Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο

Jorge Luis Borges – Ο άλλος

Το περιστατικό συνέβη όταν ήμουνα στο Καίμπριτζ, το Φεβρουάριο του 1969. Εκείνη την εποχή δεν έκανα καμιά απόπειρα να το καταγράψω, γιατί, καθώς φοβόμουνα για το μυαλό μου, είχα την πρόθεση να το ξεχάσω. Τώρα, που έχουν περάσει μερικά χρόνια από τότε, αισθάνομαι πως αν το εμπιστευθώ στο χαρτί οι άλλοι θα το διαβάσουν σαν ένα διήγημα, κι ελπίζω ότι κάποια μέρα θα γίνει διήγημα και για μένα τον ίδιο. Ξέρω πως ήταν τρομερή εμπειρία — κι η ανάμνησή της ήταν ακόμα πιο τρομερή, στις άγρυπνες νύχτες που ακολούθησαν — αλλ’ αυτό δε σημαίνει πως η αφήγηση του περιστατικού θα συγκινήσει, κατ’ ανάγκην, και κάποιον άλλο.

Θα ‘ταν γύρω στις δέκα το πρωί. Καθόμουνα σ’ ένα παγκάκι στραμμένο προς το ποτάμι Τσαρλς. Καμιά πεντακοσαριά γιάρδες δεξιά μου ήταν ένα ψηλό κτίριο που ποτέ δεν έμαθα το όνομά του. Μεγάλα κομμάτια πάγου αργοκυλούσαν πάνω στο γκρίζο νερό. Μοιραία το ποτάμι μ’ έκανε να σκεφτώ το χρόνο — η παμπάλαιη εικόνα του Ηράκλειτου. Είχα κοιμηθεί καλά· το μάθημά μου το προηγούμενο απόγευμα είχε, νομίζω, καταφέρει να συγκρατήσει το ενδιαφέρον των σπουδαστών μου. Ψυχή δε φαινόταν γύρω.

Ξαφνικά, είχα την εντύπωση (κατά τους ψυχολόγους αυτό συμβαίνει όταν είναι κανείς κουρασμένος) πως είχα ξαναζήσει αυτή τη στιγμή στο παρελθόν. Κάποιος είχε καθίσει στο παγκάκι, στην άλλη άκρη. Θα προτιμούσα να ‘μενα μόνος μου, αλλά μη θέλοντας να φανώ ακοινώνητος, απέφυγα να σηκωθώ πάνω απότομα. Ο άλλος είχε αρχίσει να σφυρίζει. Τότε συνέβη το πρώτο από μια ολόκληρη σειρά ανησυχητικά πράγματα που επρόκειτο να συμβούν εκείνο το πρωί. Αυτό που σφύριζε, αυτό που προσπαθούσε να σφυρίξει (δεν έχω διόλου μουσικό αυτί), ήταν ο σκοπός «Λα Ταπέρα», μια μιλόνγκα του Ελίας Ρεγούλες. Η μελωδία με πήγε πίσω στο Μπουένος Άιρες, σε μια ορισμένη μεσαυλή που έχει εξαφανιστεί εδώ και χρόνια, και θυμήθηκα τον ξάδερφό μου, τον Αλβάρο Μελίαν Λαφινούρ που πέθανε πριν κάμποσα χρόνια. Έπειτα μου ‘ρθαν στο μυαλό τα λόγια. Τα λόγια του πρώτου στίχου. Δεν ήταν η φωνή του Αλβάρο αλλά μια απομίμησή της. Όταν το αναγνώρισα, τα ‘χασα.

«Κύριε», γύρισα κι είπα στο διπλανό μου, «είστε Ουρουγουανός ή Αργεντινός;»

«Αργεντινός», μου απάντησε, «αλλά ζω στη Γενεύη από το 1914». Ακολούθησε παρατεταμένη σιωπή.

«Μαλανιού 17, απέναντι στην Ορθόδοξη εκκλησία;» ρώτησα.

Απάντησε καταφατικά.

«Στην περίπτωση αυτή», είπα ευθέως, «είστε ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Κι εγώ, επίσης, είμαι ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Έχουμε 1969 και βρισκόμαστε στο Καίμπριτζ».

