαναβρίσκαμε σιγά σιγά τη διάθεση να υπάρξουμε μέσα στα όρια του φυσικού, του θεμιτού και του άμεσα δυνατού, χωρίς τους εφιαλτικούς διασκελισμούς, τις εκτροπές και τις υπερβολές της αγωνίας, που μας είχε κατά τα προγενέστερα χρόνια δυναστεύσει. Μια μικρή συντροφιά, λίγοι άνθρωποι, με το θάνατο ακόμη στα μάτια, με το θάνατο στην καρδιά. Κι ήταν σαν να προσπαθούσαμε ν’ ανοίξουμε ένα παράθυρο στο αίθριο φως, ν’ απολησμονηθούμε σιμά σε λίγο τρεχούμενο νεράκι, σ’ ένα σύδεντρο, που άνοιγε τα πυκνά του κλαδιά, για να πλάσει ένα μικρό κόσμο γαλήνης.
Εκεί μέσα, στη βαθιά κοιλάδα, ήταν, θυμούμαι, και μερικά χωράφια σπαρμένα καλαμπόκι. Άνθρωποι του μόχθου τρυγούσαν το καλαμπόκι, το σώριαζαν σε μικρά πλατώματα, ξανθό και μελίχρυσο. Ερχόταν η νύχτα, αναπαμένη, μ’ ένα μεγάλο καλοσυνάτο φεγγάρι καταμεσίς, αγόρια, κορίτσια εκάθονταν σταυροπόδι ολόγυρα στους σωρούς, τραγουδούσαν ανέμελα, ξεφλούδιζαν τα καλαμπόκια, το σκληρό ψωμί του ξωμάχου. Τραγουδούσαν τ’ αγόρια και τα κορίτσια, τα στερεμένα, τα ταπεινά, που δεν είχαν χάσει, ωστόσο, ολότελα την ευδοκία μιας λαμπρής εφηβείας, όσο βάθαινε η νύχτα, τόσο και πιο πρόσχαρη γινόταν η σύναξη.
Από τις ολόγυρα κορφές ερχόταν, μέσα στο γλυκό λυκόφως, ο αντίλαλος ο βαθύς της μικρής καμπάνας. Σήμαινε η Κοίμηση. Ακούγαμε από μακριά, με τ’ αυτιά της ψυχής, την κατανυχτική παράκληση: «Από των πολλών μου αμαρτιών ασθενεί το σώμα, ασθενεί μου και η ψυχή». Ξέραμε πως οι άνθρωποι είχαν βαρύτατα αμαρτήσει. Είχαν εκφαυλίσει και το σώμα τους και την ψυχή τους. Κι εκείνος ο αντίλαλος ερχόταν να σταλάξει παρηγοριά, ν’ ανοίξει και πάλι την πύλη της ειρήνης. Συντριβή και ανάπαυση.
Έτσι ήταν πλασμένος ο μικρός μας κόσμος τότε. Έτσι περνούσαν οι μέρες, οι νύχτες. Ώσπου έφτασε το μεγάλο απομεσήμερο, που ένα βλαχάκι του Παπαδιαμάντη, άκουρο κι άνιφτο και μισόγυμνο, αλαλιασμένο, χωρίς να ξέρει γιατί, κατρακυλώντας από όρθιες γιδόστρατες, μας έφερε τις εφημερίδες: η ατομική εποχή των ανθρώπων άρχιζε με μια μπόμπα, με την πρώτη μπόμπα της Χιροσίμας, με τις άλλες που ακολούθησαν. Προσπαθήσαμε να συλλάβουμε το πραγματικό νόημα του περιστατικού. Δεν το κατορθώσαμε. Αλλά νιώσαμε πως κάτι το ασύλληπτο σε μέγεθος, το μοναδικό, είχε συμβεί. Ο ομαδικός όλεθρος του πολέμου είχε πάρει ένα καινούριο πρόσωπο, μια άλλη έκφραση, ο εφιάλτης είχε απεριόριστα μεγαλώσει, τέρας φολιδωτό και απαίσιο. Εκεί πέρα, ενώ εμείς ξαναζούσαμε την ώρα του ειδυλλίου, άνθρωποι καθώς όλοι οι άνθρωποι, ικανοί να ευτυχήσουν και ικανοί να πονέσουν, είχαν κονιορτοποιηθεί, είχαν φριχτά ακρωτηριασθεί, είχαν μεταβληθεί σε οικτρά προσωπεία, σε αποβράσματα μιας κόλασης, που καμιά φαντασία δε θα μπορούσε να την αιχμαλωτίσει. Η επιστήμη είχε υποτάξει μια τεράστια ενέργεια. Και την πρωτοχρησιμοποιούσε, για να σκοτώσει. Με τον αργό ή με το γρήγορο θάνατο. Όχι μια γενιά ανθρώπων, πολλές γενιές. Με το «πρελούντιο» τούτο της Χιροσίμας, μπήκαμε, από την εποχή του σιδήρου, στην εποχή του ατόμου. Εκείνα τα αρχικά π.Χ. ή μ.Χ. μπορούσαν τώρα να σημαίνουν όχι μόνο προ Χριστού ή μετά Χριστόν, αλλά και προ Χιροσίμας ή μετά Χιροσίμα. Στο πρώτο κοίταγμα μάλιστα φαίνεται σαν ν’ ακυρώνουν τα πρώτα τα δεύτερα. Η απειλή ενός ατομικού πολέμου είναι η σταθερή μέριμνά μας. Πίσω από κάθε μας στοχασμό, πίσω από κάθε μας λόγο, πίσω από κάθε μας ενέργεια, πίσω από κάθε περιστατικό ενεδρεύει η φρίκη. Ήρθε, στο αναμεταξύ, και η τεχνική πρόοδος, που επολλαπλασίασε τη δραστικότητα της πρώτης μπόμπας και ανύψωσε σε αστρονομικούς αριθμούς την έκταση της πιθανής, της ενδεχόμενης καταστροφής. Ήρθε και μια κινηματογραφική ταινία να μας δείξει, με τρόπο εντυπωσιακό, τι υπήρξε η Χιροσίμα και τι μπορεί να είναι η Χιροσίμα του μέλλοντος. Έτσι ο χρόνος μοιράστηκε και πάλι στα δυο, αυτός ο ευθύγραμμος χρόνος της Ιστορίας. Από τη μια μεριά ο πόλεμος χωρίς τη Χιροσίμα· από την άλλη ο πόλεμος με τη Χιροσίμα.
