-Εδώ, ανατολικά, είπε, θα χτίσουμε τη μια πόρτα του χωριού, την πόρτα του Χριστού!
Σήκωσε τα χέρια στον ουρανό:
-Τούτη είναι η πόρτα σου, Κύριε. Από δω θα μπαίνεις, όταν θα καταδέχεσαι ν’ακούσεις τη φωνή μας στον κίντυνο και να πατήσεις το χώμα.Γιατί είμαστε, μαθές, ανθρώποι, έχουμε ψυχή, έχουμε φωνή, θα φωνάζουμε! κι αν κάποτε πούμε κ’ένα λόγο περίσσιο, μην αγριεύεις΄ανθρώποι είμαστε, βασανισμένα πλάσματα, έχουμε πολλές σκουτούρες, έρχεται ώρα που η καρδιά δεν βαστάει, θα σκάσει,και πετάει τον περίσσιο λόγο κι αλαφρώνει. Βαριά ναι η ζωή, κι αν δεν υπήρχες εσύ, Κύριε, θα πιάναμε όλοι, γυναίκες κι άντρες, χέρι χέρι, να γκρεμιστούμε, να γλιτώσουμε. Μα υπάρχεις εσύ, χαρά, παρηγοριά, εγδίκηση μεγάλη, Θεέ μου! Τούτη είναι η πόρτα σου, έμπα!
[…]
-Εδώ, είπε, θα χτίσουμε την πόρτα της Παναγιάς, της Προστάτισσας του γένους των ανθρώπων! Βάλτε σημάδι!
Άπλωσε τα χέρια στη γης:
-Παρθένα Μάνα, φώναξε, Ρόδο Αμάραντο. Αγράμπελη ανθισμένη που αγκαλιάζεις τον άγριο Δρυ, το Θεό, καλοί ανθρώποι είμαστε, κατατρεμένοι, άκουσε τη φωνή μας! Κάθεσαι εσύ εδώ στη γης, κοντά μας, και είναι η ποδιά σου μια ζεστή φωλιά γεμάτη ανθρώπους. Είσαι μάνα, και κατέχεις τι θα πει στεναγμός και πείνα και θάνατος΄ είσαι γυναίκα και κατέχεις τι θα πει υπομονή κι αγάπη. Σκύψε, Κυρά μου, απάνω από το χωριό μας τούτο, δώσε υπομονή κι αγάπη στις γυναίκες, ν’αντέχουν στον καθημερινό αγώνα και να παλεύουν, χωρίς να βαρυγκομούν, τον άντρα και το παιδί και τις έγνοιες του σπιτιού! Δώσε δύναμη στους άντρες να δουλεύουν και να μην απελπίζουνται΄ να πεθαίνουν και ν΄αφήνουν πίσω τους την αυλή τους γεμάτη παιδιά κι αγγόνια! Δώσε, Κυρά μου, καλά, χριστιανικά τέλη και στους γερόντους και τις γερόντισσες!