«Όχι», είπε με μια φωνή που ήταν η δική μου, αλλά και λίγο διαφορετική. Σταμάτησε. Κι ύστερα, με ύφος επιτακτικό, είπε: «Είμαι εδώ, στη Γενεύη, σ’ ένα παγκάκι, λίγα βήματα απ’ το Ροδανό. Το παράξενο είναι πως μοιάζουμε οι δυο μας, αλλά εσείς είστε πολύ μεγαλύτερος και τα μαλλιά σας είναι γκρίζα».

«Μπορώ να αποδείξω πως δε λέω ψέματα», είπα. «Θα σας πω πράγματα που είναι απίθανο να ξέρει ένας ξένος. Στο σπίτι έχουμε μιαν ασημένια κούπα για ματέ· η βάση της παριστάνει δυο φίδια αλληλοπλεγμένα. Την είχε φέρει ο προπάππος μας απ’ το Περού. Υπάρχει ακόμα ένας ασημένιος νιπτήρας που κρεμόταν απ’ τη σέλα του. Στην ντουλάπα του δωματίου σας υπάρχουν δυο σειρές βιβλία: τρεις τόμοι του Χίλιες και μια νύχτες, του Λέην, με χαλυβδογραφίες και σημειώσεις στο τέλος κάθε κεφαλαίου, με μικρά τυπογραφικά στοιχεία· το λατινικό λεξικό του Κισσερά· Τα Γερμανικά του Τάκιτου στα Λατινικά, καθώς επίσης και στην αγγλική μετάφραση του Γκόρντον· ένας Δον Κιχώτης δημοσιευμένος από τον Γκρανιέ· το Τάμπλας δε Σάνγκρε του Ριβέρα Ιντάρδε, με αφιέρωση του συγγραφέα· το Sartor Resartus του Καρλάυλ· μια βιογραφία του Αμιέλ· και κρυμμένο πίσω από άλλους τόμους, ένα βιβλίο χαρτόδετο γύρω από τα σεξουαλικά έθιμα στα Βαλκάνια. Θυμάμαι ακόμα κάποιο βράδυ, σε κάποιο δεύτερο πάτωμα της πλατείας Ντυμπούρ».

«Ντυφούρ», με διόρθωσε.

«Πολύ καλά — Ντυφούρ. Δεν αρκούν αυτά;»

«Όχι», είπε. «Αυτές οι αποδείξεις δεν αποδεικνύουν τίποτα. Αν σας ονειρεύομαι, είναι φυσικό να ξέρετε ό,τι ξέρω. Ο κατάλογός σας, παρ’ όλο το μάκρος του, είναι τελείως άχρηστος».

Η αντίρρησή του ήταν εύστοχη. Είπα: «Αν αυτό το πρωινό κι αυτή η συνάντηση είναι όνειρα, ο καθένας μας πρέπει να πιστεύει πως αυτός είναι που ονειρεύεται. Ίσως σταματήσαμε να ονειρευόμαστε, ίσως όχι. Στο μεταξύ, το εξόφθαλμο καθήκον μας είναι να παραδεχτούμε το όνειρο όπως παραδεχόμαστε τον κόσμο και το ότι γεννιόμαστε και βλέπουμε κι ανασαίνουμε».

«Κι αν τ’ όνειρο συνεχιστεί;» είπε με αγωνία.

Για να τον ηρεμήσω, και για να ηρεμήσω κι εγώ πήρα ένα ύφος σιγουριάς, αν και, βέβαια, δεν αισθανόμουν καθόλου σίγουρος. «Το όνειρό μου κράτησε εβδομήντα χρόνια», είπα. «Στο κάτω κάτω, δεν υπάρχει άνθρωπος ζωντανός που να μη βρίσκεται ενώπιος ενωπίω, την ώρα που ξυπνάει. Είναι αυτό που συμβαίνει μ’ εμάς — εκτός που είμαστε δυο. Δε θα θέλατε να ξέρετε κάτι απ’ το παρελθόν μου, που ‘ναι το μέλλον που σας περιμένει;»

