Η μαμά κι ο μπαμπάς ήταν ακόμα παιδιά όταν παντρευτήκανε. Αυτός ήταν δεκαοχτώ χρονών, εκείνη δεκαέξι κι εγώ τριών.
Η μαμά έκανε την υπηρέτρια σε μια οικογένεια λευκών. Όταν μάθανε ότι είχε μείνει έγκυος, την πετάξανε με τις κλωτσιές. Στην οικογένεια του μπαμπά κόντεψε να τους έρθει κόλπος όταν τα’ άκουσαν. Ήτανε απ’ την καλή κοινωνία και δεν τους είχε περάσει ποτέ από το νου ότι τέτοια πράγματα συνέβαιναν στην περιοχή τους, την Ανατολική Βαλτιμόρη.
Και τα δύο όμως παιδιά τα ‘δέρνε η φτώχεια. Κι όταν είσαι φτωχός μεγαλώνεις γρήγορα.
Είναι θαύμα πως η μάνα μου δεν κατέληξε στο φτωχοκομείο κι εγώ δεν θεωρήθηκα έκθετο. Όμως μ΄ αγαπούσε η Σέιντυ Φέιγκαν ενώ ακόμα ήμουνα μια γροθιά στο στομάχι της κι αυτή σφουγγάριζε πατώματα. Πήγε λοιπόν στο νοσοκομείο και τα συμφώνησε με την κυρά που ‘κανε κουμάντο εκεί πέρα. Τους είπε ότι θα τους σφουγγάριζε, θα ‘τρίβε τα πατώματα και θα ‘κανε τη δούλα στις άλλες τις ξεκωλιάρες που την ξαπλάρανε και περιμέναν να γεννήσουνε, ώστε να μπορέσει να με ζήσει εμένα και τον εαυτό της. Έτσι κι έγινε. Η μαμά ήταν δεκατριών χρονών εκείνη την Τετάρτη, στις 7 Απριλίου του 1915, στην Βαλτιμόρη όταν γεννήθηκαν.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Η Κυρία τραγουδάει τα μπλουζ”.
Billie Holiday