Υπάρχουν και κάποιοι, απερίσκεπτοι φυσικά, που πιστεύουν πως οι άνθρωποι μπορεί να ξαναπολεμήσουν χωρίς να ρίξουν την μπόμπα, καθώς δεν εχρησιμοποίησαν στους προηγούμενους πολέμους τ’ ασφυξιογόνα αέρια. Και μολονότι και χωρίς τ’ ασφυξιογόνα αέρια και χωρίς την μπόμπα η καταστροφή δεν πρόκειται να είναι περιορισμένη, βρίσκουν τη σκέψη τούτη αναπαυτική. Δεινή ψευδαίσθηση! Ένας άλλος πόλεμος δεν πρόκειται παρά να είναι η έκφραση μιας οικουμενικής λύσσας, μιας απαραδειγμάτιστης μανίας. Οι άνθρωποι θα ξεκινήσουν για να ξεριζώσουν το γένος τους, για να πεθάνουν κι οι ίδιοι, σκοτώνοντας τους άλλους — αρκεί να σκοτώσουν τους άλλους! Αυτή είναι η σωστή ανάλυση του φάσματος, που προκύπτει μπροστά μας. Πρέπει να είμαστε, για τούτο, βέβαιοι!
Αλλά δεν είναι σωστό ν’ απαισιοδοξούμε. Ζωτική ανάγκη μάς επιβάλλει να θεωρήσουμε, παρά την απειλητική νέφωση των καιρών, τη Χιροσίμα αρχή μιας καλύτερης εποχής, όχι αρχή του τέλους. Ο άνθρωπος παλεύει με πολλά σκοτάδια μέσα του. Δεν πρέπει, ωστόσο, ν’ αγνοεί και τη φωτεινή εστία, που αγρυπνεί σ’ έν’ απόμερο κατατόπι της μοναξιάς του, την εστία της ανθρωπιάς του. Εκεί υπάρχει ένα τρυφερό παιδί με αγύμναστα μάτια. Ένα παιδί, που έρχεται να ζήσει, όχι να πεθάνει. Που δεν ξέρει το κακό, που είναι διψασμένο για φως, που στρέφεται και μας κοιτάζει και κατέχει την περιέργεια και την απορία. Είναι ένα γλυκό παιδί, ένα ξημέρωμα. Θα είναι μεγάλο κρίμα αυτό το παιδί να το ακρωτηριάσουμε, να το παραμορφώσουμε, να το σκοτώσουμε. Πρέπει να του μάθουμε πως ο άνθρωπος είναι πλασμένος για τα μεγάλα, πως δεν είναι ο από γενετής φονιάς. Να του διδάξουμε το μέγιστο μάθημα της αξιοπρέπειας, να το ενισχύσουμε με τη δύναμη της επιείκειας και της αγάπης, αυτή την ασύντριφτη, την αράγιστη δύναμη. Να του πούμε πως έχουμε πέσει σε μεγάλα λάθη και τα πληρώσαμε πολύ ακριβά και τώρα πια δεν ξαναπέφτουμε στα ίδια λάθη.
Η Χιροσίμα ήταν το τίμημα. Και πως ακόμα και τα νέα μέσα που καταχτήσαμε θα τα χρησιμοποιήσουμε για να γιατρέψουμε την αρρώστια, για να κάμουμε πιο εύκολη τη ζωή, για να πολεμήσουμε τη φτώχεια, τη στέρηση, για να μεγαλώσουμε τον αληθινό πολιτισμό. «Ονειροφαντασίες χιμαιροκυνηγού», μπορεί να πει κάποιος, πραχτικός άνθρωπος και πεισματικά αντιρρητικός. Αλλά δε θάχει νιώσει αυτός ο άνθρωπος, ακόμη κι όταν θ’ αντικρίσει το καταχτημένο φεγγάρι, πόση δύναμη έχουν τα όνειρα και πόσο ακατάλυτη είναι η δυναστεία των Χιμαιρών!
ΒΑΣΩ ΜΠΕΡΗ
February 8, 2021 at 6:32 pm
Αχ αυτές οι Χίμαιρες! Τι ωραίο κείμενο! Σ’ ευχαριστώ που το μοιράστηκες.
Chris Pinturicchio
February 8, 2021 at 6:58 pm
Να ‘σαι καλά Βάσω.