Μες το σιμιντιρόχτιστον, τζι’ ακάμωτον χωράφιν,
έμπηκα τζι’ εία μνήματα, εία σταυρούς στημένους,
τζιαι πάνω τους να φαίνεται, να μολοά να γράφει,
γρονολοΐαν τζι’όνομαν, τους λας τους πεθαμμένους.
Τζι’ εία τζιαι μνήμαν του φτωχού, τζιαι του αρκόντου μνήμαν,
με γύρου γύρου κάντζιελλα, άγαλμαν τζιαι τζιειούριν,
μα του φτωχού του πάφτωχου, μεσάνυχτον πισσούριν,
τζι’έκλαψα τζι’αναστέναξα, τζιαι χώστηκα στο κρίμαν.
Τζιαι φάνην μ’έσιησεν η γη, τζιαι ρούφησεν με κάτω,
τζι’επήα τζιαι πουκούλιασα, στα τάρταρα του άδη,
τζι’ εία μες τζιειν την γερημιάν, μες τζιείνον το σκοτάδι,
στοίβες βουνάρκα τζιαι σωρούς, κόκκαλα των πλασμάτων.
Τζι’εστάθηκα τζι’εθ’ώρουντα, σιυφτός έναν καράριν,
ούλα τζιεικάτω μια πίττα, ούλα μαλιά κουβάριν,
τζι’εν εξηδκιάλισα τζι’εγιώ, κόκκαλον μανιχόν του,
να πω πως τούτον εν φτωχού, τζιαι τζιείνον εν τ’αρκόντου.
Pingback