Συγκατένεψε χωρίς να μιλήσει. Συνέχισα, λιγάκι αμήχανα. «Η μητέρα είναι καλά στο σπίτι της, Τσάρκας και Μαϊπού, στο Μπουένος Άιρες, αλλά ο πατέρας πέθανε, κοντεύουνε τριάντα χρόνια τώρα. Πέθανε από την καρδιά του. Η ημιπληγία τον αποτέλειωσε· τ’ αριστερό του χέρι πάνω στο δεξί, έμοιαζε με χέρι παιδιού πάνω στο χέρι γίγαντα. Πέθανε δυσανασχετώντας με το θάνατο, αλλά χωρίς να παραπονιέται. Η γιαγιά μας είχε πεθάνει στο ίδιο σπίτι. Λίγες μέρες πριν από το τέλος, μας μάζεψε όλους κοντά της κι είπε, «είμαι μια γριά γυναίκα που πεθαίνει πολύ πολύ αργά. Ας μην αναστατωθεί κανένας για ένα τόσο κοινό, τόσο καθημερινό πράγμα». Η αδερφή μας η Νόρα παντρεύτηκε κι έχει δυο γιους. Μιας και το ‘φερε η κουβέντα, πώς είναι οι δικοί σας σπίτι;»

«Μια χαρά. Ο πατέρας λέει πάντα τα ίδια αντιθρησκευτικά αστεία. Χτες βράδυ είπε πως ο Χριστός είναι σαν τους γκαούτσο που δεν τους αρέσει να δεσμεύονται, και γι’ αυτό δίδασκε με παραβολές». Δίστασε λιγάκι κι ύστερα είπε, «Κι εσείς;»

«Δεν ξέρω τον αριθμό των βιβλίων που θα γράψετε, αλλά ξέρω πως θα ‘ναι πάρα πολλά. Θα γράψετε ποιήματα που θα σας δώσουνε μεγάλη χαρά, χαρά που οι άλλοι δε θα συμμεριστούν, και διηγήματα κάπως αλλόκοτα. Σαν τον πατέρα,… και τόσους άλλους από την οικογένεια, θα διδάξετε».

Μ’ ευχαρίστησε που δε ρώτησε τίποτα για την επιτυχία ή την αποτυχία των βιβλίων του. Άλλαξα τόνο και συνέχισα. «Όσο για την ιστορία, είχαμε κι άλλον πόλεμο, σχεδόν ανάμεσα στους ίδιους ανταγωνιστές. Η Γαλλία δεν άργησε να υποκύψει. Η Αγγλία κι η Αμερική πολέμησαν εναντίον ενός Γερμανού δικτάτορα που τον λέγαν Χίτλερ — η κυκλική μάχη του Βατερλώ. Γύρω στο 1946 το Μπουένος Άιρες γέννησε κι άλλον Ρόσας, που ‘μοιαζε αρκετά με τον συγγενή μας. Στα 1955, η επαρχία της Κόρδοβα ξεσηκώθηκε για τη σωτηρία μας, όπως είχε κάνει η Έντρε Ρίος τον περασμένο αιώνα. Τώρα τα πράγματα πάνε άσχημα. Η Ρωσία καταχτάει τον κόσμο· η Αμερική, αναχαιτισμένη από την πρόληψη της δημοκρατίας, δεν αποφασίζει να γίνει αυτοκρατορία. Κάθε μέρα που περνάει η χώρα μας γίνεται και πιο επαρχιώτικη. Πιο επαρχιώτικη και πιο επιτηδευμένη — λες και στραβώθηκε. Δε θα με εξέπληττε αν τη διδασκαλία των Λατινικών στα σχολειά μας την αντικαθιστούσε η διδασκαλία των Γκουαρανί».

Θα μπορούσα να πω ότι μόλις και μετά βίας με πρόσεχε. Ο στοιχειακός φόβος γι’ αυτό που είναι αδύνατο, κι ωστόσο είναι έτσι, τον κατέθλιβε. Εγώ, που ποτέ δεν υπήρξα πατέρας, ένιωσα για το φτωχό αυτό αγόρι — πιο δικό μου και από ‘να γιο σάρκα της σάρκας μου — ένα κύμα αγάπης. Βλέποντας πως κρατούσε σφιχτά στα χέρια του ένα βιβλίο, ρώτησα τι ήταν.

«Οι Δαιμονισμένοι, ή, καθώς πιστεύω, Οι Σατανάδες, του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκη» είπε, όχι χωρίς ματαιοδοξία.

«Σβήστηκε απ’ τη μνήμη μου. Περί τίνος πρόκειται;» Κι ευθύς ως το ξεστόμισα, ένιωσα πως η ερώτηση ήταν βλασφημία.

«Ο Ρώσος δάσκαλος», είπε με κάποιο στόμφο, «είδε βαθύτερα από οποιονδήποτε άλλον μέσα στο λαβύρινθο της σλάβικης ψυχής».

