Στο παρακάτω απόσπασμα ο Μίκης Θεοδωράκης αφηγείται ένα περιστατικό από τα μαθητικά του χρόνια, στην Τρίπολι, κατά την διάρκεια της κατοχής.
Προέρχεται από το βιβλίο “Οι δρόμοι του αρχαγγέλου”, όπου Θεοδωράκης αυτοβιογραφείται.
Στην τάξη μας, οι μαθητές είχαν χωριστεί σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη ήταν αυτοί που πεινούσαν και λιποθυμούσαν πάνω στο θρανίο. Στη δεύτερη αυτοί που πεινούσαν χωρίς να λιποθυμούν. Και στην τρίτη, αυτοί που τρώγανε όσο ποτέ στη ζωή τους, γιατί οι πατεράδες τους ήταν αγρότες, μαυραγορίτες ή και τα δύο. Εμείς οι πεινασμένοι, της πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, αποφασίσαμε να βάλουμε τέρμα σ’ αυτήν την κατάσταση. Οργανωθήκαμε και μια μέρα ανακοινώσαμε στην τάξη ότι είναι απαράδεκτο οι μισοί να παχαίνουν και οι μισοί να πεθαίνουν της πείνας. Οι χωριάτες έβαλαν τις φωνές. Είχαν και τον αέρα που τους έδινε η σωματική τους ευρωστία. Όμως εμείς ήμαστε οι περισσότεροι και οι αποφασισμένοι για όλα. Είπαμε: “Δεν μπαίνει κανείς στην τάξη, αν δεν βάλει τρόφιμα (πατάτες, αλεύρι, σταφίδα, αυγά) στο καλάθι που θα βρίσκεται μπροστά στην πόρτα”. Την άλλη μέρα, δυο τρεις έφεραν τρόφιμα. Οι άλλοι πήγαν να περάσουν με το ζόρι. Έπεσε ξύλο. Όταν μάθανε οι καθηγητές τα καθέκαστα, τήρησαν ουδετερότητα για το φόβο των Ιταλών. Τελικά όλοι “πλήρωναν” τα αναγκαστικά “διόδια”. Μοιράζαμε τα τρόφιμα στους σκελετωμένους συμμαθητές μας. Σε λίγο όλο το γυμνάσιο έκανε το ίδιο. Έτσι, εκείνη τη χρονιά δεν είχαμε θύματα από την πείνα. Και όταν λέω θύματα, δεν εννοώ μόνο το θάνατο, αλλά και τις βαριές αρρώστιες που προκαλεί η έλλειψη τροφής.