Η λέξη μισκίνης προέρχεται από την αραβική λέξη miskin, που σημαίνει φτωχός. Η λέξη, όπως συμβαίνει τις πλείστες φορές, ταξίδεψε και σε άλλες χώρες έτσι οι Ισπανοί έχουν την λέξη mezquino, που την μεταφράζουν ως μικροπρεπής, οι Γάλλοι την λέξη mesquin, που την μεταφράζουν και αυτοί ως μικροπρεπής αλλά και ως τσιγγούνης, οι Ιταλοί την λέξη meschino, που την μεταφράζουν ως δυστυχισμένος ή κακομοίρης και οι Τούρκοι την λέξη miskin, που την μεταφράζουν σαν τεμπέλη, νωθρό αλλά και λεπρό.
Στην Ελλάδα, με την λέξη μισκίνης, εννοούν τον κακορίζικο, τον ανίσχυρο, τον ευτελή κ.λ.π. Στην Κύπρο μισκίνη λέμε κυρίως τον λεπτό (σε κιλά) και ενίοτε χρησιμοποιούμε την λέξη υποτιμητικά θέλοντας να δείξουμε πως είναι ανίσχυρος.
Όσον αφορά την έννοια λεπρός, αξίζει να σημειωθεί πως στην Κρήτη χρησιμοποιούσαν την λέξη μεσκίνης και όχι μισκίνης και εννοούσαν τους λεπρούς. Μάλιστα, εκεί που μαζεύονταν οι λεπροί, η περιοχή ονομαζόταν Μεσκινιά (Χρυσοπηγή η σημερινή ονομασία).
Αν μ’ αγαπήσει κι αρνηθεί να τονε δω μεσκίνη
και να του δίδουν το ψωμί μ’ εννιά οργιές σιτζίμι.
Παλαιότερα, στην Κύπρο, είχαμε και εμείς την έννοια του μισκίνη για τους λεπρούς. Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι ήθελαν να σκοτώσουν τους λεπρούς γιατί φοβόντουσαν μην γίνει πανδημία. Ακούγοντας αυτό ο δραγουμάνος Χατζηγεωργάκης Κορνέσιος (1780-1809), δώρισε το τσιφλίκι που είχε στην Αγία Παρασκευή, έξω από τα τείχη της Λευκωσίας, ώστε να διαμένουν και να εργάζονται οι λεπροί. Η εν λόγω φάρμα ονομαζόταν από τους ντόπιους “το τσιφλίκι των μισκίνιδων”.
Σε μεταγενέστερο στάδιο θα αναφερθώ σε ξεχωριστό κείμενο για τους λεπρούς.