Αυτή η απόπειρα ρητορικής μου φάνηκε σαν απόδειξη ότι ξανάβρισκε την αταραξία του. Ρώτησα ποια άλλα βιβλία του δάσκαλου είχε διαβάσει. Ανάφερε δυο τρία, μεταξύ των οποίων και το Σωσία. Τον ρώτησα, τότε, αν διαβάζοντάς τα μπορούσε να διακρίνει καθαρά τους χαρακτήρες, όπως τους διακρίνει κανείς στον Τζόζεφ Κόνραντ, κι αν σκεφτόταν να συνεχίσει τη μελέτη του έργου του Ντοστογιέφσκη.

«Όχι ακριβώς», είπε με κάποια έκπληξη.

Τον ρώτησα τι έγραφε και μου ‘πε πως μάζευε το υλικό του για μια ποιητική συλλογή που θα λεγόταν Κόκκινοι ύμνοι. Και ένα διάστημα σκεφτόταν να της δώσει τον τίτλο Κόκκινοι ρυθμοί.

«Και γιατί όχι;» είπα. «Μπορείτε να επικαλεστείτε κάποια καθιερωμένα προηγούμενα. Τους γαλάζιους στίχους τους Ρουμπέν Δαρίο και το γκρίζο τραγούδι του Βερλαίν».

Αγνόησε την παρατήρησή μου κι εξήγησε πως το βιβλίο του θα δοξολογούσε την αδερφότητα του ανθρώπου. Ο ποιητής του καιρού μας δεν μπορεί να γυρίζει τη ράχη του στον αιώνα του, πρόσθεσε. Σκέφτηκα για λίγο και ρώτησα αν πράγματι θεωρούσε τον εαυτό του αδερφό κανενός — όλων των εργολάβων κηδειών, ας πούμε, όλων των ταχυδρόμων, όλων των δυτών ανοιχτής θαλάσσης, όλων εκείνων που ζουν στην πλευρά του δρόμου με τους ζυγούς αριθμούς, όλων των αφωνικών, και ούτω καθεξής. Απάντησε πως το βιβλίο του αναφερόταν στη μεγάλη μάζα των καταπιεσμένων και των αλλοτριωμένων.

«Η μάζα σας, των καταπιεσμένων και αλλοτριωμένων, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια αφαίρεση», είπα. «Μόνο άτομα υπάρχουν — αν μπορεί να ειπωθεί καν πως κάποιος υπάρχει. «Ο άνθρωπος του χθες δεν είναι ο άνθρωπος του σήμερα», παρατήρησε κάποιος Έλληνας. Εμείς οι δυο, καθισμένοι σ’ αυτό το παγκάκι στη Γενεύη ή στο Καίμπριτζ, είμαστε ίσως η απόδειξη αυτής της παρατήρησης».

Έξω από τις αυστηρές σελίδες της Ιστορίας, τα αξιομνημόνευτα περιστατικά δεν έχουν ανάγκη από αξιομνημόνευτες φράσεις. Τη στιγμή του θανάτου, ένας άνθρωπος προσπαθεί να θυμηθεί μια γκραβούρα που πήρε το μάτι του όταν ήταν παιδί· οι στρατιώτες την ώρα που ετοιμάζονται να μπουν στη μάχη μιλάνε για τη λάσπη ή για το λοχία τους. Η κατάστασή μας ήταν μοναδική, κι ειλικρινά, ήμασταν απροετοίμαστοι γι’ αυτή. Η τύχη το ‘φερε να κουβεντιάζουμε για λογοτεχνία· φοβάμαι πως δεν είπα τίποτα περισσότερο απ’ αυτά που λέω συνήθως στους δημοσιογράφους. To alter ego μου πίστευε στην επινόηση, στην ανακάλυψη νέων μεταφορών· εγώ, σ’ εκείνες τις μεταφορές που αντιστοιχούν στις άμεσες και προφανείς συνάφειες, που η φαντασία μας τις έχει ήδη δεχτεί. Γηρατειά και ηλιοβασίλεμα, όνειρα και ζωή, η ροή του χρόνου και του νερού. Πρότεινα αυτή την άποψη που, χρόνια αργότερα, αυτός θα την υποστήριζε σ’ ένα βιβλίο. Μόλις και μετά βίας με πρόσεχε. Ξαφνικά είπε, «Αν κάποτε υπήρξατε αυτό που είμαι σήμερα εγώ, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι έχετε ξεχάσει τη συνάντησή σας με έναν ηλικιωμένο κύριο που το 1918 σας είπε ότι κι αυτός επίσης ήταν Μπόρχες;»

Δεν είχα υπολογίσει αυτή τη δυσκολία. «Ίσως το περιστατικό ήταν τόσο παράδοξο που προτίμησα να το ξεχάσω», απάντησα χωρίς μεγάλη πεποίθηση.

