Εψές ο ψύλλος έψαλλε
Τζιη η φτίρα καλονάρκα (φτίρα – ψείρα, καλονάρκα – κρατούσε το ρυθμό μουρμουριστά)
Τζιαι ένα φτωχό καλοηρήν (καλόγερος)
αντίερον εδάκκαν (αντίερον – αντίδωρο, εδάκκαν – δάγκωνε)
ρε φτωχό καλοήρην
το τζιερί σου πούντο; (τζιερί – κερί, πούντο – που είναι;)
Το τζιερίν εν εις τη μέλισσαν
η μέλισσα θέλει φτερόν
το φτερό εις τον ατόν (αετός)
Ο ατός θέλει φτώμα (σκοτωμένο ζώο)
το φτώμα εις τον βοσκόν
Ο βοσκός θέλει φιλί
το φιλί εις την κοπέλα
Η κοπέλα θέλει σκάρπες (παπούτσι)
οι σκάρπες στον σκαρπάρη
Ο σκαρπάρης θέλει τρίσσιες (τρίχες)
οι τρίσσιες εις τον σοίρον (χοίρο)
Ο σσοίρος θέλει κριτάριν (κριθάρι)
Το κριτάρι στον γεωργό
Ο γεωργός θέλει υνίν (τα σίδερα του αρώτρου που μπαίνουν στο χώμα)
το υνίν στον κωμοδρόμο
Ο κωμοδρόμος θέλει κάρβουνα
Τα κάρβουνα στον πεύκο
Ο πεύκος θέλει λαμπρόν (φωτιά)
Το λαμπρόν εις την καντήλα
Η καντήλα θέλει λάϊν (λάδι)
το λάϊν στην ελιά
Η ελιά θέλει νερό
το νερό στον ποταμό
Ο ποταμός θέλει σάσμα (φτιάξιμο)
Τζιαί η κκελέ σου θέλει σπάσμα! (κκελέ – κεφάλι, σπάσμα – σπάσιμο)
Μου θυμίζει έντονα τα παιδικά μου χρόνια. Το παιχνίδι των λέξεων, σε συνδυασμό με το αστείο τέλος, μου έφερνε ιδιαίτερο γέλιο.