Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο

Παιχνίδια του μυαλού

Βγήκε από το φαρμακείο γρήγορα και κατευθύνθηκε στο περίπτερο. Έπαιρνε βαθιές ανάσες και ψιθύριζε διάφορα.

– 50 σεντ, αρχηγέ μου.

– Δώσμου τζαι ένα Marlboro, κότσιηνο.

– Μα πάλε άλλαξες μάρκα ρε;

– Ερώτησες με τζαι εχτές τζαι εν σου απάντησα… έννεν που το ππυριλί σου.

Βγήκε από το περίπτερο και πήγε στο αυτοκίνητο του. Πήρε 2 χάπια και έμεινε λίγο με τα μάτια κλειστά. Μετά από 2-3 λεπτά έβαλε μπρος τ’ αυτοκίνητο και έφυγε. Πήγε σπίτι του.

– Γιόκκα μου που ήσουν; Εγύρευκε σε ο τζιήρης σου.

– Εν με ενδιαφέρει άμανα.

– Μεν κάμνεις έτσι μάνα μου τζαι εννά μαλώσετε πάλε.

 – Χέστηκα.

– Μα τι έσιης τζαι είσαι μες τα νεύρα συνέχεια;

 – Εσείς είσαστε το πρόβλημα. Θέλω να φύω να ησυχάχω που λόου σας. Εβαρέθηκα την ψυσιή μου δαμέσα.

Μπήκε στο δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα με μανία.

Ξάπλωσε και έμεινε ακίνητος. Άρχισε να αναπνέει γρήγορα. Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Ένιωθε το δωμάτιο να μικραίνει. Σηκώθηκε και έψαξε να βρει τα φάρμακα. Άνοιξε το δεύτερο κουτί και πήρε ακόμη ένα χάπι. Ξάπλωσε και πάλι. Αποκοιμήθηκε.

Η πόρτα άνοιξε με μανία.

– Πάλε τζιημάσε; Αααα;

– Ρε… είπα σου να μεν μπένεις δαμέσα.

– Που εννά πάεις έσσω σου να κάμνεις ότι θέλεις. Δαμέ κάμνω κουμάντον εγιώ. Εκαρτέρουσε να πάμε στες ελιές. Που ήσουν ρε αλήτη πάλε;

– Φύε που δαμέ λαλώ σου;

– Ε ναι… Την νύχτα να γυρίζεις είσαι καλά.

Σηκώθηκε πάνω και τον έσπρωξε να βγει έξω από το δωμάτιο. Εκείνος του έριξε ένα χαστούκι.

– Τούτην εν η τελευταία φορά που μου τζιήζεις ρε θκιαλισμένε μαύρε.

– Έτσι μιλούν των τζιρούων τους ρε..

– Ρε να πεις του νού σου ρε γάααρε….

Το πρόσωπο του ήταν ολόμαυρο. Έσφιξε τις γροθιές του. Οι νεύρες του εξογκώθηκαν.

– Γιατί του φωνάζεις πάλε; Ρε Γιωρκή… πάλε εννά λαλούμε τα ίδια;

– Εσού να μεν νεκατώνεσε Κατέλα. Τον γιο μου ότι θέλω κάμνω τον.

Ξεφυσούσε δυνατά. Το στήθος έβγαινε πολύ ψηλά.

– Έσιης χάρη ρε γάδαρε οξά θα σε σκότωναν σαν τον σιήλο. Εσού εν είσαι τζιήρης. Είσαι ένας άχρηστος.

Μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε. Ήθελε να πάει να δει τον Μάκη. Επείγον.

Αφού περίμενε κανένα μισάωρο, μπήκε μέσα. Τα μάτια του ήταν ολοκόκκινα, υγρά.

–  Τι έσιης Μάριε μου; Το πρωί ήρτες μάνα μου. Κάμε λίο υπομονή είπαμε.

–  Ρε doctor εν είμαι καλά. Πάλε εμμάλωσαμε. Εννά τον σκοτώσω, λάλω σου το.

 – Ρε Μάριε μου, το πρωί τα λαλούσαμε. Τα φάρμακα θέλουν λίες μέρες να κάμουν δουλειά. Ήπιες το Xanax που σου έδωκα;

– Ναι

 – Ε κάμε λίες μέρες υπομονή τζαι θα δεις διαφορά. Για τον τζιήρη σου είπαμεν τα. Κάμε λίον υπομονή…

Βγήκε από ιατρείο. Άναψε ένα τσιγάρο και κάθισε. Πήρε τηλέφωνο τον Γιώργο.

 – Έλα φιλούι μου. Που είσαι;

– Ρε… Εν εντάξει να έρτω να ππέσω λίες μέρες ποτζιή;

– Ρε μα κλαίεις;

– Ρε εν είμαι καλά. Θέλω να φύω που έσσω. Εν εντάξει να έρτω ποτζιή;

 – Ρωτάς το ρε; Πιας τα ππουρτού σου τζαι έλα.

Πήγε σπίτι, έπιασε κάποια ρούχα, τα έβαλε σε μια βαλίτσα και έφυγε. Ήξερε πως δεν ξαναερχόταν ποτέ πια πίσω…

 

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.