Διακινδυνεύοντας μιαν ερώτηση, είπε συνεσταλμένα, «Πώς είναι η μνήμη σας;»

Συνειδητοποίησα τότε πως για ένα αγόρι κάτω από είκοσι, ένας άνθρωπος πάνω από εβδομήντα είναι σχεδόν στον τάφο. «Συχνά αγγίζει την αμνησία», είπα, «αλλά ακόμα προσφέρει τις υπηρεσίες που καλείται να προσφέρει. Σπουδάζω Αρχαία Αγγλικά και δεν είμαι απ’ τους τελευταίους στην τάξη».

Η κουβέντα μας είχε ήδη κρατήσει πολύ, για να ‘ναι κουβέντα ονείρου.

Ξαφνικά μου ‘ρθε μια ιδέα. «Μπορώ αμέσως να αποδείξω πως δεν με ονειρεύεστε», είπα. «Ακούστε προσεκτικά αυτό το στίχο που, απ’ όσο ξέρω, δεν τον διαβάσατε ακόμα».

Τόνισα αργά τον περίφημο στίχο, «L’hydre-univers tordant son corps écaillé d’ astres». Αισθάνθηκα το σχεδόν έντρομο δέος του. Επανέλαβε το στίχο, χαμηλόφωνα, απολαμβάνοντας την κάθε αστραφτερή του λέξη.

«Είναι γεγονός», είπε κομπιάζοντας, «ποτέ δε θα μπορέσω να γράψω μιαν αράδα σαν κι αυτή».

Ο Βίκτορ Ουγκό μας έχει φέρει τον ένα κοντά στον άλλον.

Τώρα θυμάμαι πως πριν απ’ αυτό είχε απαγγείλει με φλόγα εκείνο το σύντομο κομμάτι του Ουίτμαν όπου ο ποιητής θυμάται μια νύχτα που ‘μοιράστηκε κοντά στη θάλασσα, όταν ήταν αληθινά ευτυχισμένος.

«Αν ο Ουίτμαν δόξασε αυτή τη νύχτα» παρατήρησα, «είναι γιατί τη λαχτάρησε κι όχι γιατί συνέβη. Το ποίημα κερδίζει όταν το βλέπουμε σαν έκφραση μιας λαχτάρας κι όχι σαν αφήγηση κάποιου πραγματικού συμβάντος».

Με κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. «Δεν τον ξέρετε καθόλου!» αναφώνησε. «Ο Ουίτμαν είναι ανίκανος να πει ψέμα».

Μισός αιώνας δεν περνάει μάταια. Κάτω απ’ την κουβέντα μας γι’ ανθρώπους και τυχαία διαβάσματα και τα διαφορετικά μας γούστα, συνειδητοποιούσα πως δεν ήμασταν σε θέση να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον. Ήμασταν πολύ όμοιοι και πολύ ανόμοιοι. Δεν ήμασταν σε θέση να νιώσουμε ο ένας τον άλλον, γεγονός που κάνει τη συζήτηση δύσκολη. Ο καθένας από μας ήταν ένα γελοιογραφικό αντίγραφο του άλλου. Ήταν μια κατάσταση τόσο αφύσικη που ήταν αδύνατο να κρατήσει περισσότερο. Δεν είχε νόημα να του προσφέρω συμβουλές ή να του φέρω επιχειρήματα αφού, αναπόφευκτα, η μοίρα του ήταν να γίνει το πρόσωπο που είμαι εγώ σήμερα.

Ξαφνικά, μου ήρθε στο νου μια από τις φαντασίες του Κόλεριτζ. Κάποιος ονειρεύεται πως του δίνουν ένα τριαντάφυλλο στη διάρκεια ενός ταξιδιού του στον παράδεισο. Όταν ξυπνάει βρίσκει το λουλούδι. Ένα ανάλογο κόλπο σκέφτηκα κι εγώ. «Ακούστε», είπα. «Έχετε λεφτά πάνω σας;»

«Ναι», απάντησε. «Έχω καμιά εικοσαριά φράγκα. Έχω καλέσει σε δείπνο απόψε τον Σίμωνα Ζικλίνσκι στον Κροκόδειλο».

«Πέστε του Σίμωνα ότι θα ασκήσει την ιατρική στην Καρούς κι ότι θα γίνει ένας πολύ χρήσιμος άνθρωπος. Δώστε μου τώρα ένα απ’ τα νομίσματά σας».

Έβγαλε απ’ την τσέπη του τρία μεγάλα ασημένια νομίσματα και μερικά ψιλά. Χωρίς να καταλαβαίνει, μου ‘δωσε ένα πεντόφραγκο. Του ‘δωσα ένα από κείνα τα μάλλον ανόητα αμερικάνικα χαρτονομίσματα που, ανεξάρτητα απ’ την αξία τους, έχουν όλα τα ίδιο μέγεθος. Το εξέτασε με μεγάλη περιέργεια.

«Αδύνατον!», είπε, με υψωμένη τη φωνή. «Έχει χρονολογία 1964. Μοιάζει με θαύμα και το θαυμαστό είναι τρομαχτικό. Αυτοί που ήταν μάρτυρες στην ανάσταση του Λαζάρου θα πρέπει να ‘νιωσαν φρίκη».

Δεν έχουμε αλλάξει στο παραμικρό, σκέφτηκα. Πάντα η φιλολογική αναφορά. Έσκισε το χαρτονόμισμα κι έβαλε τα νομίσματά του στην τσέπη. Αποφάσισα να πετάξω το δικό μου στο ποτάμι. Το τόξο του μεγάλου ασημένιου δίσκου, βουλιάζοντας στο ασημένιο ποτάμι, θα προίκιζε την ιστορία μου με μια ολοζώντανη εικόνα, αλλά η τύχη δεν το θέλησε έτσι. Του είπα πως όταν το υπερφυσικό συμβαίνει για δεύτερη φορά, παύει να είναι τρομαχτικό. Πρότεινα να κανονίσουμε να συναντηθούμε την επόμενη μέρα, στο ίδιο αυτό παγκάκι που υπήρχε σε δυο μέρη και σε δυο εποχές. Συμφώνησε αμέσως και, χωρίς να κοιτάξει το ρολόι του, είπε πως είχε αργήσει. Λέγαμε ψέματα και οι δυο, κι ο καθένας μας το ‘ξερε αυτό για τον άλλον. Του είπα πως κάποιος θα ερχότανε για μένα.

«Θα ‘ρθει για σας;» είπε.

«Ναι. Όταν φτάσετε στην ηλικία μου θα ‘χετε χάσει το φως σας σχεδόν εντελώς. Θα ξεχωρίζετε ακόμα το κίτρινο χρώμα, τα φώτα και τις σκιές. Μην ανησυχείτε. Η βαθμιαία τύφλωση δεν είναι τραγωδία. Είναι σαν αργό καλοκαιρινό σούρουπο».

Αποχαιρετιστήκαμε χωρίς να ‘χουμε αγγίξει ο ένας τον άλλον ούτε μια φορά. Την άλλη μέρα δεν πήγα στο ραντεβού. Μήτε κι αυτός θα πήγαινε.

Έχω σκεφτεί πολύ πάνω σ’ αυτή τη συνάντηση, χωρίς ως τώρα να την έχω διηγηθεί σε κανέναν. Πιστεύω πως έχω ανακαλύψει το κλειδί.

Η συνάντηση ήταν πραγματική, αλλά ο άλλος ονειρευόταν όταν συζητούσε μαζί μου, κι αυτό εξηγεί το πώς μπόρεσε να με ξεχάσει· κουβέντιασα μαζί του ενόσω ήμουν ξυπνητός, κι η ανάμνηση αυτού του περιστατικού ακόμη μ’ αναστατώνει.

Ο άλλος με ονειρεύτηκε, αλλά δεν ονειρεύτηκε εμένα ακριβώς. Ονειρεύτηκε, αναγνωρίζω τώρα, την ημερομηνία πάνω στο δολάριο.

 

Μετάφραση: Σπύρος Τσακνιάς

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.